[:en]ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ Και τώρα μπορείτε να πάτε να …το ξανασκεφτείτε… ή αλλιώς απόσυρση υποψηφιότητας της Ερμούπολης ως Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 2021!!!! ΟΥΦ, φτηνά τη γλυτώσαμε???[:]

[:en]Οδυρμός, κακεντρέχειες, και θλίψη στους κύκλους wannabe διαμόρφωσης πολιτικής και πολιτισμού στο μικρό μας νησί. Αυτό που πλανόταν εδώ και μήνες, επιτέλους εμφανίστηκε, πήρε σάρκα και οστά: η Ερμούπολη αποσύρεται και επισήμως από υποψήφια Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης 2021.

Επισήμως στο δημοτικό συμβούλιο αποφασίστηκε ότι σταματάει η υποψηφιότητα και δεν πετάγονται άλλα λεφτά για αυτή.

Ήδη με συνθήκες μάλλον μυστικότητας, κονδύλια που προορίζονταν για αυτή, είτε με μορφή εκδηλώσεων, είτε με ανάθεση σε εταιρίες συμβούλων είχαν προ πολλού παγώσει.

Λίγο η ατολμία του Δημάρχου, λίγο η «σύνεσή» του ότι δεν βγαίνει με τίποτα οικονομικά, λίγο ο ανταγωνισμός με τους τέως πασόκους (ιστορικά οι πασόκοι ως αναπτυξιολάγνοι και χωμένοι στα διάφορα προγράμματα τρέχουν για mega events αλλά οι κλασσικοί δεξιοί τα κάνουν π.χ. Ολυμπιάδα 2004), λίγο ότι άλλα κοντινά νησιά δεν τζογάρουν στον πολιτισμό αφού έχουν ήδη τουρισμό, λίγο η ανύπαρκτη ενδοκυκλαδική συγκοινωνία – απαραίτητη για την διακυκλαδική υποψηφιότητα, χρεώνονται όλα αυτά μαζί για αυτή την υπέροχη αποτυχία.

Εμείς ελπίζουμε ότι επίσης έπαιξαν ρόλο και οι πιθανές έστω και εκ των υστέρων κοινωνικές διεργασίες αντίστασης που η κυριαρχική εξουσία, έστω και της μικρής μας κοινωνίας, φοβόνταν ότι θα αναδύονταν στην πορεία διεκδίκησης και εφαρμογής της πολιτικής αυτής.

Έχουμε κάθε λόγο να πανυγηρίζουμε για αυτή την αποτυχία. Προσπαθήσαμε και εδώ

περί πολιτιστικής πρωτεύουσας 2021 και Ερμούπολης

για την εξέγερση στο Μάριμπορ – Πολιτιστική πρωτεύουσα 2012

για την Γλασκώβη 1990 και το μοντέλο πολιτικής πολιτισμού ως αστεακή ανάπλαση

να αρθρώσουμε ένα λόγο εναντίωσης και πολιτικής αντιπαλότητας σε αυτά τα σχέδια με βασικό κριτήριο ποιος αποφασίζει για ποια πόλη, ποιος επωφελείται από τέτοιου είδους δράσεις και πολιτικές, τι αποπροσανατολισμός επιχειρείται από βασικές κοινωνικές ανάγκες, τι μοντέλο ανάπτυξης και εργασιακών σχέσεων προωθείται, ποιος δημόσιος χώρος και πως αλώνεται υπέρ ποιου?

 

Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε χαρούμενοι που δεν τους βγήκε το σχέδιο και ανεβαίνει το ηθικό μας και μόνο με τα κατεβασμένα μούτρα τους και τις αλληλοκατηγορίες που εκτοξεύουν. Όσο για μερίδα πολιτιστικόπληκτων του νησιού που με αγαθές προθέσεις γουστάρανε το πανυγήρι, αυτόματα έρχεται το τετριμμένο : και η βλακεία έχει τα όρια της.

ΟΜΩΣ, γνωρίζουμε πως η πολιτική ανάπλασης του νησιού, η τουριστική προβολή, το παραμύθι του πολιτισμού δεν σταματάει εδώ. Οι βασικοί άξονες που εξυπηρετούν τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα τους και τη διαρκή κρίση μπορούν και χωρίς τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Είτε με το γλύψιμο εφοπλιστών, είτε με τις λευκές νύχτες, είτε με την εμπορευματοποίηση των ελεύθερων χώρων, είτε με το ξαναστήσιμο του εμπορικού σήματος (“Unesco”) της Ερμούπολης προς χάριν βιομηχάνων του Τουρισμού είναι σαφές πως η πολιτική της επιδότησης των «από πάνω» και της περιθωριοποίσης των «από κάτω», και με όχημα τον πολιτισμό δεν θα σταματήσει εύκολα.

Από την άλλη τα ανασφάλιστα γκαρσόνια, οι κακοπληρωμένες καθαρίστριες, η απλήρωτη εργασία στο Νεώριο, οι νοσηλευόμενοι στο υποβαθμισμένο Κέντρο Υγείας, οι άνεργοι, οι πολίτες που μετατρέπονται σε υπήκοοι, όλοι εμείς δεν θα παραδοθούμε τόσο εύκολα.[:]

[:en]Η Πολιτική του Πολιτισμού ως Αστεακή Ανάπλαση? [:]

[:en]…. συνεχίζοντας την ανάρτηση απόψεων περί ανάπλασης, πολιτισμού, και βεβαίως, βεβαίως, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης ,και όλα αυτά  ως εργαλεία νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ανεβάζουμε το παρακάτω άρθρο κριτικής στην “πετυχημένη” Γλασκώβη του 1990 η οποία άνοιξε το δρόμο για αυτά που θέλουν να εφαρμόσουν και εδώ, στη Σύρο.

Παραφράζοντας τα ερωτήματα των συμπερασμάτων: ποιανών και ποια Σύρος γιορτάζει? Ποιανών ιστορία κυριαρχεί – και ποιανών ιστορία περιθωριοποιείται? Ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο από το έπαθλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 2021?…Στην καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται το θέμα του τι είδους πόλης θέλουμε, και πως το πετυχαίνουμε… είναι θέμα ερωτημάτων εξουσίας, ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιος εντάσσεται και ποιος περιθωριοποιείται.

