[:en]περί τρέλας και κοινωνίας…[:]

[:en]ο παρακάτω διάλογος τα απαντάει όλα περί τρέλας και κοινωνίας…..

από ανάρτηση μιας νοσηλεύτριας σε ψυχιατρική κλινική σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης….

Kαθομαι στο γραφειο με ανοιχτο τον υπολογιστη και μπαινει ενας τροφιμος για να μου ζητησει τα φαρμακα του που ειχε ξεχασει πως τα ηπιε. περναει η εικονα του νεκρου παιδιου στην παραλια και ακολουθει ο παρακατω διαλογος:

-τι ειναι αυτο?
-ενα παιδι
-γιατι δεν το σηκωνουν? θα πνιγει
-εχει πνιγει
-η μαμα του που ειναι?
-δεν ξερω
-να την βαλουν φυλακη. δεν προσεξε το παιδι
-δεν φταιει η μαμα του. το εβαλε σε μια βαρκα για να το σωσει απο τον πολεμο αλλα για αυτες τις βαρκες δεν υπαρχει λιμανι
-γιατι δεν υπαρχει λιμανι?
-γιατι οι χωρες που δεν εχουν πολεμο δεν τους θελουν
-προσφυγες ειναι δηλαδη?
-προσφυγες
-ακουσε μαρια μου…
-δεν με λενε μαρια βρε γιαννη
-δεν εχει σημασια. τυχαιο ειναι το ονομα σου. τυχαιο και που δεν ζεις στον πολεμο.
αυτοι που δεν θελουν τους προσφυγες ειναι καταραμενοι
-δεν προκειται να αλλαξουν 

-η γη δεν ανηκει σε κανεναν. οι ανθρωποι δεν εδωσαν γη σε αυτο το παιδι για να περπατησει αλλα η γη του εδωσε μια γωνια για να πεθανει. το χωμα δεν κανει διακρισεις. τους δεχεται ολους. ασπρους μαυρους κιτρινους…ολους
-πιστευεις οτι ξεκουραστηκε?
-φυσικα. κοιμαται μπρουμυτα για να μην βλεπει τους ανθρωπους
-πηγαινε στο κρεβατι σου να ξαπλωσεις. ειναι μεσημερι
-μην με διωχνεις οταν συζηταμε
-δεν αντεχω να συζηταω αλλο
-αν δεν αντεχεις να πας στον πρωθυπουργο και να του πεις οτι τους θελουμε τους προσφυγες. να τους φερουν εδω. εχουμε χωρο. εγω θα ξαπλωσω κοντα στον τοιχο και χωραει να κοιμηθει και αλλος ενας στο κρεβατι μου. και το φαι πολυ ειναι. φτανει για ολους. ετσι να του πεις. τα παιδια δεν κανει να πεθαινουν. θα του το πεις?
-δεν μπορω να του το πω αλλα θα το πω σε πολλους ανθρωπους σε λιγο
-θα πας σε πλατεια να βγαλεις λογο?
-καπως ετσι!
-να τους πεις να τα αγαπανε τα παιδια
-θα τους το πω
-και να μου φερεις τα φαρμακα μου

συζητηση με εναν τρελο…
ειναι στο κρεβατι του και κλαιει. δεν ζηταει πια τα φαρμακα του. εχει μαζευτει κοντα κοντα στον τοιχο και μονολογει… τι ενας της ειπα? αν μαζευτω πιο πολυ, και δυο χωρανε.

[:]

[:en]Η Πολιτική του Πολιτισμού ως Αστεακή Ανάπλαση? [:]

[:en]…. συνεχίζοντας την ανάρτηση απόψεων περί ανάπλασης, πολιτισμού, και βεβαίως, βεβαίως, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης ,και όλα αυτά  ως εργαλεία νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ανεβάζουμε το παρακάτω άρθρο κριτικής στην “πετυχημένη” Γλασκώβη του 1990 η οποία άνοιξε το δρόμο για αυτά που θέλουν να εφαρμόσουν και εδώ, στη Σύρο.

Παραφράζοντας τα ερωτήματα των συμπερασμάτων: ποιανών και ποια Σύρος γιορτάζει? Ποιανών ιστορία κυριαρχεί – και ποιανών ιστορία περιθωριοποιείται? Ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο από το έπαθλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 2021?…Στην καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται το θέμα του τι είδους πόλης θέλουμε, και πως το πετυχαίνουμε… είναι θέμα ερωτημάτων εξουσίας, ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιος εντάσσεται και ποιος περιθωριοποιείται.

Η Πολιτική του Πολιτισμού ως Αστεακή Ανάπλαση? Κριτικές σκέψεις πάνω στη Γλασκώβη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1990

GERRY MOONEY

The Open University (Scotland), Edinburgh, UK

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αυτό το άρθρο επανεξετάζει τη Γλασκώβη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1990, και μελετά τις κύριες κριτικές που διατυπώθηκαν για την πολιτιστική πολιτική της Γλασκόβης ως στρατηγική αστεακής ανάπλασης. Υποστηρίζει ότι, πολλές από τις επικρίσεις που διατύπωσαν ομάδες αντίθετες σε αυτή, όπως οι Εργαζόμενοι της Πόλης ήταν έγκυρες, και ενισχυμένες σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Πόλη από το 1990,  προτείνει ωστόσο, ότι και αυτή η κριτική απάντηση πρέπει να υποβληθεί σε πιο ενδελεχή έλεγχο. Το άρθρο ισχυρίζεται ότι οι εμβληματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις μπορούν να κάνουν λίγα, αλλά μπορεί και να αποσιωπήσουν και να εκτρέψουν την προσοχή μακριά από τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν πολλές πρώην βιομηχανικές πόλεις και καταλήγει με το επιχείρημα ότι τα διδάγματα της εμπειρίας της Γλασκώβης αφορούν επίσης πολύ και άλλες πόλεις όπως το Λίβερπουλ, που ομοίως εναγκαλίζονται όλο και περισσότερο με την πολιτική του πολιτισμού ως δρόμο προς την αστεακή ανάπλαση

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Γλασκώβη, πολιτιστική πολιτική, αστεακή ανάπλαση, αστεακή πόλωση.

Εισαγωγή

Στο προηγούμενο άρθρο σε αυτή τη συλλογή η Beatriz Garcia σημειώνει ότι ο «πολιτισμός» έχει γίνει κεντρικός στα προγράμματα αστεακής ανάπλασης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από την περασμένη δεκαετία η ανάπτυξη μίας, βασισμένης στην Πόλη, πολιτικής πολιτισμού έχει γίνει αναντικατάστατο εργαλείο στην επανα-φαντασίωση και αναγέννηση των πόλεων. Πολλά έχουν γραφτεί για το έτος της Γλασκώβης ως Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα (ΕΠΠ) το 1990. Ως παρελθούσα – και για αρκετούς τρομερά επιτυχήμενη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα, η Γλασκώβη συνεχίζει να προβάλεται ως μοντέλο και σημείο αναφοράς για άλλες μειονεκτούσες πόλεις, συμπεριλαμβανόμενου και του Λίβερπουλ, ΕΠΠ 2008 (Bianchini, 1990; Bianchini & Parkinson, 1993; Gomez, 1998; Holcomb, 1993; Khan, 2003b). Πάνω από όλα, η Γλασκώβη αναγνωρίζεται ευρέως ως  σημείο αναφοράς για άλλες αποβιομηχανοποιημένες ή/και «δευτερεύουσες πόλεις» που πρέπει να ακολουθήσουν. Ήταν η πρώτη πρώην- βιομηχανική πόλη που ανέπτυξε ένα πρόγραμμα ανάπλασης καθοδηγούμενο από τον πολιτισμό και ορίσθηκε ως ΕΠΠ. Το «κάνε μία Γλασκώβη» έχει γίνει το επαναλαμβανόμενο θέμα στις συζητήσεις της αστεακής πολιτιστικής πολιτικής και του μάρκετινγκ τόπου σε αρκετές από τις παλαιότερες βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης.

Ο κύριος στόχος αυτού του άρθρου είναι να διερευνήσει κριτικά ορισμένες από τις κληρονομιές της ΕΠΠ της Γλασκώβης το 1990. Αυτό το άρθρο δεν ασχολείται με τις πολιτικές ανάπτυξης αυτές καθαυτές μετά το 1990 αλλά με την προσφορά «κριτικών προβληματισμών» στο βασίλειο της Γλασκώβης ως ΕΠΠ του 1990. Για να το κάνει αυτό επιστρέφει στις επιθέσεις που γίνανε στην εκδήλωση καθαυτή του 1990 και με τη σειρά τους τις υποβάλει και αυτές σε κριτική. Στην θέση του ότι το αποκαλούμενο «μοντέλο της Γλασκώβης» για την αστεακή αναγέννηση είναι ουσιαστικά ένας συντηρούμενος μύθος, σε αντίθεση με μία πανηγυρική πραγματικότητα, το άρθρο εγείρει σημαντικά ερωτήματα για εκείνους που σήμερα δημοσίως συζητάνε τι θα σημάνει το καθεστώς της ΕΠΠ για το Λίβερπουλ το 2008 καθώς και για άλλες πρώην βιομηχανικές πόλεις σε όλη την Ευρώπη που αναζητούν να χρησιμοποιήσουν τον πολιτισμό ως βασική συνιστώσα στα προγράμματα αναγέννησής τους

Η Γλασκώβη ως ΕΠΠ το 1990

Μυστυριωδώς αλλά δραματικά, η Γλασκώβη έχει γίνει ένα μέρος που ο κόσμος θέλει τώρα να επισκεφθεί, να δει και να τον δουν σε αυτόν. (Urry, 2002, σελ. 108)

Δεν υπάρχει τίποτα το μυστήριο στην ανάδυση της Γλασκώβης ως προεξάρχων τουριστικός προορισμός (βλ. Garcıa, 2004, σελ. 107 για αριθμούς). Η προσέλκυση των τουριστών ήταν μία βασική συνιστώσα της στρατηγικής αναθεώρησης της Γλασκώβης, ξεκινώντας με την εκστρατεία τα «Kαλύτερα Mίλια της Γλασκώβης» το 1983, που ακολουθήθηκε από το Εθνικό Φεστιβάλ Κήπων το 1988 και την ΕΠΠ το 1990. Το τελευταίο επεισόδιο στη σειρά είναι η ανανέωση του επώνυμου ονόματος (rebranding) της Γλασκώβης το 2004 (με κόστος στο 1,5 εκατομμύριο λίρες) ως «Γλασκώβη: Σκωτία με Στυλ» (Sunday Herald; Scotland on Sunday, 7 March 2004). Αυτή είναι η πρώτη σημαντική εικόνα «ανανέωσης» από την εποχή της εκστρατείας «Τα Καλύτερα Μίλια » και ποντάρει στις δυνάμεις της Γλασκώβης ως πολιτιστικής τοποθεσίας και ως το μεγαλύτερο κέντρο λιανικής έξω από το Λονδίνο. Όμως, προωθείται, με το χρόνο, μία επανεξέταση της πόλης ως κέντρο φτώχειας και στέρησης, και έχει ήδη επικριθεί η εικόνα εξωραϊσμού ως κάτι λίγο περισσότερο από ένα φτιασίδωμα (Scott, 2004).

Το υπόβαθρο της βασιλείας της Γλασκώβης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης και του καθαυτού πολιτιστικού φεστιβάλ του 1990, έχει ευρέως καταγραφεί (βλ. Boyle &Hughes, 1991; Garcıa, 2004; Gomez, 1998; Kantor, 2000; MacLeod, 2002; Pacione, 2001). Με μία ιστορία μακροχρόνιας οικονομικής και βιομηχανικής παρακμής, μαζί με μαζικά προβλήματα ανεργίας, φτώχειας, αποστέρησης και άθλιων συνθηκών στέγασης, οργανισμοί όπως ο τότε  Οργανισμός Ανάπτυξης της Σκωτίας και το Συμβούλιο της Περιοχής της Γλασκώβης ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα να «αναπλάσουν» την Πόλη, ανακατασκευάζοντας την ως μετα-βιομηχανικό κέντρο χρησιμοποιώντας το marketing του τόπου και τα πολιτιστικά προγράμματα ως τα μέσα μέσω των οποίων εξωτερικές επενδύσεις στον τομέα των υπηρεσιών θα μπορούσαν να δελεαστούν.

Δεν μπορείτε να κάθεστε ακόμα· δεν μπορείτε να βασίζεστε στα επιτεύγματα του παρελθόντος, ασχέτως του πόσο εντυπωσιακά μπορεί να ήταν… οι μέρες της Γλασκώβης ως μίας μεγάλης βιομηχανικής πόλης έχουν περάσει. Μπορεί να φαίνεται θλιβερό, αλλά οι συνέπειές του είναι ξεκάθαρες:  σχεδιάζεται να γίνει μία μεγάλη μετά-βιομηχανική πόλη… Το μετά-βιομηχανικό μέλλον της Γλασκώβης θα προκύψει κατά ένα μεγάλο μέρος από την αστεακή της κληρονομιά και τον πολιτιστικό της πλούτο… με τη Γλασκώβη να θεωρείται ως μία μεγάλη πόλη πολιτισμού, μπορούμε να αναμένουμε τις τέχνες που συσχετίζονται με τον τουρισμό να αυξάνονται – και έτσι έρχονται δουλειές. (Glasgow 1990 Festivals Office,1990, σελ. 20)

Καθόλη τη δεκαετία του ’80, η εικόνα, οι τέχνες και ο πολιτισμός χρησιμοποιήθηκαν για να αναδιαμορφώσουν το κέντρο της πόλης, μαζί με νέα εμπορικά κέντρα, με νέα στέγαση τύπου βιομηχανικών αποθηκών σε μέρη της κεντρικής πόλης, συμπεριλαμβανόμενης της   πρόσφατα ανακαινισμένης περιοχής της «Εμπορικής Πόλης», που βρίσκεται ανατολικά  του κέντρου της πόλης (see MacLeod, 2002, σελ. 611–613). Η ΕΠΠ της Γλασκώβης το 1990 ήταν το αποκορύφωμα σε αυτή τη μακροχρόνια στρατηγική επανα-φαντασίωσης.

Όπως υπονοείται πιο πάνω, υπάρχει μία δυνατή οικονομική λογική στη Γλασκώβη 1990. Μερικώς αυτή ήταν για την προσέλκυση τουριστών αλλά επίσης και για να γίνει η Γλασκώβη ένα περισσότερο ελκυστικό μέρος για να ζει και να δουλεύει κάποιος. Ο «Πολιτισμός» ήταν βασική συνιστώσα σε αυτή τη στρατηγική και για αυτό το σκοπό η διάθεση εμβληματικών χώρων τεχνών και πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένων της νέας αίθουσας συναυλιών κόστους σχεδόν 30 εκατομμυρίων λιρών και άλλων νέων χώρων τέχνης αφορούσε σημαντικά κτιριακά συγκροτήματα(Myerscough, 1991). Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων του 1990, 700 πολιτιστικοί οργανισμοί και 22.000 άνθρωποι ενεπλάκησαν στην παρουσίαση και στην εκτέλεση σχεδόν 3.500 εκδηλώσεων (Myerscough, 1991). Στην αναφορά αξιολόγησης του για τους σημαντικότερους εταίρους της Γλασκώβη 1990 – το Συμβούλιο της Πόλης της Γλασκώβης, το Περιφεριακό Συμβούλιο του Strathclyde και το Επιχειρηματικό Επιμελητήριο της Σκωτίας – ο John Myerscough υπολόγισε ότι για μία επένδυση του δημόσιου τομέα των 33 εκατομμυρίων λιρών, η Γλασκώβη 1990 είδε μία καθαρή οικονομική επιστροφή στην περιφεριακή οικονομία της Γλασκώβης μεταξύ 10,3 και 14.1 εκατομμυρίων λιρών (Myerscough, 1991). Επιπροσθέτως, τώρα η Πόλη είχε μία αρκετά βελτιωμένη φήμη εξωτερικά ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων επίσης νόμιζε ότι το 1990 είχε βελτιώσει την εικόνα της Πόλης ενώ την έκανε και ένα πιο ευχάριστο μέρος για να ζεις.

Συντριπτικά, η κυρίαρχη αφήγηση που προκύπτει από τις περιγραφές της περιόδου της Γλασκώβης ως ΕΠΠ, και από την καθαυτή πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση στην πόλη, είναι ότι ήταν «καλή για τη Γλασκώβη» και ότι το «1990» βοήθησε για να «μεταμορφωθεί». Ενώ υπάρχει ένα αριθμός διαφορετικών διαστάσεων σε αυτούς τους ισχυρισμούς, μεταξύ των βασικών συνιστώσεων είναι ότι η εθνική και διεθνή φήμη της Γλασκώβης ενισχύθηκε σημαντικά και ότι η εικόνα της Πόλης και η παρουσίασή της επιδιορθώθηκαν προς το καλύτερο. Ξεφορτώνοντας τη μακροχρόνια εικόνα ως μέρους ζοφερής αστεακής υποβάθμισης, φτώχειας, βίας και βιομηχανικών αναταραχών, η Γλασκώβη επαναφαντασιώθηκε ως μία «ζωντανή», «μετά-βιομηχανική», «μοδάτη» πόλη.Στις διάφορες εορταστικές ομιλίες που προκύψανε, η «νέα» Γλασκώβη κατασκευάστηκε και σε αντιτέθηκε αυστηρά  με την «παλιά» Γλασκώβη, η οποία όλο και περισσότερο αντιπροσωπεύεται από τα μεγάλα συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, τα οποία είναι ένα αξιοσημείωτο, αν και περιθωριοποιημένο, χαρακτηριστικό του αστεακού τοπίου της Πόλης.

Ποιανού Πολιτισμός? Ποιανής Γλασκώβης? Αναθεωρώντας την κριτική του 1990

Η ατζέντα του 1990, που ορίσθηκε από τις δημοτικές αρχές, βασίστηκε σε μία απλή παραδοχή, ότι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ήταν επιβεβαίωση της Τέχνης και της Γλασκώβης: συνεπώς αν ήσουν αντίθετος στην πρώτη ήσουν αντίθετος και στην δεύτερη. Έτσι η Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης παρουσιάστηκε ως ένα μάτσο μη πατριωτών φιλισταίων, ως ένα φάντασμα Σταλινικού παρελθόντος και εργατίστικου μέλλοντος. Εφιστώντας την προσοχή σε ορισμένες δυσβάσταχτες πραγματικότητες δεχθήκαμε μεγάλες δόσεις δηλητηρίου. (Kelman, 1992, p. 1)

Αυτό το σχόλιο από τον James Kelman ισχύει σήμερα όσο και την περίοδο του 1990 (και θα ισχύει επίσης σίγουρα για αυτούς που αναζητούν να αμφισβητήσουν τους ισχυρισμούς που ήδη έχουν γίνει για το Λίβερπουλ ως ΕΠΠ το 2008). Ένας σημαντικός Σκωτζέζος συγγραφέας , ο Kelman, επίσης ηγετικό μέλος της Ομάδας Εργαζομένων της Πόλης, ήταν μεταξύ των πιο ηχηρών αντιπάλων όλων αυτών που αντιπροσώπευε η Γλασκώβη ΕΠΠ 1990 . Και το δηλητήριο στο οποίο αναφέρεται ο Kelman έχει ελάχιστα διαχυθεί προς όλες τις πλευρές. Σε ένα σεμινάριο στη Γλασκώβη στα τέλη του Ιανουαρίου 2004, «Αλλάζοντας την Διεθνή Απήχηση», δεν αποτέλεσε έκπληξη να ακούσουμε έναν από τους πιο σημαντικούς ομιλητές, να αναφέρεται στους Εργαζόμενους της Πόλης ως «αυτοδιορισμένοι αντιπρόσωποι του λαού της Γλασκώβης, Σταλινικοί που υποστηρίζανε πως το ευρύ κοινό της Γλασκώβης δεν ήταν για το 1990. Αλλά αυτοί ήταν λάθος». Εκείνοι που τολμήσανε να αμφισβητήσουν ή να επιτεθούν στις στρατηγικές αστεακής «ανανέωσης» που υιοθετήθηκαν στη Γλασκώβη από τα μέσα του ’80, συχνά βρήκαν τους εαυτούς τους σε απολογητική θέση, θεωρούμενοι ως αιρετικοί που αμφισβήτησαν μία παγκόσμια αλήθεια. Υπάρχουν ορισμένες θετικές αλλαγές που οι οι κριτικές θα έπρεπε να αναγνωρίσουν: Η Γλασκώβη βάσιμα έχει σήμερα μία καλύτερη φήμη από αυτή που είχε την περίοδο πριν από τα τέλη του ‘80·αρκετοί συνηθισμένοι άνθρωποι από το ευρύ κοινό της Γλασκώβης παρακολούθησαν εκδηλώσεις και φεστιβάλ του 1990· η ύπαρξη εκθέσεων, συνεδρίων, μεγάλων πολιτιστικών εκδηλώσεων, νέων μουσείων, νέων κέντρων τεχνών, κλπ. δημιούργησε ευκαιρίες σε πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους κατοίκους της Γλασκώβης · δουλειές δημιουργήθηκαν στους τομείς των τεχνών και του πολιτισμού και τουρίστες είδαν τη Γλασκώβη ως ένα ελκυστικό προορισμό για ένα μικρό διάλλειμα. Αλλά, οι αντίπαλοι υποστηρίζουν, αυτά τα οφέλη υπερκαλύπτονται από τις αδικίες και τους περιορισμούς του 1990 και της πολιτιστικά καθοδηγούμενης αναγέννησης.

Η κριτική της Γλασκώβης ως ΕΠΠ το 1990 από τους Εργαζόμενους της Πόλης και άλλους έχει πλήρως διερευνηθεί από τους Boyle & Hughes (1991) και ότι ακολουθεί περιγράφεται για λογαριασμό τους , στο έργο των Damer (1989), Kemp (1990) και σε δύο φυλλάδια δημιουργημένα από την Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης (McLay, 1988; 1990) και στην έρευνα του Ian Spring για τους «μύθους» της «νεάς» Γλασκώβης (Spring, 1990). Οι κριτικές στην Γλασκώβης ως ΕΠΠ επιτέθηκαν όχι μόνο στην πολιτιστική ουσία του 1990 αλλά, και το σημαντικότερο, στην οικονομική και πολιτική αφήγηση που σχετίζονταν με αυτή – και είναι αυτή στην οποία εστιάζουμε στη συζήτηση εδώ. Εν ολίγοις, το κύριο στοιχείο της επίθεσης από τους Εργαζόμενους της πόλης και άλλους επικριτές ήταν ότι η Γλασκώβη ΕΠΠ είχε περισσότερο να κάνει με την πώληση της Γλασκώβης ως τόπου επενδύσεων και εξαγορών παρά ως μια γιορτή του πολιτισμού και της ζωής της  – τουλάχιστον του πολιτισμού της εργατικής τάξης της Γλασκώβης. Οι κριτικές είδαν αυτά τα δύο ως αμοιβαία αποκλειώμενα:

…το έτος Πολιτισμού έχει περισσότερο να κάνει με τις πολιτικές εξουσίας παρά με τον πολιτισμό. Έχει να κάνει περισσότερο με εκατομμυριούχους κτηματομεσίτες παρά με τέχνη… Το 1990, υποχρεωτικά, όλα παραδίδονται, αφού ενταχθούν στην επιχειρηματικότητα, πάνω από όλα το 1990 είναι μία σαφής δήλωση στο όνομα του επιχειρηματικού πλούτου. Έτσι ώστε το 1990 είναι περισσότερο ένα ζήτημα καλλιτεχνικής χορηγίας μεγάλων επιχειρήσεων, προώθησης της νέας τουριστικής κίνησης και της απόδωσης βοήθειας και άνεσης σε ένα ρηχό ήθος γιάπικης απληστείας. Και για όλα αυτά φυσικά ο λαός της Γλασκώβης θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό. (McLay, 1990, p. 87)

Το βασικό σύνθημα των Saatchi και Saatchi για το 1990 “There’s a lot of Glasgowing on” (υπάρχουν αρκετά από τα της Γλασκώβης που συνεχίζουν/αξίζουν, διαφημιστικός νεολογισμός) – επαναδιατυπώθηκε από τους επικριτές σε ‘There’s a lot of con gowing on’ (υπάρχουν αρκετοί συντηριτικοί για να κάνουν/συνεχίσουν) βλ. Σχέδιο 1.

glascow

Σχέδιο 1. Αντίθετες εικόνες της Γλασκώβης 1990.

Τα κεντρικά θέματα για τις κριτικές που συνδέονταν με τους Εργαζόμενους της Πόλης περιστράφηκαν γύρω από τι/ποιανού Γλασκώβη αντιπροσωπευόταν το 1990 – και σε ποιον «ανήκε» το 1990. Η ιδέα ότι η ΕΠΠ ήταν μία άσκηση «γιαποποίησης» της Γλασκώβης, περιθωριοποιώντας το παρελθόν της Πόλης ως μέρος σοσιαλιστικής αναταραχής και αγώνα της εργατικής τάξης, ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα της κριτικής των Εργαζομένων της Πόλης. Η εικόνα της «νέας» αποστειρωμένης Γλασκώβης ήταν αυστηρά αταίριαστη με την «πραγματικότητα» της ζωής σε αρκετές από τις τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες:

Με τη βοήθεια των ειδικών των Saatchi και Saatchi ανακαινίζουν την εικόνα και αφήνουν την πραγματικότητα πίσω τους. Προπαγανδίζουν μία εικόνα που είναι ψεύτικη. Υπάρχει στέρηση και εγκατάλειψη των κοινωνικών στεγαστικών σχεδίων… υπάρχει χρόνια ανεργία και ευρέως διαδεδομένη DSS (διαίρεση κοινωνικών υπηρεσιών ) φτώχεια (φτώχεια που σχετίζετε με την διαφοροποιημένη παροχή κοινωνικών υπηρεσιών), με τα συνήθη επακόλουθα – χρήση ναρκωτικών και πολύπλευρες μορφές βίας στην κοινότητα. Αυτή δεν είναι η «Εμπορική Πόλη», αλλά είναι η αληθινή Γλασκώβη. (McLay, 1990, σελ. 87)

Οι οικονομικές και πολιτικές πτυχές αυτών των κριτικών χτυπάνε στην καρδιά του συνόλου της συζήτησηςγια του μάρκετινγκ τόπου. Σωστά οι ενάντιοι στη Γλασκώβης 1990 αναζήτησαν να τοποθετήσουν ολόκληρη την εκδήλωση και τη στρατηγική που την υποστηρίζει εντός του πλαισίου της μακροχρόνιας οικονομικής παρακμής της Γλασκώβης. Ο μανδύας της ΕΠΠ αγκαλιάστηκε από τους ηγέτες της Πόλης ως ένας τρόπος προώθησης της οικονομικής «αναγέννησης» της Γλασκώβης. Υπάρχει μικρή διαφωνία μεταξύ των υποστηρικτών της στρατηγικής της ΕΠΠ και των επικριτών της πάνω σε αυτό. Ωστόσο, οι Εργαζόμενοι της Πόλης υποστήριξαν ότι το είδος της αναγέννησης που προωθείται μέσω μεγάλης κλίμακας εμβληματικών πολιτιστικών εκδηλώσεων θα επέφεραν μαζικά οφέλη και κέρδη για ορισμένους και μία οικονομία όσο πιο ποτέ εξαρτημένη, στην καλύτερη περίπτωση, από ανασφαλείς, χαμηλά αμοιβόμενες δουλειές του τομέα υπηρεσιών για την πλειοψηφία. Η ΕΠΠ αποσπά την προσοχή και πόρους από την αντιμετώπιση των μαζικών προβλημάτων της φτώχειας και των μη προνομιούχων. Συνεπώς, τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη που η ΕΠΠ θα επέφερε γίνονται αντικείμενο επίθεσης ως κάτι μόλις περισσότερο από κούφιες υποσχέσεις. Αντιθέτως, οι αντίπαλοι υποστήριξαν ότι η Γλασκώβη θα γίνοταν ένα κάτεργο του τομέα των υπηρεσιών, οι εργαζόμενοί του θα αρμέγονταν από επενδυτές εξαγορών οι οποίοι θα μετακόμιζαν στο πρώτο σήμα μεγαλύτερων κερδών που γίνονται κάπου αλλού. Το αποτέλεσμα θα ήταν περισσότερη φτώχεια, μεγαλύτερη οικονομική ταλαιπωρία και ένας αυξανόμενος διαχωρισμός μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων». Αυτός το αυξανόμενο χάσμα επίσης τροφοδοτείται από μία στρατηγική που εκτρέπει απολύτως απαραίτητους πόρους από την αντιμετώπιση υλικών δυσκολιών της Πόλης σε πολιτιστικές εκδηλώσεις (Σχέδιο 2).

pocket

Σχέδιο 2. Φτώχεια της Πόλης

Οι επιθέσεις των Εργαζομένων της Πόλης πολλές φορές στοχεύανε τη διοίκηση των Εργατικών της Γλασκώβης. Ενώ συχνά περιγράφονταν ως ένα προπύργιο των «Παλαιών Εργατικών» με πολλούς τρόπους οι καθοδηγητές του Εργατικού Κόμματος της Γλασκώβης ήταν «Νέοι Εργατικοί» πολύ πριν ο Μπλερ και ο Μπραουν βγούνε στο προσκήνιο. Στη Γλασκώβη, οι Εργατικοί αγκαλιάσανε τον ιδιωτικό τομέα, τιμούσανε το ρόλο που η αγορά είχε να παίξει στην οικονομική και αστεακή «μεταμόρφωση», αναζητώντας «συμπράξεις» με άλλους παράγοντες και εκπροσώπους εταιρειών πριν αυτό γίνει της μόδας και, ουσιαστικά, αγκαλιάσανε την οικονομία των εταιρικών φοροαπαλλαγών υποστηριζόμενη τότε από τους Συντηριτικούς της Θάτσερ. Με την παροχή κινήτρων και ευκαιριών σε επιχειρηματίες για να επενδύσουν στην Πόλη (μία πολιτική που σε κάθε περίπτωση προϋπήρχε του 1990), οι οποίοι εν μέρει προσελκύονται από τις εμβληματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ο πλούτος που θα δημιουργούνταν θα κατηφόριζε τελικά στα λιγότερα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού της Γλασκώβης. Δημιουργία πλούτου, οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα ήταν η λύση, η μόνη λύση, για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της Γλασκώβης.

Ενώ γενικώς είναι συμπαθητικές οι επικρίσεις κατά της Γλασκώβης 1990,  από τους Εργαζόμενους της Πόλης, τα επιχειρήματά τους έχουν τους περιορισμούς τους. Στο σχεδιασμό της διάκρισης μεταξύ μίας «πραγματικής» και «επανά-φαντασιωμένης», «νέας» Γλασκώβης, παραμελήσανε την έκταση στην οποία η Γλασκώβη ήταν πάντα ένα μέρος που φαντασιωνόταν και επανά-φαντασιωνόταν, ένα μέρος με συχνά συγκροούμενες εκδοχές και διαφορετικές ιστορίες. Ο ισχυρισμός ότι η οικονομική στρατηγική της Γλασκώβης στηρίζονταν σχεδόν ολοκληρωτικά πάνω στην προσέλκυση δουλειών του τομέα υπηρεσιών (που θα ήταν βασικά χαμηλόμισθες) είναι σωστός. Όμως, έμμεσα υπάρχει σχεδόν ένας εορτασμός, μία λαχτάρα, για ότι θεωρούνται δουλειές μίας αληθινής εργατικής τάξης, οι δουλειές των ναυπηγίων και των μεγάλων μηχανοκίνητων εργοστασίων – δουλειές που χαρακτήρισαν αρκετά – αλλά όχι όλη- την αγορά εργασίας της Γλασκώβης τις πρώτες πέντε με έξι δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αυτή δεν είναι μόνο μία μάλλον αρσενική κατανόηση της δουλειάς, αλλά επίσης μάλλον μία εργατίστικη που παραμελεί την έκταση στην οποία χαμηλότερης ποιότητας δουλειές υπηρεσιών (όπως επίσης και «βιομηχανικές» δουλειές) ήταν από καιρό αναπόσπαστο μέρος της επαγγελματικής ζωής στην Πόλη. Επίσης αγνοεί τον βαθμό στον οποίο η αναδιάρθρωση ήταν πάντα χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών αγορών εργασίας. Οι πανηγυρισμοί για την ιστορία και την πάλη της εργατικής τάξης είναι ένα πράγμα, και ο ρομαντισμός για τη φρίκη της ζωής στο εργοστάσιο άλλο πράγμα. Υπάρχει και ένα άλλο – σχετιζόμενο – πρόβλημα με την ανάλυση των Εργαζομένων της Πόλης. Ενώ τα υποτιθέμενα προνόμια που θα έρθουν στην πόλη με τις επενδύσεις εξαγορών αμφισβητούνται σωστά, στην κριτική τους του πολυεθνικού και εξωτερικού κεφαλαίου ως επιχείρημα υπεράσπισης των «ντόπιων» φιρμών, ειδικά των μικρών τοπικών εταιρειών, ήταν λες και σαν να υποσχέθηκαν περισσότερα για το «ευρύ κοινό» της Γλασκώβης.

Ενώ η στερνή μας γνώση είναι θαυμάσια,εν τούτοις οι επικριτές της Γλασκώβης 1990 υποτιμήσανε το βαθμό τον οποίο ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά θα έρχονταν να παίξουν  ένα τέτοιο στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση των αστεακών πολιτικών για τη Γλασκώβη στα χρόνια που ακολούθησαν. Αλλά τα ερωτήματα που εγείρονται για το «1990», και τα επιχειρήματα για το πως η πολιτιστική αναγέννηση θα έκανε λίγα ή  τίποτα για την τεράστια πλειοψηφία των κατοίκων της Γλασκώβης σίγουρα επιβεβαιώνονται και από μία σύντομη ανάλυση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Πόλη από την περίοδο του 1990.

«Ορισμένες Αβάσταχτες Πραγματικότητες»

Χαίρομαι που βρίσκομαι πίσω εδώ στην Γλασκώβη, υπενθύμισε σε όλους μας ο John Reid… Πόσο έκπληκτος ήταν το 1992 όταν η Γλασκώβη ήταν Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα. «Η Γλασκώβη χαμογελάει» ήταν το σύνθημα. Λοιπόν, ρίξτε μία ματιά γύρω στην Πόλη. Όπως ο Jack McConnell είπε χθες, υπάρχουν πολλά περισσότερα για να χαμογελάσεις αυτές τις μέρες. (Prescott, 2003)

 

Σύγχυση των συνθημάτων και των ημερομηνιών μαζί, τα σχόλια από τον αναπληρωτή Πρωθυπουργό John Prescott (και Σκωτζέζο Πρώτο Υπουργό McConnell) σε συνέδριο στη Γλασκώβη το Φεβρουάριο του 2003, υποδυκνύουν μία αξιοσημείωτη άγνοια της πραγματικοτήτας της ζωής για αρκετούς στη Γλασκώβη σήμερα.