Η Πολιτική του Πολιτισμού ως Αστεακή Ανάπλαση? Κριτικές σκέψεις πάνω στη Γλασκώβη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1990

GERRY MOONEY

The Open University (Scotland), Edinburgh, UK

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αυτό το άρθρο επανεξετάζει τη Γλασκώβη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1990, και μελετά τις κύριες κριτικές που διατυπώθηκαν για την πολιτιστική πολιτική της Γλασκόβης ως στρατηγική αστεακής ανάπλασης. Υποστηρίζει ότι, πολλές από τις επικρίσεις που διατύπωσαν ομάδες αντίθετες σε αυτή, όπως οι Εργαζόμενοι της Πόλης ήταν έγκυρες, και ενισχυμένες σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Πόλη από το 1990,  προτείνει ωστόσο, ότι και αυτή η κριτική απάντηση πρέπει να υποβληθεί σε πιο ενδελεχή έλεγχο. Το άρθρο ισχυρίζεται ότι οι εμβληματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις μπορούν να κάνουν λίγα, αλλά μπορεί και να αποσιωπήσουν και να εκτρέψουν την προσοχή μακριά από τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν πολλές πρώην βιομηχανικές πόλεις και καταλήγει με το επιχείρημα ότι τα διδάγματα της εμπειρίας της Γλασκώβης αφορούν επίσης πολύ και άλλες πόλεις όπως το Λίβερπουλ, που ομοίως εναγκαλίζονται όλο και περισσότερο με την πολιτική του πολιτισμού ως δρόμο προς την αστεακή ανάπλαση

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Γλασκώβη, πολιτιστική πολιτική, αστεακή ανάπλαση, αστεακή πόλωση.

Εισαγωγή

Στο προηγούμενο άρθρο σε αυτή τη συλλογή η Beatriz Garcia σημειώνει ότι ο «πολιτισμός» έχει γίνει κεντρικός στα προγράμματα αστεακής ανάπλασης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από την περασμένη δεκαετία η ανάπτυξη μίας, βασισμένης στην Πόλη, πολιτικής πολιτισμού έχει γίνει αναντικατάστατο εργαλείο στην επανα-φαντασίωση και αναγέννηση των πόλεων. Πολλά έχουν γραφτεί για το έτος της Γλασκώβης ως Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα (ΕΠΠ) το 1990. Ως παρελθούσα – και για αρκετούς τρομερά επιτυχήμενη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα, η Γλασκώβη συνεχίζει να προβάλεται ως μοντέλο και σημείο αναφοράς για άλλες μειονεκτούσες πόλεις, συμπεριλαμβανόμενου και του Λίβερπουλ, ΕΠΠ 2008 (Bianchini, 1990; Bianchini & Parkinson, 1993; Gomez, 1998; Holcomb, 1993; Khan, 2003b). Πάνω από όλα, η Γλασκώβη αναγνωρίζεται ευρέως ως  σημείο αναφοράς για άλλες αποβιομηχανοποιημένες ή/και «δευτερεύουσες πόλεις» που πρέπει να ακολουθήσουν. Ήταν η πρώτη πρώην- βιομηχανική πόλη που ανέπτυξε ένα πρόγραμμα ανάπλασης καθοδηγούμενο από τον πολιτισμό και ορίσθηκε ως ΕΠΠ. Το «κάνε μία Γλασκώβη» έχει γίνει το επαναλαμβανόμενο θέμα στις συζητήσεις της αστεακής πολιτιστικής πολιτικής και του μάρκετινγκ τόπου σε αρκετές από τις παλαιότερες βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης.

Ο κύριος στόχος αυτού του άρθρου είναι να διερευνήσει κριτικά ορισμένες από τις κληρονομιές της ΕΠΠ της Γλασκώβης το 1990. Αυτό το άρθρο δεν ασχολείται με τις πολιτικές ανάπτυξης αυτές καθαυτές μετά το 1990 αλλά με την προσφορά «κριτικών προβληματισμών» στο βασίλειο της Γλασκώβης ως ΕΠΠ του 1990. Για να το κάνει αυτό επιστρέφει στις επιθέσεις που γίνανε στην εκδήλωση καθαυτή του 1990 και με τη σειρά τους τις υποβάλει και αυτές σε κριτική. Στην θέση του ότι το αποκαλούμενο «μοντέλο της Γλασκώβης» για την αστεακή αναγέννηση είναι ουσιαστικά ένας συντηρούμενος μύθος, σε αντίθεση με μία πανηγυρική πραγματικότητα, το άρθρο εγείρει σημαντικά ερωτήματα για εκείνους που σήμερα δημοσίως συζητάνε τι θα σημάνει το καθεστώς της ΕΠΠ για το Λίβερπουλ το 2008 καθώς και για άλλες πρώην βιομηχανικές πόλεις σε όλη την Ευρώπη που αναζητούν να χρησιμοποιήσουν τον πολιτισμό ως βασική συνιστώσα στα προγράμματα αναγέννησής τους

Η Γλασκώβη ως ΕΠΠ το 1990

Μυστυριωδώς αλλά δραματικά, η Γλασκώβη έχει γίνει ένα μέρος που ο κόσμος θέλει τώρα να επισκεφθεί, να δει και να τον δουν σε αυτόν. (Urry, 2002, σελ. 108)

Δεν υπάρχει τίποτα το μυστήριο στην ανάδυση της Γλασκώβης ως προεξάρχων τουριστικός προορισμός (βλ. Garcıa, 2004, σελ. 107 για αριθμούς). Η προσέλκυση των τουριστών ήταν μία βασική συνιστώσα της στρατηγικής αναθεώρησης της Γλασκώβης, ξεκινώντας με την εκστρατεία τα «Kαλύτερα Mίλια της Γλασκώβης» το 1983, που ακολουθήθηκε από το Εθνικό Φεστιβάλ Κήπων το 1988 και την ΕΠΠ το 1990. Το τελευταίο επεισόδιο στη σειρά είναι η ανανέωση του επώνυμου ονόματος (rebranding) της Γλασκώβης το 2004 (με κόστος στο 1,5 εκατομμύριο λίρες) ως «Γλασκώβη: Σκωτία με Στυλ» (Sunday Herald; Scotland on Sunday, 7 March 2004). Αυτή είναι η πρώτη σημαντική εικόνα «ανανέωσης» από την εποχή της εκστρατείας «Τα Καλύτερα Μίλια » και ποντάρει στις δυνάμεις της Γλασκώβης ως πολιτιστικής τοποθεσίας και ως το μεγαλύτερο κέντρο λιανικής έξω από το Λονδίνο. Όμως, προωθείται, με το χρόνο, μία επανεξέταση της πόλης ως κέντρο φτώχειας και στέρησης, και έχει ήδη επικριθεί η εικόνα εξωραϊσμού ως κάτι λίγο περισσότερο από ένα φτιασίδωμα (Scott, 2004).