Στα τέλη του ’90, οι Danson και Mooney διερευνήσανε την ιδέα ότι η Γλασκώβη είχε γίνει μία «διττή Πόλη», χαρακτηριζόμενη από την πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση, φυσική ανανέωση στο κέντρο της Πόλης μαζί με τα μεγάλα περιφερειακά ακίνητα στέγασης στην Πόλη για την εργατική τάξη, τα οποία πολύ συχνά περιγράφονται ως τέλματα κατοικίας της εξάρτησης, της φτώχειας και του εγκλήματος (Mooney & Danson, 1997; Danson & Mooney, 1998). Απορρίπτοντας την έννοια της διττής πόλης ως ανεπαρκής υποστήριξαν ότι απέτυχε να συλλάβει τις σύνθετες σχέσεις μεταξύ ανάπτυξης και παρακμής της πόλης, ότι υπάρχει μία σχέση μεταξύ της πολιτιστικά καθοδηγούμενης ανάπλασης και της αυξανόμενης κοινωνικής πόλωσης στον πληθυσμό της Γλασκώβης σε όλη τη δεκαετία του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας ’00. Αν και η αφήγηση της διττής πόλης έχει σε μεγάλο βαθμό παραμεριστεί τα τελευταία χρόνια, γίνεται ακόμα συζήτηση στη Γλασκώβη περί «δίδυμης τροχιάς» ή «δύο κατηγοριών» πόλης: ένα μέρος επιχειρηματικής ζωντάνιας, τουρισμού, δραστηριότητας λιανικού εμπορίου και πολιτιστικών φεστιβάλ εν μέσω μεγάλης κλίμακας φτώχειας και παρακμής που χαρακτηρίζει μεγάλα μέρη της Πόλης σήμερα. Τα «χωρικά διλλήματα» μεταξύ του κέντρου της πόλης και των ακινήτων στην περιφέρεια, για να δανειστούμε την ορολογία της Garcia, συνεχίζουν να είναι χαρακτηριστικό του τοπίου της Γλασκώβης (Garcıia, 2004, p.104). Ο Kantor προσφέρει μία άλλη οπτική θέσης σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι η «διττή αστεακή στρατηγική» έχει υιοθετηθεί από τους οργανισμούς οικονομικής ανάπτυξης της Πόλης που ανταγωνίζονται για ιδιωτικές επενδύσεις «ενώ ψάχνονται απεγνωσμένα για προγράμματα που ασχολούνται με τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της στρατηγικής… ενισχύουν το κέντρο της πόλης ως μία πολιτιστική πρωτεύουσα καθώς φροντίζουν για τις κοινωνικές αθλιότητες της παρακμής μέσω κοινωνικών προγραμμάτωνν γειτονιάς» (Kantor, 2000, σελ. 807–808).

Υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες σήμερα στην Γλασκώβη, για να δανειστούμε τη φρασεολογία του Kelman πιο πάνω, των «ορισμένων δυσβάσταχτων πραγματικοτήτων». Όπως οι Mooney & Johnstone σημειώνουν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 η θέση της Γλασκώβης ως μία από τις πιο χτυπημένες από τη φτώχεια πόλεις στο ΗΒ, επιβεβαιώθηκε χρόνο με το χρόνο ξανά από πετυχημένες αναφορές, έρευνες και ακαδημαϊκές μελέτες. Η Γλασκώβη συχνά απεικονίστηκε ως μία «πόλη στην κρίση» (Mooney & Johnstone, 2000,σελ. 173–175). Το «πρόβλημα» της Γλασκώβης δεν έχει περιορισθεί ως αποτέλεσμα της Σκωτζέζικης Αποκέντρωσης του 1999. Χτυπημένη σκληρά από την τοπική αναδιοργάνωση της κυβέρνησης το 1996, η οποία μετέφερε και οικονομικούς πόρους και πληθυσμό, υπάρχει μία αυξανόμενη κόντρα σχετικά με το ότι η Αποκέντρωση έχει φέρει μεγάλα οφέλη για το «Εδιμβούργο» εις βάρος της «Γλασκώβης». Τέτοιοι ισχυρισμοί έχουν ευρέως προβληθεί στον τύπο και στις ακαδημαϊκές μελέτες (βλέπε για παράδειγμα Fraser, 2003; Khan, 2003a; Sunday Herald, 2002; Turok και άλλοι., 2003).

Η αγορά εργασίας στη Γλασκώβη έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές στα πρόσφατα χρόνια. Από το να είναι η αρχετυπική βιομηχανική πόλη, και αναμφισβήτητα η πιο προλεταριοποιημένη από όλες τις πόλεις του ΗΒ, το 2003, το 82,5% της εργατικής της δύναμης κατέληξε να αποσχολείται στις υπηρεσίες (Slims, 2003). Μεταξύ 1991 και 2001 η απασχόληση στις υπηρεσίες αυξήθηκε κατά 33% (OECD, 2002, σελ. 45) με μία αύξηση 46% στην απασχόληση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μεταξύ 1991/3 και 1999/2001 (Turok κ.α., 2003, σελ. 21–22). Επιπροσθέτως υπήρξε επίσης μία σημαντική αύξηση στην απασχόληση στην «φιλοξενία», στους τομείς τουρισμού, λιανικού εμπορίου και τομέα αναψυχής, αξιοσημείωτα ως πηγές των πιο φτωχών κακοπληρωμένων, περιστασιακών και «απορρυθμισμένων» μορφών δουλειάς. Η Πόλη είχε ορισμένες επιτυχίες στην προσέλκυση μεγάλων επιχειρήσεων τηλεφωνικών κέντρων κατά τη διάρκεια των μέσων της δεκαετίας του ’90 (βλ. OECD, 2002, σελ. 37–38; Turok κ.α., 2003, 2004) αλλά το 2002-2004 όπως παντού στο ΗΒ, χτυπήθηκε από το κλείσιμο ενός αριθμού εξ αυτών καθώς μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό.

Πολλά έχουν γίνει αυτά τα τελευταία χρόνια, η Γλασκώβη απολαμβάνει κάποια οικονομική ανάπτυξη και καταφέρνει να αποφύγει μερικές από τις χειρότερες επιπτώσεις της ύφεσης που επηρεάζει άλλα μέρη του ΗΒ. Στην μελέτη του της «αστεακής αναγέννησης» στη Γλασκώβη, ο OECD ισχυρίζεται  ότι η οικονομία στην πόλη ήταν «έντονη» για περισσότερο από 3 δεκαετίες (OECD, 2002, p. 27). Το μήνυμα που προωθείται από το Δημοτικό Συμβούλιο και άλλους παράγοντες είναι πως η Γλασκώβη είναι στα πάνω της. Σε αναφορές όπως «Αισιόδοξη Γλασκώβη» (GCC/ Σκωτζέζικο Επιχειρηματικό Επιμελητήριο 2001) και «Συνεχιζόμενη Ευημερία της Γλασκώβης» (Οικονομικό Φόρουμ Γλασκώβης 2003) η εικόνα που σκιαγραφείται είναι πως η Γλασκώβη έχει απολαύσει μία «οικονομική αναγέννηση» αλλά για να συνεχιστεί αυτή, η ανταγωνιστικότητα πρέπει να αυξηθεί. Ωστόσο , ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 υπάρχει κάτι σαν «ανάκαμψη» στις οικονομικές τύχες της Πόλης συνολικά, σε όρους δημιουργίας απασχόλησης , ανησυχίες έχουν εκφραστεί πως η βάση αυτής είναι «στενή» (και πιθανών επίση βραχυπρόθεσμη ή/και κυκλική) με αρκετά από τα οφέλη να προσπερνάνε αυτούς τους κατοίκους που δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες για τις νέες υπηρεσίες που εδρεύουν στην Πόλη (βλ. Turok κ.α., 2003, 2004). Ο OECD σημείωσε ότι το 50% των εργασιών καταλήγουν σε μη-κατοίκους της Γλασκώβης (OECD, 2002, p. 41).

Η ευημερία που δημιουργήθηκε από την «αναγέννηση» σίγουρα προσπέρασε ένα ουσιαστικό ποσοστό του πληθυσμού της Γλασκώβης. Εν μέσω της κραυγής που ανακοινώνει πως η Πόλη απολαμβάνει μία «έκρηξη απασχόλησης» τα τελευταία χρόνια, υπάρχει αυξανόμενη μαρτυρία βαθιά ριζωμένης ανεργίας. Το 2001, η Πόλη είχε ένα οικονομικό ανενεργό ποσοστό του πληθυσμού στο 32% (123,000 άνθρωποι), πολύ παραπάνω από αυτό της Σκωτίας (25%) και του ΗΒ (24%) (Πηγή: Slims, 2003), και ένα ποσοστό απασχόλησης 61% το οποίο είναι από τα χαμηλότερα στο ΗΒ. Η Beatty και οι συνάδελφοί της εκτιμούνε ότι το πραγματικό επίπεδο της ανεργίας στη Γλασκώβη το 2002 ήταν 26,6% συγκρινόμενο με αυτό του Εδιμβούργου 10,6% και του μέσου εθνικού του 9,5% (Beatty κ.α., 2002). Αυτό εξηγείται από μία σημαντική αύξηση στα επιδόματα σχετιζόμενα με ασθένεια, με 72,000 ανθρώπους σε επιδόματα ασθένειας και αναπηρίας μόνο (πηγή: Turok κ.α. 2003, p. 37). Συνολικά , το 34% του πληθυσμού της Γλασκώβης διεκδικούσε ένα σημαντικό επίδομα το 2001/2002 (Πηγή:Kenway et al., 2002, p. 27).

Το ότι Η Γλασκώβη έχει ένα αξιόλογο αριθμό του πληθυσμού που λαμβάνει επιδόματα ασθένειας αναμφισβήτητα δεν αποτελεί έκπληξη. Φτωχή υγεία, και υψηλή θνησιμότητα είναι από καιρό ένα χαρακτηριστικό της Γλασκώβης, η οποία έχει το υψηλότερο ποσοστό πρόωρων θανάτων στο ΗΒ και στον πίνακα της ένωσης των εκλογικών περιφερειών του ΗΒ, η Γλασκώβη καταλαμβάνει τις επτά από τις δέκα πρώτες θέσεις  στους πρόωρους θανάτους και στους θανάτους λόγω ασθενειών (Shaw κ.α., 1999). Το ζηλευτό ρεκόρ της Γλασκώβης ενισχύεται  περαιτέρω και από μία πρόσφατη αναφορά του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Σκωτίας που δείχνει πως ενώ η διάρκεια ζωής στο ΗΒ αυξάνει, σε μέρη της Γλασκώβης μειώνεται. Οι άνδρες που ζούνε στη φτωχότερη εκλογική περιφέρεια του ΗΒ, το Shettleston, έχουν  προσδόκιμο ζωής στα 63 χρόνια, δέκα χρόνια λιγότερο από το μέσο όρο στη Σκωτία και 14 χρόνια λιγότερο από αυτό του ΗΒ. Η Αναφορά καταλήγει ότι το χάσμα υγείας μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων τμημάτων της Γλασκώβης αυξήθηκε (NHS Health Scotland, 2004; Βλ.επίσης Henderson, 2004; Smith, 2004).

Ήδη έχει επισημανθεί πως για τους επικριτές της πολιτιστικά καθοδηγούμενης αναγέννησης της Γλασκώβης, αυτή η στρατηγική θα επέφερε λίγα οφέλη σε όρους μείωσης των επιπέδων της φτώχειας στην Πόλη, αλλά και το πιο σημαντικό όλες αυτές οι αφηγήσεις της «πολιτιστικής πόλης» και της «νέας Γλασκώβης» θα συνεισφέρανε στην επιδείνωση της φτώχειας και αύξησης των δεινών, όπως επίσης και στην περιθωριοποίηση της σημασίας τους ως προβλήματα που απαιτούν περισσότερο εκτεταμένη παρέμβαση. Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η Γλασκώβη έχει μερικές από τις μεγαλύτερες και εντονότερες γεωγραφικές συγκεντρώσεις φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στο ΗΒ (Brown κ.α., 2002; Kenway κ.α., 2002; Shaw κ.α., 1999). Έρευνα για την Κυβέρνηση της Σκωτίας έδειξε ότι περισσότερες από τις μισές εκλογικές περιφέρειες της Πόλης ήταν στο φτωχότερο 10% της Σκωτίας ως σύνολο, και περίπου το 55% ολόκληρου του πληθυσμού ζούνε σε περιοχές κατηγοριοποιημένες ως υποβαθμισμένες. Η Γλασκώβη αναφέρεται για τις 16 από τις 20 πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Σκωτίας (Social Disadvantage Research Centre, 2003). Το 2004, η Γλασκώβη αναφέρονταν για τις 17 φτωχώτερες περιοχές της Σκωτίας (Scottish Executive, 2004a). Σε μία πρόσφατη μελέτη σύγκρισης των απογραφών του 1991 και του 2001, ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Sheffield υπολόγισαν πως το 41% όλων των νοικοκυριών της Γλασκώβης ζούνε σε καθεστώς φτώχειας (Dorling & Thomas, 2004). Σχετικά με την παιδική φτώχεια, τέσερις εκλογικές περιφέρειες της Γλασκώβης είχαν ποσοστό παιδικής φτώχειας πάνω από 80% το 2001 (Kemp, 2002) και το 42% όλων των μαθητών δικαιούνται δωρεάν σχολικών γευμάτων, ανερχόμενο πάνω από το 75% σε ορισμένα μέρη (Brown & Phillips, 2002, σελ. 16).

Θα ήταν μικρής δυσκολίας το να γεμίσω ολόκληρο το άρθρο με περισσότερα καταραμένα στατιστικά παρόμοιας απόχρωσης. Αυτό δεν είναι ένας διεστραμένος θρίαμβος όλων αυτών που πήγαν στραβά για τη Γλασκώβη, ή μία προσπάθεια να φανεί μόνο η «άσχημη πλευρά». Αλλά αυτό που δείχνει η απόδειξη αυτή εδώ είναι ότι οι ισχυρισμοί της «αναγέννησης» και «ανανέωσης» είναι μάλλον αμφισβητίσιμοι, για να το θέσω ήπια.

Γλασκώβη 1990: Κληρονομιά και Ερωτήματα

Η διαρκή κληρονομιά της Γλασκώβης 1990 είναι εμφανής με διαφορετικούς και αντιφατικούς τρόπους. Ο κυρίαρχος ρόλος της αγοράς στη διαμόρφωση της αστεακής πολιτικής είναι μεταξύ των πιο προφανών κληρομιών, αντανακλώμενη στη συνεχή δέσμευση σε μία στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης οδηγούμενη από την αγορά και με επαναλαμβανόμενη έμφαση στο μάρκετινγκ και στις ενισχυτικές πολιτικές (για παράδειγμα, Γλασκώβη: Ευρωπαϊκή Πόλη της Αρχιτεκτονικής,1999 · Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Αθλητισμού, 2003) και στην ανανέωση του επώνυμου ονόματος (“rebranding”). Σε άλλες απόψεις, τα επιχειρήματα πως το «Μοντέλο της Γλασκώβης» μπορεί να δουλέψει για να παράγει ευημερία και να αντιμετωπίσει κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια έχουν επίσης επανεμφανιστεί στη νέα γλώσσα της «ανταγωνιστικότητας και συνοχής» που χαρακτηρίζει τώρα τις συζητήσεις της αστεακής πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ( βλ.Turok κ.α., 2003, 2004).

Υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα του πως αντιλαμβανόμαστε τις στατηγικές μάρκετινγκ τόπου και την πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση όπως αυτές που αναπτύχθηκαν στη Γλασκώβη. Η ιδέα ότι φεστιβάλ της ΕΠΠ και παρόμοιων εμβληματικών εκδηλώσεων δεν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να προσδώσουν μία λάμψη στη Γλασκώβη εγείρουν υποψίες. Δεν είναι για να επιχειρηματολογήσουμε αν θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν τη Γλασκώβη ή αν σκόπευαν σε αυτό. Αλλά, χρειάζεται να προχωρήσουμε πέρα από αυτό και να αναλύσουμε αυτές τις στρατηγικές ως μέρος μίας ευρύτερης νεοφιλελεύθερης και οδηγούμενης από την αγορά ατζέντας η οποία αναζητεί να προωθήσει την αναγέννηση μέσω της δημιουργίας πλούτου. Οι εξελίξεις στη Γλασκώβη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν συνέβησαν σε ένα οικονομικό ή πολιτικό κενό αλλά στο πλαίσιο μίας ευρέου φάσματος επίθεσης στα επίπεδα διαβίωσης των λιγότερο πλούσιων. Το 1990, για να μην ξεχνάμε, ήταν το αποκορύφωμα του Θατσερισμού (αν όχι της ίδιας της Θάτσερ). Η νεοφιλελεύθερη αστεακή ατζέντα που καθοδηγεί τη Γλασκώβη εκπονείται επίσης διεθνώς. Συνεπώς, είναι λιγότερο θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας της ΕΠΠ και παρόμοιων στρατηγικών, είναι περισσότερο υλοποίηση αυτού που θα μπορούσε να είναι σχεδόν μία μορφή «αντιστροφής» της πόλης. Η Γλασκώβη 1990 ΕΠΠ, μαζί με άλλα γεγονότα και βραβεία που η Πόλη έχει λάβει τα τελευταία 14 χρόνια δεν αφορούν την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της Γλασκώβης, τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, τις ανισότητες και τη φτώχεια. Αν και ξανά πρέπει να πάμε παραπέρα για να αναγνωρίσουμε τις συνδέσεις, τις σχέσεις, μεταξύ των ειδών στρατηγικής αστεακής ανάπλασης που υιοθετήθηκαν στη Γλασκώβη (και τώρα αντιγράφονται σε όλη την Ευρώπη) και των κοινωνικών προβλημάτων που σπαράσσουν την Πόλη σήμερα.

Στις αφηγήσεις που αναπτύχθησαν από αυτούς που υποστηρίζουν το μάρκετινγκ της πόλης και την επανα-φαντασίωση, πόλεις όπως η Γλασκώβη είναι όλες τόσο συχνά πραγμοποιημένες και παρουσιάζονται ως ομογενείς τόποι κοινών συμφερόντων. Αλλά η «Γλασκώβη» δεν «κάνει» πράγματα, δεν είναι ένας παράγοντας και δεν είναι η «Γλασκώβη» που «κερδίζει» ή «χάνει», ή υποβάλλεται σε μία «ανανέωση», αλλά συγκεκριμένες (και αν οι πρόσφατες μαρτυρίες γίνοται αποδεκτές, όλο και λιγότερες) ομάδες των πολιτών της που ζούνε σε συγκεκριμένα τμήματα της Πόλης. Ο τύπος της στρατηγικής που υιοθετείται στη Γλασκώβη – το «μοντέλο της Γλασκώβης» – έχει συνεισφέρει στην επιδείνωση των επιπέδων φτώχειας και αποστέρησης και στο βάθεμα των ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την Πόλη σήμερα. Αυτό έχει γίνει αρχικά από την κατασκευή του μέλλοντος της Γλασκώβης – και του μέλλοντος δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της – ως χαμηλόμισθων, ως μία εργατική δύναμη ευγνωμονούσας για τα ψίχουλα από τα τραπέζια των επιχειρηματιών και των επενδυτών για τους οποίους τόσο πολύ προσπάθεια έχει καταναλωθεί στην προσέλκυση και το χάϊδεμά τους – και περιθωριοποιόντας και αποκλείοντας κάθε εναλλακτική στρατηγική βασισμένη σε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας δημοσίου τομέα σε βιώσιμες και κοινωνικά χρήσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες. Ενώ ευχόμαστε να αποφύγουμε κάθε ρομαντισμό της βιομηχανικής απασχόλησης, εν τούτοις είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή αναφέρεται στο λιγότερο από το 10% της απασχόλησης στην Πόλη (source: OECD, 2002, σελ. 46). Φαίνεται ότι λίγες προσπάθεις έχουν γίνει για να διασφαλιστεί ποιοτική βιομηχανική απασχόληση του τύπου που θα μπορούσε να είναι ελκυστική σε αρκετούς από αυτούς που είναι εκτός εργασίας και θα μπορούσε να προσφέρει πλήρους ωραρίου, βιώσιμες εργασίες καλύτερης ποιότητας από την προσφορά της οικονομίας του «καπουτσίνου» που είναι τώρα το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του κέντρου της πόλης.

Επιτυχημένοι ακαδημαϊκοί και άλλοι «ειδικοί» του άστεως από όλο τον κόσμο έχουν επισκεφθεί τη Γλασκώβη για να δώσουν την ετυμηγορία τους για την Πόλη και για να προσδιορίσουν τις «ανάγκες της Γλασκώβης» (βλ. Darroch, 2002; OECD, 2002; Glaeser, 2004;Tinning, 2004). Αποδυκνύεται, πως αυτό που χρειάζεται, είναι περισσότερο εξειδικευμένο και ανταγωνιστικό εργατικό δυναμικό, περισσότερες εμβληματικές ατραξιόν, μία στρατηγική «θαλάσσιου μέτωπου» (για παράδειγμα η ανάπτυξη του Λιμανιού της Γλασκώβης 500 εκατομμύριων λιρών προσωρινά υπό κατασκευή) και καλύτερες υποδομές. Η αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών της Πόλης έρχεται μετά, ως φτωχός συγγενής.

Καθώς η «νέα Γλασκώβη» παρουσιάζεται στον κόσμο ως ένα μέρος στο οποίο πραγματοποιήθηκε ένα «γρήγορο κέρδος» για όλη την πόλη, ομάδες κοινοτήτων, ενώσεις ενοικιαστών και συνδικαλιστές συνεχίζουν να αγωνίζονται και να καλούν σε αγώνα ενάντια σε άλλες πτυχές της πρόσφατης «αναγέννησης» της Πόλης, το κλείσιμο των βιβλιοθηκών και άλλων δομών των τοπικών κοινοτήτων, την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής κατοικίας μέσω μεταβιβάσεων μετοχών, τον «εκσυγχρονισμό» της λειτουργίας του ΕΣΥ που θα δει το κλείσιμο μερικών νοσοκομείων και την ιδιωτικοποίηση ολόκληρου του συστήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ενώ θα ήταν λάθος να προταθεί ότι καμία ομάδα κοινότητας δεν οφελήθηκε από τη χρηματοδότηση και τις δομές που διατεθήκανε μέσω των στρατηγικών πολιτιστικής ανάπλασης, συγχρόνως κοινότητες έχουν κινητοποιηθεί με άλλους τρόπους για να απορρίψουν δημόσιες πολιτικές στη Γλασκώβη. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων επεισοδίων της αντίστασης της κοινότητας τα πρόσφατα χρόνια, σε μία Πόλη ιστορικά αναγνωρισμένη για τους αγώνες και τις διαμαρτυρίες της κοινότητας, ήταν η εκστρατεία για τη διάσωση της δημόσιας πισίνας της Govanhill από το κλείσιμο το 2001 και 2002, την περίοδο που η Γλασκώβη επιλέγοταν ως υπεύθυνη για την Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Αθλητισμού, 2003! (www.savourpool.com) Εδώ οι αντιφάσεις της ανάπλασης της Γλασκώβης εκτίθονται ξεκάθαρα. Αφού αγωνίστηκαν μάταια εναντίον της ανάπτυξης του αυτοκινητοδρόμου Μ77, οι ακτιβιστές της κοινότητας τώρα ετοιμάζονται να αντισταθούν στις προτάσεις επέκτασης, μέσα από την καρδιά της South Side της Γλασκώβης, (με μαζικό κόστος) του αυτοκινητοδρόμου Μ74 (www.jam74.org.uk) – μία πρόταση, που όπως ενημερωνόμαστε, θα είναι «καλή για τη Γλασκώβη» και «ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ευημερίας της οικονομίας της Γλασκώβης» (σε μία πόλη με το χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκτησίας αυτοκινήτου στο ΗΒ).

Συμπεράσματα

Η πολιτική του πολιτισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο στο όραμα της ανανέωσης της οικονομίας της Γλασκώβης. Αυτή τώρα εκλαμβάνεται με πρόσθετες διαστάσεις και από μία νέα δύναμη που υπάγεται στους Νέους Εργατικούς για τους οποίους ο «πολιτισμός» προσδιορίζεται πλέον ως «δημιουργικό κίνητρο» για την οικονομική ανάπτυξη (Hughson & Inglis, 2001, σελ. 459) ενώ η Κυβέρνηση της Σκωτίας έχει δώσει έμφαση στον «πολιτισμό» ως ένα από τα μέσα προώθησης της «κοινωνικής συνοχής» (Scottish Executive, 2004b). Παρόμιοι ισχυρισμοί επίσης γίνονται, αν και σε διαφορετική γλώσσα, για το ρόλο που ο πολιτισμός μπορεί να παίξει στα προγράμματα αστεακής ανάπλασης. Όπως ο Kantor σημειώνει, η στρατηγικής της αναγέννησης της Γλασκώβης ήταν ουσιαστικά μία άσκηση πολιτικής ενίσχυσης τύπου ΗΠΑ «που διευκολύνει τα εμπορικά συμφέροντα του κέντρου της πόλης» και η οποία «μειώνει την προσοχή από τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης στην ανάπτυξη» (Kantor, 2002, σελ. 803). Με αυτή την έννοια, η πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση και οι στρατηγικές αναδόμησης της εικόνας είναι μέρη μίας νέας διακυβέρνησης της Πόλης, στην οποία διαφορετικοί εταίροι κινητοποιούνται για να δουλέψουν μαζί στην αλλαγή της αστεακής διαχείρισης και «μεταμόρφωσης». Αυτή είναι μία βασική πτυχή των επικρίσεων στην αστεακη πολιτιστική πολιτική της Γλασκώβης. Ενώ αυτές που δόθηκαν από την Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης έχουν ευρεώς διαδοθεί , τα ερωτήματα που τέθηκαν για τις στρατηγικές πολιτιστικής αναγέννησης της Γλασκώβης, θα υποστήριζα, ότι είναι και τα ερωτήματα κλειδιά που πρέπει να τεθούν στο Λίβερπουλ σήμερα: ποιανών και ποιο Λίβερπουλ γιορτάζει? Ποιανών ιστορία κυριαρχεί – και ποιανών ιστορία περιθωριοποιείται? Ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο από το έπαθλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 2008? Η Γλασκώβη και το Λιβερπουλ είναι τόποι αντιθέσεων, διαχωρισμού, ανισοτήτων, μεγάλου πλούτου και τεράστιας φτώχειας. Το Λίβερπουλ 2008 θα οφελήσει ορισμένους ανθρώπους, όπως η Γλασκώβη 1990, αλλά αυτός είναι ο μόνο δρόμος για τις πόλεις μας? Στην καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται το θέμα του τι είδους πόλης θέλουμε, και πως το πετυχαίνουμε. Δεν είναι μία απλή αντιπαράθεση μίας επιστροφής σε ένα είδος μυθικού βιομηχανικού, κατασκευαστικού παρελθόντος εναντίον της οικονομίας των υπηρεσιών που κυριαρχεί και στις δύο πόλεις σήμερα. Αλλά είναι θέμα ερωτημάτων εξουσίας, ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιος εντάσσεται και ποιος περιθωριοποιείται. Η Γλασκώβη και το Λίβερπουλ είναι πλούσιες πόλεις, αν και ο πλούτος απέχει μακρά μίας δίκαιης διανομής. Είναι παρατραβηγμένο το επιχείρημα ότι εδώ ακριβώς βρίσκεται μέρος της απάντησης των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων που είναι χαρακτηριστικές και για τις δύο πόλεις σήμερα?

 

 

Βιβλιογραφία

Beatty, C., Fothergill, S., Gore, T. & Hamilton, A. (2002) The Real Level of Unemployment, Sheffield:Sheffield Hallam University Centre for Regional Economic and Social Research.

Bianchini, F. (1990) Urban Renaissance? The arts and the urban regeneration process, in:MacGregor & B. Pimlott (Eds) Tacking the Inner Cities (Oxford: Clarendon Press).

Bianchini, F. & Parkinson, M. (Eds) (1993) Cultural Policy and Urban Regeneration: The WestEuropean Experience (Manchester: Manchester University Press).

Boyle, M. & Hughes, G. (1991) The politics of the representation of ‘the real’: discourses from the Lefton Glasgow’s Role as European City of Culture, 1990, Area, 23(3), pp. 217–228.

Brown, U. & Phillips, D. (2002) ‘Even the Tatties Have Batter’: Free Nutritious Meals for all Childrenin Scotland (Glasgow: Child Poverty Action Group).

Brown, U., Scott, J., Mooney, G. & Duncan, B. (Eds) (2002) Poverty in Scotland 2002: People, Placesand Policies (Glasgow/London: Scottish Poverty Information Unit/Child Poverty Action Group).

Damer, S. (1989) Glasgow: Going for a Song (London: Lawrence and Wishart).

Danson, M. & Mooney, G. (1998) Glasgow: a tale of two cities: disadvantage and exclusion on theEuropean periphery, in: P. Lawless, R. Martin & S. Hardy (Eds) Unemployment and SocialExclusion (London: Jessica Kinglsey).

Darroch, V. (2002) Welcome to Glasgow . . . a modern renaissance city, Sunday Herald, 7 April.

Dorling, D. & Thomas, B. (2004) People and Places: A 2001 Census Atlas of the UK (Bristol: PolicyPress).

Fraser, D. (2003) The trouble with Glasgow, Sunday Herald, 9 November.

Garcı´a, B. (2004) Urban regeneration, arts programming and major events: Glasgow 1990, Sydney2000 and Barcelona 2004’, International Journal of Cultural Policy, 10(1), pp. 103–116.

Gomez, M. (1998) Reflective images: the case of urban regeneration in Glasgow and Bilbao,International Journal of Urban and Regional Research, 22(1), pp. 106–121.

Glaeser, E. (2004) Which way to the new Scotland?’, Sunday Herald, 15 February.

Glasgow City Council/Scottish Enterprise Glasgow (2001) Upbeat Glasgow (Glasgow: GCC/SEG).

Glasgow Economic Forum (2003) Glasgow’s Continuing Prosperity (Glasgow: Glasgow EconomicForum).

Glasgow 1990 Festivals Office (1990) Final Quarterly Guide (Glasgow, Glasgow District Council).

Henderson, D. (2004) Sickness of an ill-divided nation, The Herald, 13 March.

Holcomb, B. (1993) Revisioning place: de- and re-constructing the image of the industrial city, in:Kearns & C. Philo (Eds) Selling Places (London: Pergamon).

Hughson, J. & Inglis, D. (2001) Creative Industries and the arts in Britain: towards a third way in culturalpolicy?, Cultural Policy, 7(3), pp. 457–478.

Kantor, P. (2000) Can regionalism save poor cities? Politics, institutions and interests in Glasgow,

Urban Affairs Review, 35(6), pp. 794–820.

Kelman, J. (1992) Some Recent Attacks (Stirling: AK Press).

Kemp, D. (1990) Glasgow 1990: The True Story Behind the Hype (Glasgow: Famedram).

Kemp, P. (2002) Child Poverty in Social Inclusion Areas (Edinburgh: Scottish Executive).

Kenway, P., Fuller, S., Rahman, M., Street, C. & Palmer, G. (2002) Monitoring Poverty and SocialExclusion in Scotland (York: Joseph Rowntree Foundation).

Khan, S. (2003a) A tale of two cities, The Observer, 27 April.

Khan, S. (2003b) What did culture ever do for us? The Observer, 8 June.

MacLeod, G. (2002) From urban entrepreneurialism to a ‘revanchist’ city? On the spatial injustices ofGlasgow’s renaissance, Antipode, 34(3), pp. 602–624.

McLay, F. (Ed) (1988) Workers City: the Real Glasgow Stands Up (Glasgow: Clydeside Press).

McLay, F. (Ed) (1990) Workers City: the Reckoning (Glasgow: Clydeside Press).

Mooney, G. & Danson, M. (1997) Beyond ‘Culture City’: Glasgow as a ‘Dual City’, in: N. Jewson &MacGregor (Eds) Transforming Cities (London: Routledge).

Mooney, G. & Johnstone, C. (2000) Scotland divided: poverty, inequality and the Scottish Parliament,Critical Social Policy, 63, pp. 155–182.

Myerscough, J. (1991) Monitoring Glasgow 1990 (Glasgow: Glasgow City Council/Strathclyde RegionalCouncil and Scottish Enterprise).

NHS Health Scotland (2004) A Health and Well-Being Profile of Scotland 2004 (Edinburgh: NHS HealthScotland).

OECD (2002) Urban Renaissance – Glasgow: Lessons for Innovation and Implementation (Paris:Organisation for Economic Co-operation and Development).

Pacione, M. (2001) Urban Geography (London: Routledge).

Prescott, J. (2003) A Level Playing Field for Public Sector Workers, Speech to Labour’s LocalGovernment, Women’s and Youth Conference, Glasgow, 16 February.

Scott, K. (2004) As the wealth and wealth gaps widen, Glasgow rebrands itself as a city of style,The Guardian, 10 March.

Scottish Executive (2004a) Scottish Index of Multiple Deprivation 2004 (Edinburgh: Scottish Executive).

Scottish Executive (2004b) The National Cultural Strategy (Edinburgh: Scottish Executive).

Social Disadvantage Research Centre (2003) Scottish Indices of Deprivation 2003 (Oxford: Universityof Oxford Department of Social Policy/Scottish Executive).

Shaw, M., Dorling, D., Gordon, D. & Smith, G. D. 1999: The Widening Gap: Health Inequalitiesand Policy in Britain (Bristol: The Policy Press).

Slims (2003) Glasgow 2003 Labour Market Statement (Glasgow: Slims).

Smith, D. (2004) You’ll be lucky to live to 60 here. But it’s not the third world . . . it’s Glasgow’s EastEnd, The Observer, 14 March.

Spring, I. (1990) Phantom Village: The Myth of the New Glasgow (Edinburgh: Polygon).

Sunday Herald (2002) A tale of two cities: how to bridge the great divide, Sunday Herald, 17 March.

Tinning, W. (2004) Will Glasgow flourish like Boston . . . or live in shade like Detroit?’, The Herald,10 February.

Turok, I., Bailey, N., Atkinson, R., Bramley, G., Docherty, I., Gibb, K., Goodlad, R., Hastings, A.,Kintrea, K., Kirk, K., Leibovitz, J., Lever, B., Morgan, J., Paddison, R. & Sterling, R. (2003) Twin

Track Cities? (Glasgow: University of Glasgow Department of Urban Studies/Edinburgh: Heriot-Watt University School of Planning and Housing).

Turok, I., Bailey, N., Atkinson, R., Bramley, G., Docherty, I., Gibb, K., Goodlad, R., Hastings, A.,Kintrea, K., Kirk, K., Leibovitz, J., Lever, B., Morgan, J. & Paddison R. (2004) Sources of cityprosperity and cohesion: the case of Glasgow and Edinburgh, in: M. Boddy & M. Parkinson (Eds)

City Matters: Competitiveness, Cohesion and Urban Governance (Bristol: Policy Press).

Urry, J. (2002) The Tourist Gaze, 2nd edn (London: Sage).[:]

[:en]Πρόσφυγες[:]

Gallery

This gallery contains 2 photos.

[:en]Καραβιές ανθρώπων που τα ρούχα τους μυρίζουν πόλεμο και αρμύρα. Φίλοι γυρνούν από τις διακοπές στα Δωδεκάνησα, μας δείχνουν φωτογραφίες απ’ τα πλοία της γραμμής με Σύριους πρόσφυγες. Γυναίκες με μαντίλες, γονείς, παιδιά, νέοι άντρες, όλοι χαμογελούν, βιώνουν ακόμη την … Continue reading

[:en]Ανακοίνωση επιτροπής αλληλεγγύης στους πρόσφυγες [:]

[:en]

Συμπολίτισσες και συμπολίτες, Όπως γνωρίζετε, από αύριο 24.07.2015 θα φιλοξενηθούν στη Νάξο 87 πρόσφυγες από τη Συρία, που δοκιμάζεται από πολυετή εμφύλιο πόλεμο. Στην Νάξο θα παραμείνουν τουλάχιστον 5 ημέρες και θα διαμείνουν στο Κλειστό Γυμναστήριο.
Είναι βέβαιο ότι θα χρειαστούν εθελοντές προκειμένου η διαμονή τους να είναι όσο το δυνατόν καλύτερη. Θα χρειαστεί ενδεχομένως να βρίσκονται κάποιοι εθελοντές στο Κλειστό Γυμναστήριο σε βάρδιες. Αύριο θα έχουμε καλύτερη εικόνα για το τι ακριβώς θα…..
χρειαστεί και πως θα συντονιστούμε. Προς τούτο οφείλουμε να συγκροτήσουμε μια ομάδα αλληλεγγύης ώστε να συνδράμουμε την προσπάθεια που καταβάλει και ο Δήμος και το Νομικό Πρόσωπο του Δήμου.
Επίσης ενδεχομένως να χρειαστούν και ήδη πρώτης ανάγκης ή ρουχισμό. Οπότε καλώ είναι αν υπάρχει δυνατότητα να μαζέψουμε ρούχα και κάποια είδη προσωπικής υγιεινής.