Το υπόβαθρο της βασιλείας της Γλασκώβης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης και του καθαυτού πολιτιστικού φεστιβάλ του 1990, έχει ευρέως καταγραφεί (βλ. Boyle &Hughes, 1991; Garcıa, 2004; Gomez, 1998; Kantor, 2000; MacLeod, 2002; Pacione, 2001). Με μία ιστορία μακροχρόνιας οικονομικής και βιομηχανικής παρακμής, μαζί με μαζικά προβλήματα ανεργίας, φτώχειας, αποστέρησης και άθλιων συνθηκών στέγασης, οργανισμοί όπως ο τότε  Οργανισμός Ανάπτυξης της Σκωτίας και το Συμβούλιο της Περιοχής της Γλασκώβης ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα να «αναπλάσουν» την Πόλη, ανακατασκευάζοντας την ως μετα-βιομηχανικό κέντρο χρησιμοποιώντας το marketing του τόπου και τα πολιτιστικά προγράμματα ως τα μέσα μέσω των οποίων εξωτερικές επενδύσεις στον τομέα των υπηρεσιών θα μπορούσαν να δελεαστούν.

Δεν μπορείτε να κάθεστε ακόμα· δεν μπορείτε να βασίζεστε στα επιτεύγματα του παρελθόντος, ασχέτως του πόσο εντυπωσιακά μπορεί να ήταν… οι μέρες της Γλασκώβης ως μίας μεγάλης βιομηχανικής πόλης έχουν περάσει. Μπορεί να φαίνεται θλιβερό, αλλά οι συνέπειές του είναι ξεκάθαρες:  σχεδιάζεται να γίνει μία μεγάλη μετά-βιομηχανική πόλη… Το μετά-βιομηχανικό μέλλον της Γλασκώβης θα προκύψει κατά ένα μεγάλο μέρος από την αστεακή της κληρονομιά και τον πολιτιστικό της πλούτο… με τη Γλασκώβη να θεωρείται ως μία μεγάλη πόλη πολιτισμού, μπορούμε να αναμένουμε τις τέχνες που συσχετίζονται με τον τουρισμό να αυξάνονται – και έτσι έρχονται δουλειές. (Glasgow 1990 Festivals Office,1990, σελ. 20)

Καθόλη τη δεκαετία του ’80, η εικόνα, οι τέχνες και ο πολιτισμός χρησιμοποιήθηκαν για να αναδιαμορφώσουν το κέντρο της πόλης, μαζί με νέα εμπορικά κέντρα, με νέα στέγαση τύπου βιομηχανικών αποθηκών σε μέρη της κεντρικής πόλης, συμπεριλαμβανόμενης της   πρόσφατα ανακαινισμένης περιοχής της «Εμπορικής Πόλης», που βρίσκεται ανατολικά  του κέντρου της πόλης (see MacLeod, 2002, σελ. 611–613). Η ΕΠΠ της Γλασκώβης το 1990 ήταν το αποκορύφωμα σε αυτή τη μακροχρόνια στρατηγική επανα-φαντασίωσης.

Όπως υπονοείται πιο πάνω, υπάρχει μία δυνατή οικονομική λογική στη Γλασκώβη 1990. Μερικώς αυτή ήταν για την προσέλκυση τουριστών αλλά επίσης και για να γίνει η Γλασκώβη ένα περισσότερο ελκυστικό μέρος για να ζει και να δουλεύει κάποιος. Ο «Πολιτισμός» ήταν βασική συνιστώσα σε αυτή τη στρατηγική και για αυτό το σκοπό η διάθεση εμβληματικών χώρων τεχνών και πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένων της νέας αίθουσας συναυλιών κόστους σχεδόν 30 εκατομμυρίων λιρών και άλλων νέων χώρων τέχνης αφορούσε σημαντικά κτιριακά συγκροτήματα(Myerscough, 1991). Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων του 1990, 700 πολιτιστικοί οργανισμοί και 22.000 άνθρωποι ενεπλάκησαν στην παρουσίαση και στην εκτέλεση σχεδόν 3.500 εκδηλώσεων (Myerscough, 1991). Στην αναφορά αξιολόγησης του για τους σημαντικότερους εταίρους της Γλασκώβη 1990 – το Συμβούλιο της Πόλης της Γλασκώβης, το Περιφεριακό Συμβούλιο του Strathclyde και το Επιχειρηματικό Επιμελητήριο της Σκωτίας – ο John Myerscough υπολόγισε ότι για μία επένδυση του δημόσιου τομέα των 33 εκατομμυρίων λιρών, η Γλασκώβη 1990 είδε μία καθαρή οικονομική επιστροφή στην περιφεριακή οικονομία της Γλασκώβης μεταξύ 10,3 και 14.1 εκατομμυρίων λιρών (Myerscough, 1991). Επιπροσθέτως, τώρα η Πόλη είχε μία αρκετά βελτιωμένη φήμη εξωτερικά ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων επίσης νόμιζε ότι το 1990 είχε βελτιώσει την εικόνα της Πόλης ενώ την έκανε και ένα πιο ευχάριστο μέρος για να ζεις.

Συντριπτικά, η κυρίαρχη αφήγηση που προκύπτει από τις περιγραφές της περιόδου της Γλασκώβης ως ΕΠΠ, και από την καθαυτή πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση στην πόλη, είναι ότι ήταν «καλή για τη Γλασκώβη» και ότι το «1990» βοήθησε για να «μεταμορφωθεί». Ενώ υπάρχει ένα αριθμός διαφορετικών διαστάσεων σε αυτούς τους ισχυρισμούς, μεταξύ των βασικών συνιστώσεων είναι ότι η εθνική και διεθνή φήμη της Γλασκώβης ενισχύθηκε σημαντικά και ότι η εικόνα της Πόλης και η παρουσίασή της επιδιορθώθηκαν προς το καλύτερο. Ξεφορτώνοντας τη μακροχρόνια εικόνα ως μέρους ζοφερής αστεακής υποβάθμισης, φτώχειας, βίας και βιομηχανικών αναταραχών, η Γλασκώβη επαναφαντασιώθηκε ως μία «ζωντανή», «μετά-βιομηχανική», «μοδάτη» πόλη.Στις διάφορες εορταστικές ομιλίες που προκύψανε, η «νέα» Γλασκώβη κατασκευάστηκε και σε αντιτέθηκε αυστηρά  με την «παλιά» Γλασκώβη, η οποία όλο και περισσότερο αντιπροσωπεύεται από τα μεγάλα συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, τα οποία είναι ένα αξιοσημείωτο, αν και περιθωριοποιημένο, χαρακτηριστικό του αστεακού τοπίου της Πόλης.