Για το λόγο αυτό ενημερώστε μας άμεσα
email (nephelieverykokkou@gmail.com)
ή τηλέφωνο (6977438722-Νεφέλη Βερυκόκκου).
Θα υπάρξει και νεώτερη ενημέρωση.
Νάξος, 23.07.2015
Επιτροπή αλληλεγγύης στους πρόσφυγες (Νάξος)

[:]

[:en]Σήμερα[:]

Gallery

This gallery contains 1 photo.

[:en]Τι συμβαίνει; Τα τραγούδια που ακούμε στο ραδιόφωνομας αφορούν ολοένα και πιο σπάνια.Μήπως έχουμε γίνει ανίκανοι να νιώσουμε τα τραγούδιατων ανθρώπων;Ή μήπως η ανθρωπότητα η ίδια έχει ξεφτίσεικαι τα τραγούδια της δεν αφορούν πια κανένανεκτός από μερικούς ηλίθιους;Κι αν η … Continue reading

[:en]ΜΜΕ – συνέχεια της συζήτησης που ξεκίνησε μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ Opression στα σκαλάκια της Μεταμόρφωσης[:]

Gallery

This gallery contains 1 photo.

[:en]«Και τι θα άλλαζε αν υπήρχε πολυφωνία στα ελληνικά ΜΜΕ;» Κάπως έτσι τέθηκε το ερώτημα από κάποιον κύριο στη συζήτηση που ξεκίνησε μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ Opression στα σκαλάκια της Μεταμόρφωσης, με τη συν-δημιουργό του ντοκιμαντέρ παρούσα. Η ερώτηση … Continue reading

[:en]Ανακοίνωση Συντονιστικού Σωματείων και Εργαζομένων στις Κυκλάδες 29/6 20:00 4ο Δημ.Σχολείο Συνάντηση, 30/6 19:30 ΙΚΑ Συγκέντρωση[:]

[:en]Μετατρέπουμε το δημοψήφισμα της κυβέρνησης σε ένα μεγάλο εργατικό – λαϊκό

 ΌΧΙ

στη συνέχιση της πολιτικής των μνημονίων

 

Η κυνική αντεργατική πολιτική Ε.Ε – ΔΝΤ και κεφαλαίου επιδιώκει τη συνέχιση των μνημονίων, της κοινωνικής εξαθλίωσης και της υποταγής του λαϊκού παράγοντα. Το “μένουμε Ευρώπη” των κυρίαρχων μεταφράζεται για το λαό μας σε κινεζοποίηση της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, με συντάξεις των 360 ευρώ, με δουλειά μέχρι τα 67, με το 60% της νεολαίας στην ανεργία ή με μισθούς των 450 ευρώ, χωρίς κοινωνικό κράτος και εργασιακά δικαιώματα. Σε αυτόν τον κόσμο μας καλούν να πούμε ένα αυτοκτονικό ναι.

 

Η Ε.Ε, η ευρωζώνη και το ΔΝΤ αποκαλύπτουν σήμερα στον κάθε εργαζόμενο το πραγματικά, αποκρουστικό τους πρόσωπο: αποτελούν μηχανισμούς κοινωνικής εξαθλίωσης προς όφελος των τραπεζιτών, του πολυεθνικού κεφαλαίου και της εγχώριας αστικής τάξης. Οι πολιτικές δυνάμεις που συγκρότησαν τις κυβερνήσεις της προηγούμενης 5ετίας και οι διάφοροι ιδεολογικοί και πολιτικοί παραπόταμοί τους και υπέγραψαν τα μνημόνια που οδήγησαν στην κοινωνική καταστροφή και τώρα απαιτούν να υπογραφεί μια νέα απεχθής συμφωνία που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ολοσχερή κοινωνική καταστροφή τους εργαζόμενους και τη νέα γενιά.

 

Η κυβέρνηση από την άλλη, με το 47σέλιδο κείμενο και τις άλλες προτάσεις που έχει καταθέσει, προτείνει μια νέα συμφωνία-μνημόνιο που περιλαμβάνει  φορολεηλασία των εργαζομένων, χτύπημα των ταμείων και νέο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, ιδιωτικοποιήσεις, συνέχιση και παγίωση του μνημονιακού πλαισίου των προηγούμενων ετών. Εντάσσει το δημοψήφισμα στην πολιτική του “έντιμου συμβιβασμού” με τους δανειστές που οδηγεί αναπόφευκτα στην παγίδευση του κόσμου της εργασίας στο βάρβαρο πλαίσιο των μνημονιακών μέτρων και των μειωμένων κοινωνικών προσδοκιών και αναγκών.

 

Εμείς θεωρούμε ότι το ΌΧΙ πρέπει να είναι του λαού και των εργαζομένων, ένα ΌΧΙ που θα θέτει στο επίκεντρό του τις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας ώστε από την επόμενη Δευτέρα να μπορούμε να παλέψουμε με καλύτερους όρους για την ανατροπή της πολιτικής που οδηγεί στη φτώχεια, την ανεργία και την υποταγή. Ένα ΌΧΙ που δεν θα ενσωματώνεται στους ποικίλους κυβερνητικούς χειρισμούς, αλλά θα μένει πιστό στην αξιοπρέπεια των αγώνων μας και στην ανάγκη της ρήξης με την πολιτική της υποταγής και της εξαθλίωσης του λαού μας.

 

Στο φόβο που επιδιώκουν να καλλιεργήσουν οι κυρίαρχοι κύκλοι με τις ουρές στα σούπερ μάρκετ και τα ΑΤΜ, απαντάμε με την ελπίδα της αυτοοργάνωσης και της μαζικής πάλης. Η εισβολή του λαού στις εξελίξεις είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία ώστε το δημοψήφισμα να γίνει, πριν την Κυριακή, στους δρόμους, στις διαδηλώσεις και στις πλατείες. Για να εμποδίσει το “Κολωνάκι του Μένουμε Ευρώπη” να δημιουργήσει κλίμα φόβου και πανικού στο λαό με στόχο να κυριαρχήσει το ναι στους δολοφόνους και εκβιαστές της ΕΕ και το ΔΝΤ. Για να εμποδίσει την κυβέρνηση να μεταφράσει το ηρωικό και μαχητικό ΟΧΙ που χρειάζεται να πει ο λαός μας, σε συμφωνία με νέο μνημόνιο που θα βασίζεται στις μέχρι τώρα κατατεθειμένες προτάσεις της.

 

Λέμε ένα ξεκάθαρο ΌΧΙ :

 

  • Στη συνέχιση της πολιτικής των Μνημονίων και την υποτίμησης του κόσμου της εργασίας. Εδώ και τώρα κατάργηση όλης της μνημονιακής νομοθεσίας.

 

  • Στην αποπληρωμή του δυσβάσταχτου χρέους. Εδώ και τώρα διαγραφή του χρέους και παύση πληρωμών .

 

  • Στην πολιτική της Ε.Ε και του Δ.Ν.Τ και σε κάθε συμφωνία, δανειακή σύμβαση, μνημόνιο λιτότητας (σχέδιο δανειστών, κυβερνητικές προτάσεις).

 

  • Στην πολιτική της μόνιμης επιτήρησης και στην υπονόμευση της λαϊκής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας.

 

Σε αυτή την κατεύθυνση τα σωματεία και οι σύλλογοι που υπογράφουν αυτή την ανακοίνωση και το Συντονιστικό Σωματείων και Εργαζομένων στις Κυκλάδες καλούν :

 

  1. Τη Δευτέρα 29 Ιούνη, στις 8 το απόγευμα, στο 4ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, όλα τα σωματεία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τους ηρωικούς απεργούς του Νεωρίου, όλους τους εργαζομένους και τη νεολαία σε συντονισμό της πολιτικής μας παρέμβασης.

 

  1. Την Τρίτη 30 Ιούνη σε πανεργατικό – πανσυριανό συλλαλητήριο, στις 19:30, με σημείο συγκέντρωσης το ΙΚΑ-ΝΕΩΡΙΟ.

 

 

ΟΥΤΕ Δ.Ν.Τ. ΟΥΤΕ ΚΑΙ Ε.Ε., ΠΑΡΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΛΑΕ!

 

 [:]

[:en]Περί δημόσιου χρέους και κρίσης: ο Μπάμπης, η Ελένη και κάποιος από παλιά…[:]

[:en]Η μορφολογία του Χρέους

Γιώργος  (χουντικός): «επί Παπαδόπουλου, ο κόσμος έφαγε ψωμί, και δεν χρωστάγαμε τίποτα σε κανένα»

Μαρία (δεξιά): «ο Ανδρέας ήρθε, και έδινε, έδινε στους δικούς τους και στις κλαδικές, και τώρα χρωστάμε τα κέρατά μας»

Μπάμπης( πασόκος εποχής Σημίτη): «ο Καραμανλής διόγκωσε το χρέος μετά το 2004»

Χρήστος (περιπτεράς): με τόσους δημόσιους υπαλλήλους τι να κάνουμε, πώς να τους θρέψουμε?

Ελένη (φοιτήτρια ΔΑΠ, σε εκδρομή στη Μύκονο): αφού δεν παράγουμε τίποτα και ζούμε με δανεικά, τι περιμένεις;

Mαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία 1848-1850»

«…Αντίθετα η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τα κοινοβούλια, είχε  ΑΜΕΣΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ στη   καταχρέωση του   κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα – ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Ύστερα από κάθε τέσσερα – πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μία καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας – και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους ποιο δυσμενείς όρους. Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαια του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής.»

Μαρξ “ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ”, ΤΟΜΟΣ Α – ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ, ΤΟ ΠΡΟΤΣΕΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ

«Το σύστημα της δημόσιας πίστης, δηλ. των κρατικών χρεών, που τις αρχές του τις ανακαλύπτουμε κιόλας στο μεσαίωνα στη Γένουα και στη Βενετία, διαδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη στη διάρκεια της περιόδου της μανουφακτούρας. Το αποικιακό σύστημα με το θαλάσσιο εμπόριό του και με τους εμπορικούς του πολέμους του χρησίμευσε σαν θερμοκήπιο. Ετσι στέριωσε πρώτα στην Ολλανδία. Το δημόσιο χρέος, δηλ. το ξεπούλημα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι τού λεγόμενου εθνικoύ πλούτου, που στoυς σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος τους 1. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Κι από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματoς ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης άπέναντι στο δημόσιο χρέος.

Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να ‘ναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στoυς κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεώγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα. Άσχετα όμως κι από την τάξη των αργόσχολων εισοδηματιών που δημιουργιέται μ’ αυτό τον τρόπο και τον αυτοσχέδιο πλούτο των χρηματιστών που παίζουν το ρόλο του μεσίτη ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο έθνος –καθώς και των φοροενοικιαστών, των εμπόρων, των ιδιωτών εργοστασιαρχών, που μια καλή μερίδα κάθε κρατικού δανείου τους προσφέρει την υπηρεσία ενός κεφαλαίου πεσμένου από τον ουρανό– το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρίες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών, την επικαταλλαγή, με δυο λόγια: το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία.

Οι στολισμένες με  εθνικούς τίτλoυς μεγάλες τράπεζες ήταν από τη γέννησή τους απλώς εταιρίες ιδιωτών σπεκουλάντηδων, που στάθηκαν στο πλευρό των κυβερνήσεων και που, χάρη στα προνόμια πoυ πήραν, ήταν σε θέση να δανείζουν σ’ αυτές χρήματα. Γι’ αυτό, η διόγκωση του δημόσιου χρέους δεν έχει άλλον πιο αλάθητο μετρητή από την προοδευτική άνοδο αυτών των μετοχών αυτών των τραπεζών, που η πλέρια ανάπτυξή τους χρονολογείται από την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας (1694). Η Τράπεζα της Αγγλίας άρχισε τη δράση της δανείζοντας στην κυβέρνηση τα χρήματά της με τόκο 8%. Ταυτόχρονα είχε εξουσιοδοτηθεί από τη βουλή από το ίδιο κεφάλαιο να κόβει νόμισμα, δανείζοντάς το ακόμα μια φορά στο κοινό με τη μορφή τραπεζογραμματίων. Με τα τραπεζογραμμάτια αυτά είχε το δικαίωμα να προεξοφλεί συναλλαγματικές, να δανείζει επί ενεχύρω εμπορευμάτων και ν’ αγοράζει ευγενή μέταλλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και το πιστωτικό αυτό χρήμα, που δημιούργησε η ίδια, έγινε το νόμισμα, με το οποίο η Τράπεζα της Αγγλίας έδινε δάνεια στο κράτος και πλήρωνε για λογαριασμό του κράτους τους τόκους του δημοσίου χρέους.

Και σαν να μην ήταν αρκετό ότι έδινε με το ένα χέρι για να εισπράττει περισσότερα με τ’ άλλο, έμενε, ακόμα και τη στιγμή που εισέπραττε, αιώνιος πιστωτής του έθνους ως την τελευταία πεντάρα που είχε δώσει. Σιγά σιγά έγινε ο αναπόφευκτος φύλακας του μεταλλικού θησαυρού της χώρας και το κέντρο έλξης όλης της εμπορικής πίστης. Τον ίδιο καιρό που έπαψαν στην Αγγλία να καίνε μάγισσες, άρχισαν να κρεμούν παραχαράκτες τραπεζογραμματίων. Ποια είναι η εντύπωση που προκάλεσε στους συγχρόνους τους η ξαφνική εμφάνιση αυτής της φάρας των τραπεζοκρατών, χρηματιστών, εισοδηματιών, μεσιτών, σπεκουλάντηδων και σκυλόψαρων του χρηματιστηρίου, το δείχνουν τα γραφτά του καιρού εκείνου, λχ. του Μπόλινμπροκ2.

Μαζί με τα δημόσια χρέη δημιουργήθηκε ένα διεθνές πιστωτικό σύστημα, που συχνά για τούτον ή για κείνον το λαό αποτελεί μια από τις κρυφές πηγές της πρωταρχικής συσσώρευσης. Έτσι οι προστυχιές του βενετσιάνικου ληστρικού συστήματος αποτελούν μια τέτοια κρυφή βάση του κεφαλαιϊκού πλούτου της Ολλανδίας, που η Βενετία της παρακμής της δάνειζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις Ολλανδίας και Αγγλίας.  Στις αρχές κιόλας του 18ου αιώνα έχουν υπερφαλαγγιστεί κατά πολύ οι μανουφακτούρες της Ολλανδίας που έχει πάψει να είναι κυρίαρχο εμπορικό και βιομηχανικό έθνος.  Γι’ αυτό από το 1701 ως το 1776 μια από τις κύριες επιχειρήσεις τής Ολλανδίας είναι να δανείζει τεράστια κεφάλαια ειδικά στον ισχυρό ανταγωνιστή της, την Αγγλία. Κάτι παρόμοιο γίνεται σήμερα και ανάμεσα στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολλά κεφάλαια, που εμφανίζονται σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς πιστοποιητικό γέννησης, είναι αίμα παιδιών που μόλις χτες έχει κεφαλαιοποιηθεί στην Αγγλία.

Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεωλυτικές κλπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν’ αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων αναγκάζει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση καινούργιων έκτακτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Έτσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, που άξονας του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμα τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή. Γι’ αυτό στην Ολλανδία, όπου πρωτοεγκαινιάστηκε το σύστημα αυτό, ο μεγάλος πατριώτης Ντε Βιττό εξύμνησε στα «Αξιώματά» του και το χαρακτήρισε σαν το καλύτερο σύστημα για να γίνει ο εργάτης υπάκουος, λιτοδίαιτος, φιλόπονος και… για να παραφορτωθεί με δουλειά. Ωστόσο, η καταστρεπτική επίδραση που ασκεί στην κατάσταση των μισθωτών εργατών μας ενδιαφέρει εδώ λιγότερο από τη βίαιη απαλλοτρίωση του αγρότη, του χειροτέχνη, με δυο λόγια όλων των συστατικών μερών της μικρής αστικής τάξης, που προκαλεί. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν δυο γνώμες, ούτε ακόμα και στους αστούς οικονομολόγους. Η απαλλοτριωτική αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος εντείνεται επιπλέον με το προστατευτικό σύστημα, που αποτελεί ένα από τα συστατικά του μέρη.

Ο μεγάλος ρόλος που το δημόσιο χρέος και το αντίστοιχό του φορολογικό σύστημα παίζουν στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου και στην απαλλοτρίωση των μαζών ώθησε πλήθος συγγραφείς, όπως τον Κόμπετ, τον Ντάμπλνταιη και άλλους, να κάνουν το λάθος ν’ αναζητούν σ΄ αυτό τη βασική αιτία της αθλιότητας των σύγχρονων λαών.

Το προστατευτικό σύστημα ήταν ένα τεχνητό μέσο για να κατασκευάζονται εργοστασιάρχες, ν’ απαλλοτριώνονται ανεξάρτητοι εργάτες, να κεφαλαιοποιούνται τα εθνικά μέσα παραγωγής και συντήρησης και για να συντομευθεί με τη βία το πέρασμα από τον αρχαϊκό στο σύγχρονο τρόπο παραγωγής. Τα ευρωπαϊκά κράτη αμιλλώνταν για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτής της εφεύρεσης και, όταν πια μπήκε στην υπηρεσία των κυνηγών του κέρδους, λεηλατούσαν για το σκοπό αυτό όχι μόνο το δικό τους λαό, έμμεσα με τους προστατευτικούς δασμούς, άμεσα με τα πριμ για τις εξαγωγές κλπ. Στις εξαρτημένες γειτονικές χώρες ξεπάτωσαν με τη βία κάθε βιομηχανία, όπως λχ. η Αγγλία ξεπάτωσε την ιρλανδική εριουργία. Στην ηπειρωτική Ευρώπη απλοποιήθηκε ακόμα πιο πολύ το προτσές αυτό, σύμφωνα με τη μέθοδο του Κολμπέρ. Το πρωταρχικό κεφάλαιο του βιομηχάνου προέρχεται εδώ εν μέρει κατ’ ευθείαν από το δημόσιο ταμείο. «Γιατί αναφωνεί ο Μιραμπώ να αναζητούν τόσο μακριά, πριν από τον Επταετή πόλεμο, την αιτία της λαμπρότητας της μανουφακτούρας στη Σαξωνία; Αρκεί να δούμε τα 180 εκατομμύρια κρατικά δάνεια!» 3.

Αποικιακό σύστημα, δημόσια χρέη, φορολογικό βάρος, προστατευτισμός, εμπορικοί πόλεμοι κλπ., αυτοί οι βλαστοί της καθαυτό μανουφακτουρικής περιόδου αυξάνουν γιγάντια την περίοδο της παιδικής ηλικίας της μεγάλης βιομηχανίας. H γέννησή της γιορτάστηκε με το μεγάλο ηρώδειο παιδομάζωμα. Όπως το βασιλικό πολεμικό ναυτικό, έτσι και τα εργοστάσια στρατολογούν το προσωπικό τους με το στανιό. Όσο αναίσθητος κι αν μένει ο σερ Φ. Μ. Ηντεν μπρος στις φρίκες της απαλλοτρίωσης του αγροτικού πληθυσμού από τη γη του, που άρχισε στο τελευταίο τρίτο του 15ου αιώνα και συνεχίστηκε ως την εποχή του, ως το τέλος δηλ. του 18ου αιώνα, μ’ όση αυταρέσκεια κι αν χαιρετίζει αυτό το προτσές, το «αναγκαίο» για τη δημιουργία «μιας σωστής αναλογίας ανάμεσα στην καλλιεργούμενη γη και στις βοσκές», ωστόσο δε δείχνει την ίδια οικονομική κατανόηση της ανάγκης του παιδομαζώματος και της παιδικής σκλαβιάς για τη μετατροπή της μανουφακτουρικής παραγωγής σε εργοστασιακή και για τη δημιουργία της σωστής αναλογίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική δύναμη. Λέει: «Ίσως ν’ αξίζει τον κόπο να επισύρουμε την προσοχή του κοινού στο ζήτημα: αν μια οποιαδήποτε βιομηχανία, που για να λειτουργήσει μ’ επιτυχία είναι υποχρεωμένη ν’ αρπάζει τα φτωχά παιδιά από τις κατοικίες κι από τα σπίτια δουλειάς, για να τα χρησιμοποιεί ομαδικά κατά βάρδιες και να τα ξεθεώνει στη δουλειά το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, στερώντας τους την ανάπαυση αν μια βιομηχανία, που επιπλέον ανακατώνει μπουλούκια και των δυο φύλων και διάφορων ηλικιών και κλίσεων, έτσι που η μετάδοση του παραδείγματος να οδηγεί αναγκαστικά στη διαφθορά και την ακολασία, αν μια τέτοια βιομηχανία μπορεί ν’ αυξήσει την εθνική και ατομική ευτυχία» 4. «Στο Ντέρμπυσηρ, στο Νότινγκχαμσηρ και ιδιαίτερα στο Λάνκασηρ –λέει ο Φήλντεν– οι νεοεφεύρετες μηχανές χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονται στις όχθες ποταμών ικανών να κινούν τη φτερωτή. Ξαφνικά χρειάστηκαν στους τόπους αυτούς, μακριά από τις πόλεις, χιλιάδες εργατικά χέρια˙ και ιδίως χρειαζόταν πληθυσμό το Λάνκασηρ, που ως τότε ήταν συγκριτικά αραιοκατοικημένο και άγονο. Ιδίως επιτάσσονταν τα μικρά κι ευλύγιστα δάχτυλα. Αμέσως επικράτησε η συνήθεια να προμηθεύονται μαθητευόμενους (!) από τα σπίτια δουλειάς των διάφορων ενοριών του Λονδίνου, του Μπίρμινγκχαμ κλπ. Πολλές, πολλές χιλιάδες απ’ αυτά τα μικρά ανήμπορα πλάσματα από 7 ως 13 και 14 χρονών στάλθηκαν έτσι στο Βορρά. Είχε επικρατήσει η συνήθεια, ο μάστορας (δηλ. ο άρπαγας των παιδιών) να ντύνει, να τρέφει και να στεγάζει τους μαθητευόμενους του σ’ ένα «σπίτι μαθητευομένων» κοντά στο εργοστάσιο. Ορίστηκαν επιστάτες για να επιβλέπουν την εργασία των παιδιών. Συμφέρον αυτών των δουλεμπόρων ήταν να ξεθεώνουν στο έπακρο τα παιδιά, γιατί η πληρωμή τους ήταν ανάλογη με την  ποσότητα προϊόντος που μπορούσαν να στύβουν από το παιδί. Σκληρότητα ήταν η φυσική συνέπεια… Σε πολλές εργοστασιακές περιοχές, ιδιαίτερα του Λάνκασηρ, υποβλήθηκαν στα πιο φριχτά βασανιστήρια τ’ αθώα αυτά πλάσματα, που δεν ένιωσαν τη χαρά και που είχαν παραδοθεί στους εργοστασιάρχες. Τα ξεθέωναν μέχρι θανάτου από την πολλή δουλειά… τα μαστίγωναν, τ’ αλυσόδεναν, τα βασάνιζαν με την πιο εξεζητημένη και ραφιναρισμένη σκληρότητα. Σε πολλές περιπτώσεις τα καταντούσαν πετσί και κόκκαλο από την πείνα, ενώ τα κρατούσαν με το καμουτσί στη δουλειά… Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τα έσπρωξαν στην αυτοκτονία! Οι όμορφες και ρομαντικές κοιλάδες του Ντέρμπυσηρ, του Νόττινγκχαμσηρ και του Λάνκασηρ, μακριά από τα μάτια της κοινωνίας, μετατράπηκαν σε φριχτούς ερημότοπους βασανιστηρίων και συχνά φόνων!… Τα κέρδη των εργοστασιαρχών ήταν τεράστια, πράγμα που ακόνιζε μόνο τη δρακόντεια βουλιμία τους. Άρχιζαν να εφαρμόζουν τη μέθοδο της «νυχτερινής εργασίας», δηλ., αφού παράλυαν μια ομάδα χέρια με τη δουλειά της ημέρας, κρατούσαν έτοιμη μιαν άλλη ομάδα για τη δουλειά της νύχτας. Η ομάδα της ημέρας τράβαγε για τα κρεβάτια που μόλις τα είχε εγκαταλείψει η ομάδα της νύχτας και vice versa [αντίστροφα]. Είναι λαϊκή παράδοση στο Λάνκασηρ, να μην κρυώνουν ποτέ τα κρεβάτια 5.»

_________________________

1 Ο Ουίλλιαμ Κόμπετ παρατηρεί πως στην Αγγλία όλα τα δημόσια ιδρύματα τα λένε «βασιλικά», ωστόσο σαν αντιστάθμισμα υπάρχει το «εθνικό» χρέος (national debt).

2 «Αν οι Τάταροι κατάκλυζαν σήμερα την Ευρώπη, θα ήταν δύσκολο να τους δώσουμε να καταλάβουν τι εννοούμε εμείς όταv λέμε χρηματιστής» (Montesquieu: «Esprit des lois», εκδ. Londres 1769, τόμ. IV, σελ. 33).

3 «Pourquoi aller chercher si loin la cause de l’ eclat manufacturier de la Saxe avant la guerre? Cent quatre vingt millions de dettes faites par les souverains» (Mirabeau: «De a Monarch ie Prusienne» Londres 1788, toli· VL σελ. 101).

4 Eden : The State of the Poor», βιβλ. II, κεφ. 1, σελ. 421.

5 John Fielden: «The»Curse of the Factory System», London 1836, σελ. 5, 6. Για τις αρχικές ατιμίες του εργοστασιακού συστήματος πρβλ. Dr. Aikin: Description of the Country from thirty to forty miles round Manchester», «London 1795, σελ. 219, και Gisborne: «Inquiry into the Duties of Men*. 1795, τόμ. II. Επειδή η ατμομηχανή μεταφύτευσε τα εργοστάσια μακριά από τις υδατοπτώσεις, στο κέντρο των πόλεων, ο «ερασιτέχνης της απάρνησης» κεφαλαιοκράτης βρήκε πρόχειρο το παιδικό υλικό χωρίς τη βίαιη προσκόμιση σκλάβων από τα σπίτια δουλείας. Όταν ο σερ Ρ. Πήλ (ο πατέρας του «υπουργού του ευπαράδεχτου») υπόβαλε το 1815 το νομοσχέδιο του για την προστασία των παιδιών, ο Φ. Χόρνερ (lumen [φωστήρας] της Bullion Committee και στενός φίλος του Ρικάρντο) δήλωσε στην Κάτω Βουλή : «Είναι πασίγνωστο πως μαζί με τις αξίες κάποιου χρεωκοπημένου εργοστασιάρχη που βγήκαν στο σφυρί βγάλαν και πούλησαν στη δημοπρασία σαν μέρος της περιουσίας του και ένα τσούρμο -αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση- από παιδιά εργοστασίου. Πριν δυο χρόνια (το 1813) έφτασε ως το King’s Bench [ Βασιλικό εδώλιο—ανώτατο δικαστήριο] μια απαίσια περίπτωση. Επρόκειτο για κάμποσα αγόρια . Μια ενορία του Λονδίνου τα παρέδωσε σ’ έναν εργοστασιάρχη, που με τη σειρά του τα μεταβίβασε σ’ έναν άλλο. Τέλος, μερικοί φιλάνθρωποι τ’ ανακάλυψαν σε κατάσταση απόλυτης εξάντλησης από την πείνα (absolute famine). Μια άλλη ακόμα πιο αποτρόπαια περίπτωση την πληροφορήθηκα σαν μέλος της κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής. Πριν από λίγα χρόνια μια ενορία του Λονδίνου κι ένας εργοστασιάρχης του Λάνκασηρ έκλεισαν ένα συμβόλαιο που καθόριζε πως ο εργοστασιάρχης ήταν υποχρεωμένος μαζί με κάθε 20 υγιή παιδιά να παίρνει κι ένα ηλίθιο».[:]

[:en]Μάριμπορ – Πολιτιστική Πρωτεύουσα και Εξέγερση 2012[:]

[:en]Tο παρακάτω κείμενο αφορά μία μετάφραση για την αντίσταση των κατοίκων του Μάριμπορ ενάντια στην υποβάθμισή τους ως ευρωπαϊκή περιφέρεια εντός κρίσης, και όχι μόνο, και πως αυτή εκφράστηκε και στο επίπεδο της άρνησης της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης.

ΝΑΙ την πήραν και αυτοί και μετά ψάχνανε το δήμαρχο …

Φυσικά η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά αντιστοιχίες υπάρχουν πάντα…

Στα πλαίσια της κρίσης, και της περιθωριοποίησης της περιφέρειας της Ευρώπης, τα σχέδια και προγράμματα αστικής ανάπλασης, ακόμα και με το συναινετικό περιτύλιγμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής  Πρωτεύουσας, μπορούν απλώς να προσθέσουν στην οργή των κατοίκων που συνεχίζουν να βιώνουν ανεργία και εγκατάλειψη, ακόμα και στην ήσυχη, πολιτισμένη και σε καλύτερη μοίρα από τη δική μας, Σλοβενία.

Για περισσότερες πληροφορίες

http://councilforeuropeanstudies.org/critcom/the-slovenian-popular-uprising-within-the-european-crisis/

http://en.wikipedia.org/wiki/2012%E2%80%9313_Maribor_protests

απλώς ενδεικτικά… γιατί  για την πολιτιστική πρωτεύουσα  και τη σύρο θα επανέλθουμε…

ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΞΕΓΕΡΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΟ ΜΑΡΙΜΠΟΡ

Gal Kirn ανάρτηση Οκτώβριος 2013 /  Occupied London issue 5

 μαριμπορ

Εισαγωγή: Μάριμπορ από το 1988 στο 2012

Το Μάριμπορ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σλοβενίας, με περίπου εκατό χιλιάδες κατοίκους, και βρίσκεται στο Βόρειο-ανατολικό μέρος της  χώρας , στην περιοχή της Στυρίας που συνορεύει με την Αυστρία. Στη δεκαετία του 1930 το Μάριμπορ έγινε γνωστό ως το «Μάντσεστερ της (πρώτης) Γιουγκοσλαβίας» χάρις στην έκρηξη της βιομηχανίας της υφαντουργίας · και είδε επίσης μία εντυπωσιακή εκβιομηχάνιση την σοσιαλιστική περίοδο.  Πάντως η πόλη παρέμεινε αρκετά άγνωστη (εκτός των κοντινών της γειτόνων), μέχρι που βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης  το 2012: εκείνη τη στιγμή, το Μάριμπορ έγινε η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (ΠΠΕ), και ακόμα πιο σημαντικό, όταν στα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ξέσπασαν μαζικές εξεγέρσεις στην πόλη εναντίον του πολιτικού κατεστημένου και πυροδότησαν μία σειρά από διαμαρτυρίες σε όλη τη Σλοβενία. Οι διαμαρτυρίες αυτές κατέληξαν σε ένα μαζικό κίνημα που πρέπει να το δούμε εντός του πλαισίου των συνεχιζόμενων αγώνων της Ευρωπαϊκής περιφέρειας ενάντια στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης από την Ε.Ε.

Αλλά αν η τρέχουσα κρίση αποκτά ένα ακόμα  πιο άγριο πρόσωπο στην περιφέρεια, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός   πως η συνεχιζόμενη κρίση και η βαναυσότητα της αγοράς ακολουθούν το Μάριμπορ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ας μην ξεχνάμε ότι οι εργάτες του Μάριμπορ έστησαν το σκηνικό των μεγαλύτερων εργατικών διαμαρτυριών στην ιστορία της σοσιαλιστικής Σλοβενίας:  τον Ιούνιο του 1988, περισσότεροι από δέκα χιλιάδες εργάτες από όλες τις βιομηχανίες κατέλαβαν τους δρόμους για μία εβδομάδα. Στο παρών κείμενο προτείνω να διαβάσουμε μαζί και για τις δύο εξεγέρσεις στην πόλη – παρόλες τις διαφορές τους σε όρους  ταξικής σύνθεσης και πολιτικών αιτημάτων – ως ορόσημα του τέλους συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων: Η εξέγερση του 1988 ανήγγειλε την ήττα της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης, ενώ το 2012 θρυμμάτισε το καπιταλιστικό όνειρο της μετά-βιομηχάνισης. Η ιδιωτική -δημόσια στρατηγική της αποβιομηχάνισης ως σύλληψη ήταν πιο εμφατική από την αποστολή της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας για την αστική ανάπλαση του βιομηχανικού παρηκμασμένου αστικού περιβάλλοντος. Υπήρχε η ελπίδα ότι οι βιομηχανίες της πολιτιστικής δημιουργίας  θα νικούσαν την ανεργία (19%) και το αυξανόμενο χρέος της πόλης 2. Αλλά η πιο  πρόσφατη εξέγερση στο Μάριμπορ δεν συνέβη  ως απλή συνέπεια της αποτυχίας της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Η εξέγερση ήταν, μάλλον, η πολιτική απάντηση σε μία βαθύτερη δομική κρίση. Η θέση μου θα μπορούσε να διαβαστεί παράλληλα με τη θεωρητική παρατήρηση του Andy Merrifield που εύστοχα επιδεικνύει μία διαλεκτική σχέση μεταξύ των δυνάμεων «του στρατηγικού εξωραϊσμού» (εδώ η Πολιτιστική Πρωτεύουσα) και «της ανταρσίας» (εδώ η εξέγερση)

Αυτή η διαλεκτική είναι έμφυτη στην τρέχουσα  παγκόσμια-αστική συνθήκη, και οι ανταγωνιστές τρέφονται ο  ένας από τον άλλο με δραματικό τρόπο.  Είναι και οι δύο έμφυτοι  στην αναταραχή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς, ακριβώς όπως ο Μαρξ είπε πως ο σχετικά πλεονάζων πληθυσμός ενυπάρχει στη συσσώρευση του καπιταλισμού ·και σε αυτό, δανειζόμενος τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Μπένγιαμιν «μπορούμε να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τα μνημεία της μπουρζουαζίας ως ερείπια ακόμα και πριν να έχουν καταρρεύσει».

Αυτή η διαλεκτική του «πλεονάζοντος πληθυσμού» και του επιθυμούμενου «στρατηγικού εξωραϊσμού»  αναμφισβήτητα λειτουργεί δυνατά στον ιστορικό – αστικό ιστό του Μάριμπορ, αλλά χρειάζεται κάποιος να είναι σε εγρήγορση για τις ιδιαιτερότητές του. Το Μάριμπορ έχει υποστεί μια μακρά διαδικασία αστικής  (υπ)ανάπτυξης, η οποία  φέρει μαζί την πολύπλοκη αλληλεπίδραση των τροχιών της  παρελθούσας σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης και της υφιστάμενης καπιταλιστικής αποβιομηχάνισης. Η συνεισφορά αυτού του κειμένου είναι ότι θα περιγράψει  τρεις σημαντικές στρατηγικές που μπορεί να ρίξουν φως στις πρόσφατες εξεγέρσεις:  1. Ο θάνατος του βιομηχανικού πολιτισμού και των υποδομών του Μάριμπορ  2. Η συντριβή του μετα-βιομηχανικού ονείρου  μέσω της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και 3. Η συνεχής εξέγερση της πόλης, με την οποία χτίζεται  μια εναλλακτική υποδομή άμεσης δημοκρατίας και διαχείρισης .

1.Ιούνιος 1988: Η διάλυση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας στο βιομηχανικό Μάριμπορ

Ο Andreja Slavec έκανε μία σε βάθος μελέτη της εκβιομηχάνισης του Μάριμπορ, η οποία ξεδιπλώνεται σε διαφορετικά στάδια: μετά την πρωταρχική φάση επέκτασης χάρη στις σιδηροδρομικές υποδομές στη δεκαετία του 1850 ( ο σιδηρόδρομος Βιέννη – Τεργέστη ήταν ύψιστης σημασίας για τη μοναρχία των Αψβούργων,) η δεύτερη πιο σημαντική περίοδος ήταν η δεκαετία του 1930, με την έκρηξη της βιομηχανικής υφαντουργίας και των νεοαναγειρόμενων εργοστασίων4.  Το Μάριμπορ, όμως, αυξήθηκε δραματικά ως πόλη από τη δεκαετία του 1950 όταν εισήλθε στη χρυσή εποχή της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης. Τρεις βιομηχανικοί κλάδοι ήταν ζωτικής σημασίας για αυτή τη βιομηχανική επιτυχία : του μετάλλου (ανάπτυξη γερανών, Metalna · χυτήρια του Μάριμπορ, παραγωγή αυτοκινήτων και φορτηγών, ΤΑΜ), η κλωστοϋφαντουργία (ΜΤΤ) και η ηλεκτρο-μεταλλική βιομηχανία (Elektrokovina).