Ποιανού Πολιτισμός? Ποιανής Γλασκώβης? Αναθεωρώντας την κριτική του 1990

Η ατζέντα του 1990, που ορίσθηκε από τις δημοτικές αρχές, βασίστηκε σε μία απλή παραδοχή, ότι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ήταν επιβεβαίωση της Τέχνης και της Γλασκώβης: συνεπώς αν ήσουν αντίθετος στην πρώτη ήσουν αντίθετος και στην δεύτερη. Έτσι η Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης παρουσιάστηκε ως ένα μάτσο μη πατριωτών φιλισταίων, ως ένα φάντασμα Σταλινικού παρελθόντος και εργατίστικου μέλλοντος. Εφιστώντας την προσοχή σε ορισμένες δυσβάσταχτες πραγματικότητες δεχθήκαμε μεγάλες δόσεις δηλητηρίου. (Kelman, 1992, p. 1)

Αυτό το σχόλιο από τον James Kelman ισχύει σήμερα όσο και την περίοδο του 1990 (και θα ισχύει επίσης σίγουρα για αυτούς που αναζητούν να αμφισβητήσουν τους ισχυρισμούς που ήδη έχουν γίνει για το Λίβερπουλ ως ΕΠΠ το 2008). Ένας σημαντικός Σκωτζέζος συγγραφέας , ο Kelman, επίσης ηγετικό μέλος της Ομάδας Εργαζομένων της Πόλης, ήταν μεταξύ των πιο ηχηρών αντιπάλων όλων αυτών που αντιπροσώπευε η Γλασκώβη ΕΠΠ 1990 . Και το δηλητήριο στο οποίο αναφέρεται ο Kelman έχει ελάχιστα διαχυθεί προς όλες τις πλευρές. Σε ένα σεμινάριο στη Γλασκώβη στα τέλη του Ιανουαρίου 2004, «Αλλάζοντας την Διεθνή Απήχηση», δεν αποτέλεσε έκπληξη να ακούσουμε έναν από τους πιο σημαντικούς ομιλητές, να αναφέρεται στους Εργαζόμενους της Πόλης ως «αυτοδιορισμένοι αντιπρόσωποι του λαού της Γλασκώβης, Σταλινικοί που υποστηρίζανε πως το ευρύ κοινό της Γλασκώβης δεν ήταν για το 1990. Αλλά αυτοί ήταν λάθος». Εκείνοι που τολμήσανε να αμφισβητήσουν ή να επιτεθούν στις στρατηγικές αστεακής «ανανέωσης» που υιοθετήθηκαν στη Γλασκώβη από τα μέσα του ’80, συχνά βρήκαν τους εαυτούς τους σε απολογητική θέση, θεωρούμενοι ως αιρετικοί που αμφισβήτησαν μία παγκόσμια αλήθεια. Υπάρχουν ορισμένες θετικές αλλαγές που οι οι κριτικές θα έπρεπε να αναγνωρίσουν: Η Γλασκώβη βάσιμα έχει σήμερα μία καλύτερη φήμη από αυτή που είχε την περίοδο πριν από τα τέλη του ‘80·αρκετοί συνηθισμένοι άνθρωποι από το ευρύ κοινό της Γλασκώβης παρακολούθησαν εκδηλώσεις και φεστιβάλ του 1990· η ύπαρξη εκθέσεων, συνεδρίων, μεγάλων πολιτιστικών εκδηλώσεων, νέων μουσείων, νέων κέντρων τεχνών, κλπ. δημιούργησε ευκαιρίες σε πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους κατοίκους της Γλασκώβης · δουλειές δημιουργήθηκαν στους τομείς των τεχνών και του πολιτισμού και τουρίστες είδαν τη Γλασκώβη ως ένα ελκυστικό προορισμό για ένα μικρό διάλλειμα. Αλλά, οι αντίπαλοι υποστηρίζουν, αυτά τα οφέλη υπερκαλύπτονται από τις αδικίες και τους περιορισμούς του 1990 και της πολιτιστικά καθοδηγούμενης αναγέννησης.

Η κριτική της Γλασκώβης ως ΕΠΠ το 1990 από τους Εργαζόμενους της Πόλης και άλλους έχει πλήρως διερευνηθεί από τους Boyle & Hughes (1991) και ότι ακολουθεί περιγράφεται για λογαριασμό τους , στο έργο των Damer (1989), Kemp (1990) και σε δύο φυλλάδια δημιουργημένα από την Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης (McLay, 1988; 1990) και στην έρευνα του Ian Spring για τους «μύθους» της «νεάς» Γλασκώβης (Spring, 1990). Οι κριτικές στην Γλασκώβης ως ΕΠΠ επιτέθηκαν όχι μόνο στην πολιτιστική ουσία του 1990 αλλά, και το σημαντικότερο, στην οικονομική και πολιτική αφήγηση που σχετίζονταν με αυτή – και είναι αυτή στην οποία εστιάζουμε στη συζήτηση εδώ. Εν ολίγοις, το κύριο στοιχείο της επίθεσης από τους Εργαζόμενους της πόλης και άλλους επικριτές ήταν ότι η Γλασκώβη ΕΠΠ είχε περισσότερο να κάνει με την πώληση της Γλασκώβης ως τόπου επενδύσεων και εξαγορών παρά ως μια γιορτή του πολιτισμού και της ζωής της  – τουλάχιστον του πολιτισμού της εργατικής τάξης της Γλασκώβης. Οι κριτικές είδαν αυτά τα δύο ως αμοιβαία αποκλειώμενα:

…το έτος Πολιτισμού έχει περισσότερο να κάνει με τις πολιτικές εξουσίας παρά με τον πολιτισμό. Έχει να κάνει περισσότερο με εκατομμυριούχους κτηματομεσίτες παρά με τέχνη… Το 1990, υποχρεωτικά, όλα παραδίδονται, αφού ενταχθούν στην επιχειρηματικότητα, πάνω από όλα το 1990 είναι μία σαφής δήλωση στο όνομα του επιχειρηματικού πλούτου. Έτσι ώστε το 1990 είναι περισσότερο ένα ζήτημα καλλιτεχνικής χορηγίας μεγάλων επιχειρήσεων, προώθησης της νέας τουριστικής κίνησης και της απόδωσης βοήθειας και άνεσης σε ένα ρηχό ήθος γιάπικης απληστείας. Και για όλα αυτά φυσικά ο λαός της Γλασκώβης θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό. (McLay, 1990, p. 87)

Το βασικό σύνθημα των Saatchi και Saatchi για το 1990 “There’s a lot of Glasgowing on” (υπάρχουν αρκετά από τα της Γλασκώβης που συνεχίζουν/αξίζουν, διαφημιστικός νεολογισμός) – επαναδιατυπώθηκε από τους επικριτές σε ‘There’s a lot of con gowing on’ (υπάρχουν αρκετοί συντηριτικοί για να κάνουν/συνεχίσουν) βλ. Σχέδιο 1.

glascow

Σχέδιο 1. Αντίθετες εικόνες της Γλασκώβης 1990.

Τα κεντρικά θέματα για τις κριτικές που συνδέονταν με τους Εργαζόμενους της Πόλης περιστράφηκαν γύρω από τι/ποιανού Γλασκώβη αντιπροσωπευόταν το 1990 – και σε ποιον «ανήκε» το 1990. Η ιδέα ότι η ΕΠΠ ήταν μία άσκηση «γιαποποίησης» της Γλασκώβης, περιθωριοποιώντας το παρελθόν της Πόλης ως μέρος σοσιαλιστικής αναταραχής και αγώνα της εργατικής τάξης, ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα της κριτικής των Εργαζομένων της Πόλης. Η εικόνα της «νέας» αποστειρωμένης Γλασκώβης ήταν αυστηρά αταίριαστη με την «πραγματικότητα» της ζωής σε αρκετές από τις τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες:

Με τη βοήθεια των ειδικών των Saatchi και Saatchi ανακαινίζουν την εικόνα και αφήνουν την πραγματικότητα πίσω τους. Προπαγανδίζουν μία εικόνα που είναι ψεύτικη. Υπάρχει στέρηση και εγκατάλειψη των κοινωνικών στεγαστικών σχεδίων… υπάρχει χρόνια ανεργία και ευρέως διαδεδομένη DSS (διαίρεση κοινωνικών υπηρεσιών ) φτώχεια (φτώχεια που σχετίζετε με την διαφοροποιημένη παροχή κοινωνικών υπηρεσιών), με τα συνήθη επακόλουθα – χρήση ναρκωτικών και πολύπλευρες μορφές βίας στην κοινότητα. Αυτή δεν είναι η «Εμπορική Πόλη», αλλά είναι η αληθινή Γλασκώβη. (McLay, 1990, σελ. 87)

Οι οικονομικές και πολιτικές πτυχές αυτών των κριτικών χτυπάνε στην καρδιά του συνόλου της συζήτησηςγια του μάρκετινγκ τόπου. Σωστά οι ενάντιοι στη Γλασκώβης 1990 αναζήτησαν να τοποθετήσουν ολόκληρη την εκδήλωση και τη στρατηγική που την υποστηρίζει εντός του πλαισίου της μακροχρόνιας οικονομικής παρακμής της Γλασκώβης. Ο μανδύας της ΕΠΠ αγκαλιάστηκε από τους ηγέτες της Πόλης ως ένας τρόπος προώθησης της οικονομικής «αναγέννησης» της Γλασκώβης. Υπάρχει μικρή διαφωνία μεταξύ των υποστηρικτών της στρατηγικής της ΕΠΠ και των επικριτών της πάνω σε αυτό. Ωστόσο, οι Εργαζόμενοι της Πόλης υποστήριξαν ότι το είδος της αναγέννησης που προωθείται μέσω μεγάλης κλίμακας εμβληματικών πολιτιστικών εκδηλώσεων θα επέφεραν μαζικά οφέλη και κέρδη για ορισμένους και μία οικονομία όσο πιο ποτέ εξαρτημένη, στην καλύτερη περίπτωση, από ανασφαλείς, χαμηλά αμοιβόμενες δουλειές του τομέα υπηρεσιών για την πλειοψηφία. Η ΕΠΠ αποσπά την προσοχή και πόρους από την αντιμετώπιση των μαζικών προβλημάτων της φτώχειας και των μη προνομιούχων. Συνεπώς, τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη που η ΕΠΠ θα επέφερε γίνονται αντικείμενο επίθεσης ως κάτι μόλις περισσότερο από κούφιες υποσχέσεις. Αντιθέτως, οι αντίπαλοι υποστήριξαν ότι η Γλασκώβη θα γίνοταν ένα κάτεργο του τομέα των υπηρεσιών, οι εργαζόμενοί του θα αρμέγονταν από επενδυτές εξαγορών οι οποίοι θα μετακόμιζαν στο πρώτο σήμα μεγαλύτερων κερδών που γίνονται κάπου αλλού. Το αποτέλεσμα θα ήταν περισσότερη φτώχεια, μεγαλύτερη οικονομική ταλαιπωρία και ένας αυξανόμενος διαχωρισμός μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων». Αυτός το αυξανόμενο χάσμα επίσης τροφοδοτείται από μία στρατηγική που εκτρέπει απολύτως απαραίτητους πόρους από την αντιμετώπιση υλικών δυσκολιών της Πόλης σε πολιτιστικές εκδηλώσεις (Σχέδιο 2).

pocket

Σχέδιο 2. Φτώχεια της Πόλης

Οι επιθέσεις των Εργαζομένων της Πόλης πολλές φορές στοχεύανε τη διοίκηση των Εργατικών της Γλασκώβης. Ενώ συχνά περιγράφονταν ως ένα προπύργιο των «Παλαιών Εργατικών» με πολλούς τρόπους οι καθοδηγητές του Εργατικού Κόμματος της Γλασκώβης ήταν «Νέοι Εργατικοί» πολύ πριν ο Μπλερ και ο Μπραουν βγούνε στο προσκήνιο. Στη Γλασκώβη, οι Εργατικοί αγκαλιάσανε τον ιδιωτικό τομέα, τιμούσανε το ρόλο που η αγορά είχε να παίξει στην οικονομική και αστεακή «μεταμόρφωση», αναζητώντας «συμπράξεις» με άλλους παράγοντες και εκπροσώπους εταιρειών πριν αυτό γίνει της μόδας και, ουσιαστικά, αγκαλιάσανε την οικονομία των εταιρικών φοροαπαλλαγών υποστηριζόμενη τότε από τους Συντηριτικούς της Θάτσερ. Με την παροχή κινήτρων και ευκαιριών σε επιχειρηματίες για να επενδύσουν στην Πόλη (μία πολιτική που σε κάθε περίπτωση προϋπήρχε του 1990), οι οποίοι εν μέρει προσελκύονται από τις εμβληματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ο πλούτος που θα δημιουργούνταν θα κατηφόριζε τελικά στα λιγότερα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού της Γλασκώβης. Δημιουργία πλούτου, οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα ήταν η λύση, η μόνη λύση, για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της Γλασκώβης.