H βιομηχανική ανάπτυξη έφερε εργάτες από άλλες αδελφές  δημοκρατίες στο Μάριμπορ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 μία σημαντική εξέλιξη συνέβη στη βιομηχανία καλλυντικών (Zlatorog) και κατασκευών (συναρμολόγηση σπιτιών,  Merles). O Slavec σωστά υποστηρίζει ότι το  Μάριμπορ  ήταν στην πλευρά των κερδισμένων από τη μεταρρύθμιση της αγοράς που έγινε στα 19655.  Η μεταρρύθμιση της αγοράς σχεδιάστηκε για να μεταφέρει πολιτική δύναμη στο μικρο- επίπεδο, δηλαδή,  στους εργάτες και στις κοινωνικές(σοσιαλιστικές) επιχειρήσεις. Παρά την αντίθετη τάση που δυνάμωσε το ρόλο της διεύθυνσης πάνω στους εργάτες στις επιχειρήσεις, η μεταρρύθμιση τουλάχιστον στο Μάριμπορ μερικώς πέτυχε την παραπέρα ανάπτυξη ανεξάρτητων κεφαλαίων. Ήταν κάτω από αυτή τη συνθήκη που δημιουργήθηκε το αίτημα για πανεπιστήμιο στο  Μάριμπορ, το οποίο ιδρύθηκε το 1975. Μιλώντας ευρύτερα, η δημιουργία του πανεπιστημίου απάντησε στην ανάγκη (σε μία φορντιστική μόδα6) για την εκπαίδευση των νέων στελεχών στις αναπτυγμένες βιομηχανίες, η οποία επίσης κατέστη δυνατή από την επένδυση στην γνώση για να χρησιμοποιηθεί στη βιομηχανία. Το αστικό τοπίο του Μάριμπορ, με τις κοινωνικές/εργατικές κατοικίες, τα εργοστάσια και άλλες «βιομηχανικές» υποδομές,  γεννήθηκε εκείνες τις εποχές – και ζει σήμερα στις μνήμες των παλαιότερων γενεών και στα νέα βιομηχανικά ερείπια, όπως στα κενά εργοστάσια.

Αλλά το παραμύθι της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης τελείωσε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν η Γιουγκοσλαβία υποβλήθηκε σε μία μεγάλη οικονομική κρίση. Ο καλπάζων πληθωρισμός, η αύξηση της ανεργίας και η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης (περισσότερη δουλειά για λιγότερα λεφτά) επέφεραν μία γενική αίσθηση κοινωνικής ανασφάλειας. Οι εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ δημοκρατικών ελίτ ενισχύθηκαν περαιτέρω από τις σκληρές πολιτικές λιτότητας από το ΔΝΤ,  πολιτικές που η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να εφαρμόσει αν ήθελε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της 7. Το μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός έλαβε μέρος στο Μάριμπορ το 1988 και ανακοίνωσε την αρχή  του τέλους της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Τον Ιούνιο αυτού του χρόνου, μετά από μήνες απολαβών  χαμηλών μισθών, οι εργάτες στην ΤΑΜ, τη μεγαλύτερη επιχείρηση, αποφάσισαν να βγουν στους δρόμους. Σε αυτή τους την πορεία εντάχθηκαν και εργαζόμενοι από όλα τα υπόλοιπα μεγάλα εργοστάσια. Ενάντια στην αίσθηση κοινωνικής ανασφάλειας και την επιβαλλόμενη λιτότητα, οι εργάτες ήταν αντιθέτως ικανοί να χτίσουν δεσμούς και το αίσθημα της αλληλεγγύης. Περισσότεροι από δέκα χιλιάδες εργάτες κατέλαβαν τους δρόμους, τις πλατείες, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, και τους στρατηγικούς δρόμους στο Μάριμπορ. Η απεργία συνεχίστηκε για μία εβδομάδα και άσκησε πίεση στις διευθύνσεις των εργοστασίων, οι οποίες αναγκάστηκαν να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις. Αλλά η αντίθεση των εργατών – αν και δυνατή και σημαντική για το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος – ήρθε αργά. Ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτή την περίοδο ολόκληρο το σοσιαλιστικό μπλοκ κατέρρεε. Ήδη τον επόμενο χρόνο σημειώθηκε η πρώτη χρεοκοπία κοινωνικής (σοσιαλιστικής) επιχείρησης. Τα εργοστάσιο υποδημάτων Lilit ιδιωτικοποιείται το 1990, και λόγω των συνεχιζόμενων καθυστερήσεων στους μισθούς, οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν το εργοστάσιο μέρα και νύχτα8. To Lilit τελικά έκλεισε · αυτό ήταν η αρχή του τέλους της βιομηχανικής  εποχής του Μάριμπορ.

Ενάντια στον καθιερωμένο λόγο,  ο οποίος μεταχειρίζεται τη Σλοβενία ως “success story” της μετάβασης δίχως νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, χρειάζεται κάποιος να αναθεωρήσει αυτό το παραμύθι για να καταλήξει στο ότι οι διαδικασίες μετάβασης στην περιφέρεια της Σλοβενίας έδειξαν ένα κτηνώδη πρόσωπο από την αρχή. Η μετάβαση άρχισε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας  του 1980 και μετά,  και θα μπορούσαμε ειρωνικά να το αποκαλέσουμε το πρώτο πεντάχρονο πλάνο της απορύθμισης και της αποβιομηχάνισης, που έλαβε χώρα από το 1989 ως το 1994 και είχε καταστροφικές κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες για την καθημερινή ζωή της πλειοψηφίας του κόσμου στο Μάριμπορ. Οι περισσότερες από τις προαναφερόμενες βιομηχανίες χρεοκόπησαν και έκλεισαν (π.χ. Lilit, MTT, TA) εξαιτίας της απώλειας της Γιουγκοσλαβικής αγοράς και επίσης λόγω της απώλειας της μερικής ενσωμάτωσής τους στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα του Λαϊκού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας.  Oι λιγοστές επιχειρήσεις που επιβίωσαν εξορθολογίστηκαν  και περιόρισαν μαζικά τις οικονομικές τους δραστηριότητες (π.χ. Metalna), ενώ άλλες ξεπουλήθηκαν φθηνά στο ξένο κεφάλαιο (π.χ. η Zlatorog πουλήθηκε στη Henkel). To ποσοστό ανεργίας στο Μάριμπορ έφθασε γύρω στο 25%, και το χειρότερο ήταν ότι γύρω στο 70% αυτού του ποσοστού παρέμεναν επί μακρόν  άνεργοι · ότι, δηλαδή, ο Μαρξ θα αποκαλούσε «πλεονάζων πληθυσμός». Ακόμα και στα πρώτα χρόνια μετά το 2000, όταν το ποσοστό ανεργίας άρχισε να πέφτει και η οικονομική κατάσταση να «ομαλοποιείται», οι τριάντα μεγαλύτερες επιχειρήσεις απασχολούσαν λιγότερους εργάτες από ότι μόνο το εργοστάσιο της TAM στη δεκαετία του 1980 (περίπου 9000 εργάτες).

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο πως η βιομηχανική υποδομή χειροτέρευσε και μαζί με αυτή, το σύνολο του αστικού τοπίου μεταμορφώθηκε ριζικά. Το Μάριμπορ μετατράπηκε σε μνημείο του παρελθόντος, και για την πρώην Γιουγκοσλαβία, καθώς έφερε μαζί αρκετούς ανθρώπους από όλη την πρώην χώρα, αλλά και για τη βιομηχανική εποχή που κάποτε παρείχε κοινωνικό-οικονομική ευημερία στην πόλη. Πρόσφατα, φάνηκε ότι, δίπλα στο φάντασμα του βιομηχανικού παρελθόντος, η πόλη επίσης στοιχειώθηκε από το όνειρο του μετα-βιομηχανικού μέλλοντός της.

2. Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης: Το όνειρο της αποβιομηχάνισης από τον πολιτιστικό εξωραϊσμό.

Κάθε μεγάλο σχέδιο περιέχει μία υπόσχεση, ή είναι συνυφασμένο με ένα όνειρο για το μέλλον. Για να καταλάβει κάποιος το όνειρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό το φως της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης  δεν χρειάζεται να μπει σε μία μακρά ερμηνευτική έρευνα, αλλά απλά να δει στην επιφάνεια, στο πιο διαφανές επίπεδο: το όνειρο-αποστολή της  Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (ΠΠΕ) είναι  να εμπορευματοποιήσει τον πολιτισμό και να προμηθεύσει την Ευρώπη με νέες αποβιομηχανοποιημένες βιομηχανίες πολιτιστικής δημιουργίας. Όπως γράφεται και στο site της, η ΠΠΕ καλλιεργεί τον τουρισμό στην περιοχή, προωθεί την πολιτιστική ανταλλαγή στην Ευρώπη και πάνω από όλα, λειτουργεί ως μία ανα-διοργάνωση των δημιουργικών δυνατοτήτων9. Σύμφωνα με τη μελέτη του Palmer η ΠΠΕ από το 2004 έχει γίνει σημαντικός «καταλύτης» της αστικής αναβίωσης και οι περισσότεροι συνεντευξιαζόμενοι αντιπρόσωποι των  τοπικών οργανισμών  επιβεβαίωσαν με ενθουσιασμό αυτή τη θέση σε συνεντεύξεις τους10.  Αρχικά φάνηκε ότι επιτέλους το Μάριμπορ θα είχε την ιστορική του ευκαιρία: ανακηρύχθηκε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (2012) μαζί με την πορτογαλική πόλη της Γκιμαράες, επίσης ανακηρύχθηκε Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα της Νεολαίας (2013) και της δόθηκε και η διοργάνωση της Χειμερινής Ολυμπιακής  Πανεπιστημιάδας (2013). Το τελευταίο σχέδιο – της Ολυμπιακής Πανεπιστημιάδας – απέτυχε λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης καθώς  η ΠΠΕ άρχιζε να λειτουργεί ως το συλλογικό όραμα για το νέο Μάριμπορ. Θεωρήθηκε ως μία δυνατότητα να ξεπεράσει την «περιφερειακή» και περιθωριακή θέση που απέκτησε σε σχέση με το κέντρο (Λιουμπλιάνα). Οι τοπικές πατριωτικές εντάσεις θα ξεπερνιούνται  από το ομαδικό πνεύμα, κάτι που θα ήταν επωφελές για την περιφερειακή ανάπτυξη και την αναβίωση του Μάριμπορ η οποία θα προσέλκυε τη νεολαία.

Όμως, η ουτοπική υπόσχεση του αποβιομηχανοποιημένου μέλλοντος εξόκειλε στα βράχια.  Η οργανωτική επιτροπή της ΠΠΕ δεν αντιμετώπισε μόνο τις φολκλορικές εντάσεις μεταξύ Λιουμπλιάνας και Μάριμπορ, αλλά και τις προβληματικές τοπικές αρχές, όπως ο πλέον πρώην Δήμαρχος του Μάριμπορ, Franc Kangler,  στον οποίο αποδόθηκαν, ήδη από τα μέσα του 2011, 15  διαφορετικές εγκληματικές  κατηγορίες. Δεν επιθυμώ να μπω σε συζήτηση για τη συνενοχή της ΠΠΕ και της τοπικής δημαρχίας, αλλά μάλλον να εστιάσω στα αποτελέσματα της πολιτικής της ΠΠΕ, τι πράγματι έφερε  στην ίδια την πόλη. Και δεν ήταν  όλα αρνητικά.

Ας αρχίσουμε με τις θετικές επιπτώσεις: υπήρξαν  ευρέου φάσματος εκδηλώσεις που εμπνέανε και οι οποίες συνδέανε τοπικές πολιτιστικές ομάδες και σχέδια με συναρπαστικούς επισκέπτες από το εξωτερικό. Θα ήθελα να τονίσω ειδικά ένα μακροχρόνιο σχέδιο που πήγασε και πήγε παραπέρα από την αποστολή της ΠΠΕ. Το Urbane Brazde (Αστικά Αυλάκια11) είναι μία κολεκτίβα που υλοποιεί αρκετά σχέδια εντός του πλαισίου του Κέντρου για εναλλακτική και αυτόνομη παραγωγή (ΚΕΑΠ): το σχέδιο επανασύνδεσης αστικών και αγροτικών κοινοτήτων μέσα και γύρω από το Μάριμπορ, σε συνδυασμό με βιώσιμη οικολογική παραγωγή και διανομή (οικολογική φάρμα), ένα σχέδιο βιβλιοθήκης/ τράπεζας για την αποθήκευση παλαιών σπόρων, προγράμματα  προώθησης αστικών κήπων και  του  πολιτισμού του ποδηλάτου, ψηφιακά νομαδικά εργαστήρια για την παραγωγή υλικού video και διαλέξεων και άλλες δραστηριότητες. Τα Αστικά Αυλάκια πάλεψαν με την ξεπερασμένη διάκριση μεταξύ αγροτικών και αστικών κοινοτήτων και προσπάθησαν να οικοδομήσουν μία διαφορετική κοινότητα όπου θα έρχονταν μαζί διαφορετικές γενιές, επαγγέλματα και πολιτικές πεποιθήσεις σε ένα εκ πρώτης όψης παράξενο μείγμα12. Αυτό είναι ένα  σχέδιο το οποίο είναι αυτό-βιώσιμο και θα συνεχίσει την εργασία του σε μακροχρόνια βάση.

Σε αντίθεση με αυτές τις θετικές εξελίξεις,  εξετάζοντας κριτικά την αποστολή της ΠΠΕ, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι οι σημαντικοί της στόχοι, δηλαδή ο δομικός εξωραϊσμός και η ανάπτυξη πολιτιστικών δομών, δεν επιτεύχθηκαν. Αυτό που έγινε αφορά την ενσωμάτωση τεχνών και πολιτισμού στον ιστό της αστικής ζωής, μέσα από την υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό, ενώ, ο Haussman βρίσκεται σήμερα βυθισμένος σε μία ωραία δημιουργική συζήτηση για τη Florida και δεν χρειάζεται να καταστρέψει τίποτα, αφού τα βιομηχανικά ερείπια είναι πανταχού παρόντα. Το δημιουργικό πλάνο δεν δούλεψε και πολύ μικρή πολιτιστική υποδομή θα μείνει στο Μάριμπορ μετά το τέλος της τοπικής ΠΠΕ. Ότι σχεδιάστηκε για να πυροδοτήσει τις τοπικές και περιφερειακές βιομηχανίες πολιτιστικής δημιουργίας είναι, και αυτή τη στιγμή (ακόμα) ισχύει σε ένα μεγάλο βαθμό, η αυτό-εκμετάλλευση και ο εθελοντικός ακτιβισμός. Τα συναρπαστικά σχέδια πολλών δημιουργικών νέων έμειναν σε συρτάρια γι άλλη μια φορά, δηλαδή υπό την πειθαρχία της αγοράς Η ΠΠΕ δεν εμπόδισε την αύξηση της ανεργίας, η οποία έχει φθάσει στο 19% σχεδόν.  Επιπλέον, ορισμένα κονδύλια της ΠΠΕ «χαθήκανε» ή σπαταλήθηκαν σε άγνωστες δημοτικές δραστηριότητες.

Αφού η συνολική αξιολόγηση είναι μάλλον αρνητική, δεν προκαλεί έκπληξη ότι η τοπική οργάνωση της ΠΠΕ ήταν η πιο κραγμένη από όλες όταν στα τέλη του 2012 μαζικές εξεγέρσεις έλαβαν χώρα. Σύμφωνα με μια εξαιρετικά δημοφιλή θέση, η αστική εξέγερση στο Μάριμπορ συνέβη λόγω της αυξανόμενης «αυτοπεποίθησης» και του «πνεύματος» της ΠΠΕ. Από αυτή την άποψη, μοιράζομαι μία κριτική που ξεκίνησε από το φιλόσοφο Boris Vezjak13, ο οποίος σωστά κατέδειξε αυτό τον αυτό-επιβαλλόμενο ναρκισσισμό από τους διοργανωτές της ΠΠΕ που ενδιαφέρονταν μόνο να πιστωθούν οι ίδιοι την αστική αναγέννηση. Η θέση μου υποστηρίζει επιπλέον ότι η αστική εξέγερση συνέβη ως παρενέργεια, ή ακόμα και ως αρνητική αντίδραση στην αποτυχία της ΠΠΕ στο βασικό της σκοπό της αστικής ανάπλασης.