Ενώ γενικώς είναι συμπαθητικές οι επικρίσεις κατά της Γλασκώβης 1990,  από τους Εργαζόμενους της Πόλης, τα επιχειρήματά τους έχουν τους περιορισμούς τους. Στο σχεδιασμό της διάκρισης μεταξύ μίας «πραγματικής» και «επανά-φαντασιωμένης», «νέας» Γλασκώβης, παραμελήσανε την έκταση στην οποία η Γλασκώβη ήταν πάντα ένα μέρος που φαντασιωνόταν και επανά-φαντασιωνόταν, ένα μέρος με συχνά συγκροούμενες εκδοχές και διαφορετικές ιστορίες. Ο ισχυρισμός ότι η οικονομική στρατηγική της Γλασκώβης στηρίζονταν σχεδόν ολοκληρωτικά πάνω στην προσέλκυση δουλειών του τομέα υπηρεσιών (που θα ήταν βασικά χαμηλόμισθες) είναι σωστός. Όμως, έμμεσα υπάρχει σχεδόν ένας εορτασμός, μία λαχτάρα, για ότι θεωρούνται δουλειές μίας αληθινής εργατικής τάξης, οι δουλειές των ναυπηγίων και των μεγάλων μηχανοκίνητων εργοστασίων – δουλειές που χαρακτήρισαν αρκετά – αλλά όχι όλη- την αγορά εργασίας της Γλασκώβης τις πρώτες πέντε με έξι δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αυτή δεν είναι μόνο μία μάλλον αρσενική κατανόηση της δουλειάς, αλλά επίσης μάλλον μία εργατίστικη που παραμελεί την έκταση στην οποία χαμηλότερης ποιότητας δουλειές υπηρεσιών (όπως επίσης και «βιομηχανικές» δουλειές) ήταν από καιρό αναπόσπαστο μέρος της επαγγελματικής ζωής στην Πόλη. Επίσης αγνοεί τον βαθμό στον οποίο η αναδιάρθρωση ήταν πάντα χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών αγορών εργασίας. Οι πανηγυρισμοί για την ιστορία και την πάλη της εργατικής τάξης είναι ένα πράγμα, και ο ρομαντισμός για τη φρίκη της ζωής στο εργοστάσιο άλλο πράγμα. Υπάρχει και ένα άλλο – σχετιζόμενο – πρόβλημα με την ανάλυση των Εργαζομένων της Πόλης. Ενώ τα υποτιθέμενα προνόμια που θα έρθουν στην πόλη με τις επενδύσεις εξαγορών αμφισβητούνται σωστά, στην κριτική τους του πολυεθνικού και εξωτερικού κεφαλαίου ως επιχείρημα υπεράσπισης των «ντόπιων» φιρμών, ειδικά των μικρών τοπικών εταιρειών, ήταν λες και σαν να υποσχέθηκαν περισσότερα για το «ευρύ κοινό» της Γλασκώβης.

Ενώ η στερνή μας γνώση είναι θαυμάσια,εν τούτοις οι επικριτές της Γλασκώβης 1990 υποτιμήσανε το βαθμό τον οποίο ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά θα έρχονταν να παίξουν  ένα τέτοιο στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση των αστεακών πολιτικών για τη Γλασκώβη στα χρόνια που ακολούθησαν. Αλλά τα ερωτήματα που εγείρονται για το «1990», και τα επιχειρήματα για το πως η πολιτιστική αναγέννηση θα έκανε λίγα ή  τίποτα για την τεράστια πλειοψηφία των κατοίκων της Γλασκώβης σίγουρα επιβεβαιώνονται και από μία σύντομη ανάλυση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Πόλη από την περίοδο του 1990.

«Ορισμένες Αβάσταχτες Πραγματικότητες»

Χαίρομαι που βρίσκομαι πίσω εδώ στην Γλασκώβη, υπενθύμισε σε όλους μας ο John Reid… Πόσο έκπληκτος ήταν το 1992 όταν η Γλασκώβη ήταν Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα. «Η Γλασκώβη χαμογελάει» ήταν το σύνθημα. Λοιπόν, ρίξτε μία ματιά γύρω στην Πόλη. Όπως ο Jack McConnell είπε χθες, υπάρχουν πολλά περισσότερα για να χαμογελάσεις αυτές τις μέρες. (Prescott, 2003)

 

Σύγχυση των συνθημάτων και των ημερομηνιών μαζί, τα σχόλια από τον αναπληρωτή Πρωθυπουργό John Prescott (και Σκωτζέζο Πρώτο Υπουργό McConnell) σε συνέδριο στη Γλασκώβη το Φεβρουάριο του 2003, υποδυκνύουν μία αξιοσημείωτη άγνοια της πραγματικοτήτας της ζωής για αρκετούς στη Γλασκώβη σήμερα.

Στα τέλη του ’90, οι Danson και Mooney διερευνήσανε την ιδέα ότι η Γλασκώβη είχε γίνει μία «διττή Πόλη», χαρακτηριζόμενη από την πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση, φυσική ανανέωση στο κέντρο της Πόλης μαζί με τα μεγάλα περιφερειακά ακίνητα στέγασης στην Πόλη για την εργατική τάξη, τα οποία πολύ συχνά περιγράφονται ως τέλματα κατοικίας της εξάρτησης, της φτώχειας και του εγκλήματος (Mooney & Danson, 1997; Danson & Mooney, 1998). Απορρίπτοντας την έννοια της διττής πόλης ως ανεπαρκής υποστήριξαν ότι απέτυχε να συλλάβει τις σύνθετες σχέσεις μεταξύ ανάπτυξης και παρακμής της πόλης, ότι υπάρχει μία σχέση μεταξύ της πολιτιστικά καθοδηγούμενης ανάπλασης και της αυξανόμενης κοινωνικής πόλωσης στον πληθυσμό της Γλασκώβης σε όλη τη δεκαετία του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας ’00. Αν και η αφήγηση της διττής πόλης έχει σε μεγάλο βαθμό παραμεριστεί τα τελευταία χρόνια, γίνεται ακόμα συζήτηση στη Γλασκώβη περί «δίδυμης τροχιάς» ή «δύο κατηγοριών» πόλης: ένα μέρος επιχειρηματικής ζωντάνιας, τουρισμού, δραστηριότητας λιανικού εμπορίου και πολιτιστικών φεστιβάλ εν μέσω μεγάλης κλίμακας φτώχειας και παρακμής που χαρακτηρίζει μεγάλα μέρη της Πόλης σήμερα. Τα «χωρικά διλλήματα» μεταξύ του κέντρου της πόλης και των ακινήτων στην περιφέρεια, για να δανειστούμε την ορολογία της Garcia, συνεχίζουν να είναι χαρακτηριστικό του τοπίου της Γλασκώβης (Garcıia, 2004, p.104). Ο Kantor προσφέρει μία άλλη οπτική θέσης σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι η «διττή αστεακή στρατηγική» έχει υιοθετηθεί από τους οργανισμούς οικονομικής ανάπτυξης της Πόλης που ανταγωνίζονται για ιδιωτικές επενδύσεις «ενώ ψάχνονται απεγνωσμένα για προγράμματα που ασχολούνται με τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της στρατηγικής… ενισχύουν το κέντρο της πόλης ως μία πολιτιστική πρωτεύουσα καθώς φροντίζουν για τις κοινωνικές αθλιότητες της παρακμής μέσω κοινωνικών προγραμμάτωνν γειτονιάς» (Kantor, 2000, σελ. 807–808).

Υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες σήμερα στην Γλασκώβη, για να δανειστούμε τη φρασεολογία του Kelman πιο πάνω, των «ορισμένων δυσβάσταχτων πραγματικοτήτων». Όπως οι Mooney & Johnstone σημειώνουν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 η θέση της Γλασκώβης ως μία από τις πιο χτυπημένες από τη φτώχεια πόλεις στο ΗΒ, επιβεβαιώθηκε χρόνο με το χρόνο ξανά από πετυχημένες αναφορές, έρευνες και ακαδημαϊκές μελέτες. Η Γλασκώβη συχνά απεικονίστηκε ως μία «πόλη στην κρίση» (Mooney & Johnstone, 2000,σελ. 173–175). Το «πρόβλημα» της Γλασκώβης δεν έχει περιορισθεί ως αποτέλεσμα της Σκωτζέζικης Αποκέντρωσης του 1999. Χτυπημένη σκληρά από την τοπική αναδιοργάνωση της κυβέρνησης το 1996, η οποία μετέφερε και οικονομικούς πόρους και πληθυσμό, υπάρχει μία αυξανόμενη κόντρα σχετικά με το ότι η Αποκέντρωση έχει φέρει μεγάλα οφέλη για το «Εδιμβούργο» εις βάρος της «Γλασκώβης». Τέτοιοι ισχυρισμοί έχουν ευρέως προβληθεί στον τύπο και στις ακαδημαϊκές μελέτες (βλέπε για παράδειγμα Fraser, 2003; Khan, 2003a; Sunday Herald, 2002; Turok και άλλοι., 2003).

Η αγορά εργασίας στη Γλασκώβη έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές στα πρόσφατα χρόνια. Από το να είναι η αρχετυπική βιομηχανική πόλη, και αναμφισβήτητα η πιο προλεταριοποιημένη από όλες τις πόλεις του ΗΒ, το 2003, το 82,5% της εργατικής της δύναμης κατέληξε να αποσχολείται στις υπηρεσίες (Slims, 2003). Μεταξύ 1991 και 2001 η απασχόληση στις υπηρεσίες αυξήθηκε κατά 33% (OECD, 2002, σελ. 45) με μία αύξηση 46% στην απασχόληση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μεταξύ 1991/3 και 1999/2001 (Turok κ.α., 2003, σελ. 21–22). Επιπροσθέτως υπήρξε επίσης μία σημαντική αύξηση στην απασχόληση στην «φιλοξενία», στους τομείς τουρισμού, λιανικού εμπορίου και τομέα αναψυχής, αξιοσημείωτα ως πηγές των πιο φτωχών κακοπληρωμένων, περιστασιακών και «απορρυθμισμένων» μορφών δουλειάς. Η Πόλη είχε ορισμένες επιτυχίες στην προσέλκυση μεγάλων επιχειρήσεων τηλεφωνικών κέντρων κατά τη διάρκεια των μέσων της δεκαετίας του ’90 (βλ. OECD, 2002, σελ. 37–38; Turok κ.α., 2003, 2004) αλλά το 2002-2004 όπως παντού στο ΗΒ, χτυπήθηκε από το κλείσιμο ενός αριθμού εξ αυτών καθώς μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό.

Πολλά έχουν γίνει αυτά τα τελευταία χρόνια, η Γλασκώβη απολαμβάνει κάποια οικονομική ανάπτυξη και καταφέρνει να αποφύγει μερικές από τις χειρότερες επιπτώσεις της ύφεσης που επηρεάζει άλλα μέρη του ΗΒ. Στην μελέτη του της «αστεακής αναγέννησης» στη Γλασκώβη, ο OECD ισχυρίζεται  ότι η οικονομία στην πόλη ήταν «έντονη» για περισσότερο από 3 δεκαετίες (OECD, 2002, p. 27). Το μήνυμα που προωθείται από το Δημοτικό Συμβούλιο και άλλους παράγοντες είναι πως η Γλασκώβη είναι στα πάνω της. Σε αναφορές όπως «Αισιόδοξη Γλασκώβη» (GCC/ Σκωτζέζικο Επιχειρηματικό Επιμελητήριο 2001) και «Συνεχιζόμενη Ευημερία της Γλασκώβης» (Οικονομικό Φόρουμ Γλασκώβης 2003) η εικόνα που σκιαγραφείται είναι πως η Γλασκώβη έχει απολαύσει μία «οικονομική αναγέννηση» αλλά για να συνεχιστεί αυτή, η ανταγωνιστικότητα πρέπει να αυξηθεί. Ωστόσο , ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 υπάρχει κάτι σαν «ανάκαμψη» στις οικονομικές τύχες της Πόλης συνολικά, σε όρους δημιουργίας απασχόλησης , ανησυχίες έχουν εκφραστεί πως η βάση αυτής είναι «στενή» (και πιθανών επίση βραχυπρόθεσμη ή/και κυκλική) με αρκετά από τα οφέλη να προσπερνάνε αυτούς τους κατοίκους που δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες για τις νέες υπηρεσίες που εδρεύουν στην Πόλη (βλ. Turok κ.α., 2003, 2004). Ο OECD σημείωσε ότι το 50% των εργασιών καταλήγουν σε μη-κατοίκους της Γλασκώβης (OECD, 2002, p. 41).