3. Νοέμβριος 2012: η εξέγερση στην πόλη όπλισε πάλι

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έρχεται με αρνητικές καμπανοκρουσίες στη Σλοβενία. Οι τελευταίες κυβερνήσεις, της κεντροαριστεράς ή της δεξιάς, συναγωνίζονταν στην αναβάθμιση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ενώ «συστάσεις» από το εξωτερικό απαιτούσαν ακόμη περισσότερη λιτότητα και ιδιωτικοποίηση του μηχανισμού όλης της κοινωνικής αναπαραγωγής μαζί και των κρατικών επιχειρήσεων και των τραπεζών. Η απάθεια ήταν η πιο συχνή έκφραση της διάθεσης των πολιτών απέναντι στα δομικά προβλήματα που η περιοχή και η πόλη του Μάριμπορ αντιμετώπιζε για πολύ καιρό. Δίπλα στη αυξανόμενη ανεργία των τελευταίων ετών, αυτό που είναι ιδιαίτερα  ανησυχητικό  είναι το αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος, που αναγκάζει αρκετό κόσμο σε εξάρτηση από φιλανθρωπικές οργανώσεις (Ερυθρός Σταυρός, Κάριτας, κλπ.) που διανέμουν φαγητά και ρούχα και είναι ήδη στα όρια της εξάντλησης. Ένα μεγαλύτερος αριθμός κατασχέσεων και χρεωκοπιών  μικρότερων επιχειρήσεων έκανε την κατάσταση εξαιρετικά σκληρή. Σε συνθήκες αποτυχίας πολιτιστικού εξωραϊσμού και οικονομικής καταστροφής, το φθινόπωρο του 2012, η τοπική δημαρχία, υπό την ηγεσία του πρώην δημάρχου Franc Kangler, σχεδίασε να εισάγει ένα μαζικό σύστημα από 1000 ραντάρ για όρια ταχύτητας. Ο Boris Vezjak δήλωσε ότι «σε περισσότερους  από 20000 κόψανε πρόστιμα ταχύτητας μόλις μέσα σε δύο εβδομάδες – σε μία πόλη 100000 κατοίκων. Υπήρχε η  αίσθηση ότι είχαν στοχοποιηθεί οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών των κατοίκων»14. Η αίσθηση της κοινωνικής αδικίας για τις  άμεσες περικοπές  συσσωρεύτηκε, όταν διέρρευσαν  πληροφορίες για την εταιρεία: επρόκειτο για ένα συγκεκριμένο ιδιωτικό-δημόσιο πρόγραμμα που υλοποιήθηκε μέσω προσωπικών σχέσεων του δήμαρχου, ο οποίος  είχε εμπλακεί σε πολλές υποθέσεις διαφθοράς, χωρίς καμία νομική συνέπεια.

Οι άνθρωποι εξοργίστηκαν. Ακόμη και τότε, κανείς δεν περίμενε αυτή η δημόσια οργή να αρθρωθεί ή να υπερβεί  το συνηθισμένο στόμφο στις εφημερίδες και την κριτική από τους διανοούμενους. Αυτή τη φορά, όπως και με κάθε πολιτική χειραφέτησης, η απρόβλεπτη διάσταση εκτυλίχθηκε με τους πιο ριζοσπαστικούς τρόπους. Αυτό που ξεκίνησε ως ασήμαντες επιθέσεις, για ορισμένους βανδαλισμούς, στα συστήματα ραντάρ τη νύχτα έφτασε με δύναμη μπροστά από το γραφείο της δημαρχίας, όπου μια μικρή ομάδα ανθρώπων άρχισε να φωνάζει για  εξέγερση. Η εκδήλωση, οργανώθηκε μέσω του Facebook και στις τελευταίες εβδομάδες του Νοεμβρίου και στις αρχές Δεκεμβρίου, η κεντρική πλατεία 15 φιλοξένησε χιλιάδες ανθρώπους. Το σημαντικότερο γεγονός συνέβη στις 26 Νοεμβρίου, όταν 15.000 άτομα συγκεντρώθηκαν και απαίτησαν την παραίτηση του διεφθαρμένου δημάρχου και της τοπικής δημαρχίας. Η εκδήλωση ξεκίνησε ήρεμα, με πλήθος από οικογένειες και  παιδιά, αλλά διαλύθηκε βίαια από την αστυνομία που χρησιμοποίησε γκλομπ, υπερβολικές ποσότητες δακρυγόνων και άλλες κατασταλτικές μεθόδους. Αυτό πυροδότησε την εξέγερση, με ομάδες νέων να πιέζουν το γραφείο του δήμου, καίγοντας κάδους απορριμμάτων και χρησιμοποιώντας  πυροτεχνήματα. Οι εικόνες κυκλοφόρησαν σε όλη τη Σλοβενία και η δημόσια οργή πολλαπλασιάστηκε εξαιτίας των κυνικών αντιδράσεων από το πολιτικό κατεστημένο. Ότι  ήταν μια μικρή λάμψη στα τέλη του Νοέμβρη, εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και διαμόρφωσε αυτή τη μαζική κοινωνική εξέγερση. Η Σλοβενία αντιμετώπισε την πρώτη μεγάλη εξέγερση από την ανεξαρτησία της, η οποία έγινε χωρίς την οργανωτική βοήθεια κάποιου από τους καθιερωμένους θεσμούς (κόμμα, συνδικάτο, εκκλησία, και ούτω καθεξής). Τον Δεκέμβριο του 2012, και ακόμη και στα μέσα του 2013, η λαϊκή εξέγερση εξαπλώθηκε πάνω σε πολλές μικρές πόλεις της Σλοβενίας16 και έγινε δεκτή με γενικές απεργίες και υποστήριξη από τα συνδικάτα.

Οι μαζικές διαδηλώσεις δημιούργησαν νέες οργανωτικές πλατφόρμες που συγκλόνισαν ριζικά την τοπική άρχουσα πολιτική τάξη, καθώς παράλληλα συμμετείχαν στον αγώνα της Ευρωπαϊκής περιφέρειας ενάντια στις πολιτικές λιτότητας. Κοιτάζοντας πίσω, μπορεί κανείς να καταλάβει τους λόγους για την εξέγερση υπό το πρίσμα της αργής αλλά επιμένουσας υιοθέτησης  νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων από το 2004 και μετά, όταν και οι δύο κυβερνήσεις της κεντρο«αριστεράς» και της  δεξιάς ιδιωτικοποίησαν κρατικές επιχειρήσεις και κοινωνικές υπηρεσίες (ότι είχε απομείνει από το κράτος πρόνοιας). Αλλά τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει σκληρά τον πυρήνα  της κοινωνίας, και όχι μόνο όσους βρίσκονται  στο περιθώριο. Το κεντρικό αίτημα των εξεγέρσεων ήταν αρνητικό: Αρκετά, σίγουρα είναι φτιαγμένα/τα έχουν φτιάξει/κανονίσει (gotovo je, gotovi so ). Οι άνθρωποι απαίτησαν την ανατροπή του συνόλου της πολιτικής τάξης · η συζήτηση μιας εναλλακτικής ατζέντας για τη μετατροπή της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων συνέβη μόλις πρόσφατα. Αυτό που είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι ότι επιτεύχθηκαν οι άμεσοι πολιτικοί στόχοι της εξέγερσης: ο δήμαρχος του Μάριμπορ, Franc Kangler, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη δημόσια πίεση ·ακόμη και σε εθνικό επίπεδο, η κυβέρνηση του Janez Janša παραιτήθηκε αργότερα λόγω των μαζικών διαμαρτυριών καθώς οι εταίροι του συνασπισμού άφησαν το βυθιζόμενο σκάφος.

Παρότι επιτεύθηκαν  τα άμεσα σημαντικά πολιτικά αιτήματα της εξέγερσης, η πλειοψηφία των ομάδων, παλαιών και νέων πολιτικών οργανώσεων της διαφωνίας, δεν έχουν μια σαφή ημερήσια διάταξη, για το τι θα έρθει μετά. Η οικονομική κρίση είναι ακόμα εκεί και οι μεγάλοι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παραμένουν άθικτοι. Η νέα μεταβατική κυβέρνηση, με επικεφαλής την πρώτη γυναίκα , Αλένκα Μπράτουσεκ, έχει υιοθετήσει μια πολιτική λιγότερο επιθετική, ακόμα και με συμφιλιωτικό τόνο που επιχειρεί να ενσωματώσει την κριτική των μαζικών διαδηλώσεων. Παρά τη νίκη και την παραχώρηση από την πλευρά του πολιτικού  κατεστημένου, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατάσταση είναι μόνο προσωρινή και ότι οι νέες πολιτικές πλατφόρμες θα πρέπει να συνεχίσουν να  εργάζονται τόσο στο επίπεδο των δρόμων (κοινωνικά κινήματα) όσο και εντός πιο θεσμικών μορφών, που θα μπορούσαν να  οδηγήσουν  σε ένα πραγματικό αριστερό κόμμα στη Σλοβενία,  και που θα συνέφεραν μαζί: και τα κινήματα και οι θεσμικές μορφές,  στους αγώνες στην / της περιφέρειας .

Συμπέρασμα: πως συνεχίζει το Μάριμπορ?

Δεν θα ήταν υπερβολή να συμπεράνουμε ότι οι πολιτικές προσπάθειες και το αποτέλεσμα της εξέγερσης άρχισε να διαμορφώνεται καθαρότερα στο Maribor, στην πόλη που είδε την πρώτη μαζική πολιτική κινητοποίηση μετά από σχεδόν 25 χρόνια. Η πολιτική πλατφόρμα της διαμαρτυρίας ξεκίνησε μέσα από τη διεξαγωγή δύο διαφορετικών  και συγκεκριμένων  πολιτικών  αγώνων: πρώτον, ορισμένες ομάδες οργάνωσαν την υποστήριξή τους σε ένα νέο πρόγραμμα και ανεξάρτητο δήμαρχο. Οι τοπικές εκλογές στα μέσα Μαρτίου έφεραν την εκλογική νίκη του Andrej Fištravec, ενός ανεξάρτητου και κριτικού διανοούμενου, ο οποίος ήταν ήδη παρών στην τοπική σκηνή για χρόνια. Το πρόβλημα παραμένει με το επίσημο δημοτικό συμβούλιο, το οποίο εξακολουθεί να απαρτίζεται από τα μέλη των κατεστημένων  πολιτικών κομμάτων. Το Συμβούλιο θα καθυστερήσει αναμφισβήτητα τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής διαδικασίας. Δεύτερον, υπήρξε μια σημαντική άμεση δημοκρατική προσπάθεια από την «Πρωτοβουλία για το Δημοτικό Συμβούλιο»17, η οποία οργάνωσε την περιοχή και άλλες κοινότητες. Αυτές οι νέες δημοκρατικές πλατφόρμες θεωρούνται ως φόρουμ για συζήτηση και πιθανή επιρροή στον δημοτικό προϋπολογισμό και  προγραμματισμό, οι οποίες αμφότερες εφευρίσκουν εκ νέου την παράδοση της αυτο-διαχείρισης και δίνουν επιπλέον το παράδειγμα και σε άλλες πόλεις.

Το αν και οι δύο πτυχές της πολιτικής διαδικασίας από τα κάτω και από τις ήδη θεσμοθετημένες μορφές συνεργαστούν και μετατρέψουν την κατάσταση είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, το οποίο είναι πολύ νωρίς για να απαντηθεί . Αλλά αυτό που είναι σημαντικό  είναι ότι η ίδια η πολιτική απομακρύνθηκε από εκείνους που είναι συνένοχοι για την παρούσα κρίση. Η πολιτική επίσης απομακρύνθηκε και από τη νοσταλγία των βιομηχανικών εποχών και από τον νεοφιλελεύθερο ενθουσιασμό των αποβιομηχανοποιημένων ονείρων της ΠΠΕ. Αν το Μάριμπορ προσπάθησε ήδη να απαντήσει το 1988, έχει απαντήσει πάλι, πολιτικά, και το 2012 – ξεκινώντας να επαναπροσδιορίσει τι είναι η πόλη και επίσης, το «δικαίωμα στην πόλη». Αν το Μάριμπορ  το 1988 σηματοδότησε την πτώση του σοσιαλισμού που σήμανε επίσης πτώση του κράτους πρόνοιας, μήπως αυτή τη φορά ακούμε τις καμπάνες του νεοφιλελεύθερου θανάτου; Αυτό παραμένει το ερώτημα που έθεσε το νέο Μάριμπορ, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερο από ό, τι η ίδια η πόλη. Αυτό που είναι όμως ξεκάθαρο είναι ότι η εξέγερση δημιούργησε το μέλλον ενός  διαφορετικού Μάριμπορ που αντιτίθεται τόσο την επιβεβλημένη λιτότητα όσο και τη θέση της περιφέρειας. Απέναντι σε αυτό, ο αγώνας φωτίζει δρόμους στους οποίους η περιφέρεια σήμερα  μπορεί να αποτελέσει κέντρο τόσο για την πολιτικά ενεργή σκέψη όσο και για την επαναστατική δράση.

Σημειώσεις

1 Οφείλω να ευχαριστήσω τους Franc Trček καιTomaž Škela για τα αξιόλογα σχόλια στην προετοιμασία αυτού του κειμένου και την  Aleksandra  Berberih Slana (Μουσείο Εθνικής Απελευθέρωσης , Μάριμπορ) για την άδειά της να δημοσιεύσω φωτογραφίες. Και μερικές ακόμα πηγές.

2 Αυτή είναι η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία (πηγή Υπηρεσία Εργασίας Σλοβενίας: http://www.ess.gov.si/trg_dela/trg_dela_v_stevilkah/stopnja_registrirane_brezposelnosti).

3 Βλέπε Andy Merrifield http://www.occupiedlondon.org/strategic-embellishment-and-civil-war-more-notes-on-the-new-urban-question/

4 Slavec (1992,Βιομηχανία Μάριμπορ, FF, Λιουμπλιάνα) Το φιλμ ντοκιμαντέρ Fabrika Maribor (σκην. Bojana Rudl,  2009) παρουσιάζει με ωραίο τρόπο τα 160 χρόνια βιομηχανικής ανάπτυξης. Πρόσφατα στα πλαίσια της ΠΠΕ του Μάριμπορ ένα πρόγραμμα βιομηχανικής περιήγησης (David Šalamun) έκανε μία καλή συλλογή φωτογραφιών και μικρών περιγραφών διαφόρων κοινωνικών κατοικιών, εργοστασίων και άλλων εγκαταστάσεων που παρουσιάζουν το βιομηχανικό τοπίο του Μάριμπορ: http://www.industrijskapespot.si/index.html.

5 Έχω ερευνήσει τις περισσότερες αρνητικές συνέπειες της μεταρρύθμισης της αγοράς, η οποία κατέληξε στην ενδυνάμωση του ανταγωνισμού μεταξύ σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, την άνοδο των δομικών ανισορροπιών μεταξύ κέντρου και περιφερειακών περιοχών στη Γιουγκοσλαβία, αλλά επίσης την εντατικοποιημένη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Δείτε το PhD  μου (2012: 241-319, http://www.ung.si/~library/doktorati/interkulturni/21Kirn.pdf).

6 Μπορεί κάποιος επίσης να ανακαλύψει μία (πρωτο)μετα-φορντιστική διάσταση σε αυτή την διαδικασία, η οποία είδε την άνοδο της τεχνοκρατίας (management) και τη στρατηγική σημασία της γνώσης στις (νέες) βιομηχανίες. Ακόμα και η χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου άρχισε να γίνεται μέσω Αυτό-Διαχειριζόμενων Ομάδων Ενδιαφερόντων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις. Για την τάση της αγοράς στο σοσιαλισμό δείτε επίσης Johana Bockman (2011, Markets in the Name of Socialism: The Left-wing Origins of Neoliberalism, Stanford University Press).

7 Για λεπτομέρειες δείτε Woodward (1995, Balkan Tragedy. Washington DC: The Brookings institution).

8 Βλέπε http://www.muzejno-mb.si/novo/spomenik-mariborski-industriji.html στα Σλοβενικά. Πρέπει να ευχαριστήσω τον Tomaž Škela για ορισμένες αξιόλογες οπτικές αυτών των γεγονότων

9 Αυτός ο, σίγουρα,  όχι και πολύ δημιουργικός  λόγος  πάνω στη βιομηχανία της πολιτιστικής δημιουργίας μπορεί να βρεθεί στο video προώθησης της ΠΠΕ και στο εισαγωγικό σημείωμα http://ec.europa.eu/culture/our-programmes-and-actions/doc413_en.htm

10 Η μελέτη του Palmer έγινε ήδη το 2014 και έδειξε τα θετικά αποτελέσματα της πλειψηφίας των συνεντευξιαζόμενων πόλεων (80%). Βλέπε, http://ec.europa.eu/culture/key-documents/european-capitals-of-culture_en.htm ειδικά το δεύτερο μέρος.

11 Βλέπε http://brazde.org/ στα Σλοβενικά

12 Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα θετικών σχεδίων, όπως το Cinema Udarnik, αλλά χρειάζεται να εκτιμήσω αυτές τις συνεισφορές σε άλλη περίπτωση.

13  Για μία πολλαπλώς κριτική αξιολόγηση της ΠΠΕ βλέπε επίσης το νέο νούμερο από το Dialogi http://www.aristej.si/eng/dialogi/index.html .

14 Για λεπτομέρειες δείτε το άρθρο του Vezjak για τους λόγους των εξεγέρσεων  http://www.eurozine.com/articles/2013-01-10-vezjak-en.html.

15 Δείτε τη φωτογραφία: η πλατεία Ελευθερίας και στο κέντρο το Μνημείο της Απελευθέρωσης του Λαού, από τον αρχιτέκτονα Slavko Tihec, ο οποίος συμμετείχε στο μοντερνιστικό κίνημα που δημιούργησε νέα μνημεία για την επανάσταση στη Γιουγκοσλαβία.

16 Οι τελευταίοι μήνες των μαζικών αστικών διαμαρτυριών φέρανε μαζί διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και άτομα διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων και γενεών, νέοι και γέροι, εργάτες και φοιτητές, queers και επισφαλείς, οικολόγους, αναρχικούς και σοσιαλιστές. Όλοι απαιτούσαν βαθύτερη κοινωνική αλλαγή. Αντί του συνηθισμένου παράπονου από τον καναπέ οι άνθρωποι βαδίσανε στο βασίλειο της δημόσιας διαμαρτυρίας. Για λεπτομέρειες της εμφάνισης του μαζικού κινήματος βλέπετε το κείμενό μου http://www.newsocialist.org/679-a-ghost-is-haunting-slovenia-the-ghost-of-revolution .

17 Βλέπε http://www.imz-maribor.org/ (στα Σλοβενικά μόνο). Πιο γενικά οι στόχοι  του είναι: να συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική της πόλης και στην πρόληψη της διαφθοράς, να μετατρέψει το σημερινό σύστημα με την οικοδόμηση μιας κοινότητας ενεργών πολιτών που συμμετέχουν σε ευρύτερες λαϊκούς αγώνες,  να συζητάνε σημαντικά θέματα,  να είναι σε εγρήγορση σχετικά με όλες τις νέες πολιτικές και να επηρεάζει ενεργά μία εναλλακτική ατζέντα. Η πρωτοβουλία ανέπτυξε επίσης πιο συγκεκριμένες στρατηγικές για κάθε περιοχή της πόλης, που θα εκδημοκράτιζε ριζικά τη λειτουργία του δήμου.[:]