Η ευημερία που δημιουργήθηκε από την «αναγέννηση» σίγουρα προσπέρασε ένα ουσιαστικό ποσοστό του πληθυσμού της Γλασκώβης. Εν μέσω της κραυγής που ανακοινώνει πως η Πόλη απολαμβάνει μία «έκρηξη απασχόλησης» τα τελευταία χρόνια, υπάρχει αυξανόμενη μαρτυρία βαθιά ριζωμένης ανεργίας. Το 2001, η Πόλη είχε ένα οικονομικό ανενεργό ποσοστό του πληθυσμού στο 32% (123,000 άνθρωποι), πολύ παραπάνω από αυτό της Σκωτίας (25%) και του ΗΒ (24%) (Πηγή: Slims, 2003), και ένα ποσοστό απασχόλησης 61% το οποίο είναι από τα χαμηλότερα στο ΗΒ. Η Beatty και οι συνάδελφοί της εκτιμούνε ότι το πραγματικό επίπεδο της ανεργίας στη Γλασκώβη το 2002 ήταν 26,6% συγκρινόμενο με αυτό του Εδιμβούργου 10,6% και του μέσου εθνικού του 9,5% (Beatty κ.α., 2002). Αυτό εξηγείται από μία σημαντική αύξηση στα επιδόματα σχετιζόμενα με ασθένεια, με 72,000 ανθρώπους σε επιδόματα ασθένειας και αναπηρίας μόνο (πηγή: Turok κ.α. 2003, p. 37). Συνολικά , το 34% του πληθυσμού της Γλασκώβης διεκδικούσε ένα σημαντικό επίδομα το 2001/2002 (Πηγή:Kenway et al., 2002, p. 27).

Το ότι Η Γλασκώβη έχει ένα αξιόλογο αριθμό του πληθυσμού που λαμβάνει επιδόματα ασθένειας αναμφισβήτητα δεν αποτελεί έκπληξη. Φτωχή υγεία, και υψηλή θνησιμότητα είναι από καιρό ένα χαρακτηριστικό της Γλασκώβης, η οποία έχει το υψηλότερο ποσοστό πρόωρων θανάτων στο ΗΒ και στον πίνακα της ένωσης των εκλογικών περιφερειών του ΗΒ, η Γλασκώβη καταλαμβάνει τις επτά από τις δέκα πρώτες θέσεις  στους πρόωρους θανάτους και στους θανάτους λόγω ασθενειών (Shaw κ.α., 1999). Το ζηλευτό ρεκόρ της Γλασκώβης ενισχύεται  περαιτέρω και από μία πρόσφατη αναφορά του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Σκωτίας που δείχνει πως ενώ η διάρκεια ζωής στο ΗΒ αυξάνει, σε μέρη της Γλασκώβης μειώνεται. Οι άνδρες που ζούνε στη φτωχότερη εκλογική περιφέρεια του ΗΒ, το Shettleston, έχουν  προσδόκιμο ζωής στα 63 χρόνια, δέκα χρόνια λιγότερο από το μέσο όρο στη Σκωτία και 14 χρόνια λιγότερο από αυτό του ΗΒ. Η Αναφορά καταλήγει ότι το χάσμα υγείας μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων τμημάτων της Γλασκώβης αυξήθηκε (NHS Health Scotland, 2004; Βλ.επίσης Henderson, 2004; Smith, 2004).

Ήδη έχει επισημανθεί πως για τους επικριτές της πολιτιστικά καθοδηγούμενης αναγέννησης της Γλασκώβης, αυτή η στρατηγική θα επέφερε λίγα οφέλη σε όρους μείωσης των επιπέδων της φτώχειας στην Πόλη, αλλά και το πιο σημαντικό όλες αυτές οι αφηγήσεις της «πολιτιστικής πόλης» και της «νέας Γλασκώβης» θα συνεισφέρανε στην επιδείνωση της φτώχειας και αύξησης των δεινών, όπως επίσης και στην περιθωριοποίηση της σημασίας τους ως προβλήματα που απαιτούν περισσότερο εκτεταμένη παρέμβαση. Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η Γλασκώβη έχει μερικές από τις μεγαλύτερες και εντονότερες γεωγραφικές συγκεντρώσεις φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στο ΗΒ (Brown κ.α., 2002; Kenway κ.α., 2002; Shaw κ.α., 1999). Έρευνα για την Κυβέρνηση της Σκωτίας έδειξε ότι περισσότερες από τις μισές εκλογικές περιφέρειες της Πόλης ήταν στο φτωχότερο 10% της Σκωτίας ως σύνολο, και περίπου το 55% ολόκληρου του πληθυσμού ζούνε σε περιοχές κατηγοριοποιημένες ως υποβαθμισμένες. Η Γλασκώβη αναφέρεται για τις 16 από τις 20 πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Σκωτίας (Social Disadvantage Research Centre, 2003). Το 2004, η Γλασκώβη αναφέρονταν για τις 17 φτωχώτερες περιοχές της Σκωτίας (Scottish Executive, 2004a). Σε μία πρόσφατη μελέτη σύγκρισης των απογραφών του 1991 και του 2001, ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Sheffield υπολόγισαν πως το 41% όλων των νοικοκυριών της Γλασκώβης ζούνε σε καθεστώς φτώχειας (Dorling & Thomas, 2004). Σχετικά με την παιδική φτώχεια, τέσερις εκλογικές περιφέρειες της Γλασκώβης είχαν ποσοστό παιδικής φτώχειας πάνω από 80% το 2001 (Kemp, 2002) και το 42% όλων των μαθητών δικαιούνται δωρεάν σχολικών γευμάτων, ανερχόμενο πάνω από το 75% σε ορισμένα μέρη (Brown & Phillips, 2002, σελ. 16).

Θα ήταν μικρής δυσκολίας το να γεμίσω ολόκληρο το άρθρο με περισσότερα καταραμένα στατιστικά παρόμοιας απόχρωσης. Αυτό δεν είναι ένας διεστραμένος θρίαμβος όλων αυτών που πήγαν στραβά για τη Γλασκώβη, ή μία προσπάθεια να φανεί μόνο η «άσχημη πλευρά». Αλλά αυτό που δείχνει η απόδειξη αυτή εδώ είναι ότι οι ισχυρισμοί της «αναγέννησης» και «ανανέωσης» είναι μάλλον αμφισβητίσιμοι, για να το θέσω ήπια.

Γλασκώβη 1990: Κληρονομιά και Ερωτήματα

Η διαρκή κληρονομιά της Γλασκώβης 1990 είναι εμφανής με διαφορετικούς και αντιφατικούς τρόπους. Ο κυρίαρχος ρόλος της αγοράς στη διαμόρφωση της αστεακής πολιτικής είναι μεταξύ των πιο προφανών κληρομιών, αντανακλώμενη στη συνεχή δέσμευση σε μία στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης οδηγούμενη από την αγορά και με επαναλαμβανόμενη έμφαση στο μάρκετινγκ και στις ενισχυτικές πολιτικές (για παράδειγμα, Γλασκώβη: Ευρωπαϊκή Πόλη της Αρχιτεκτονικής,1999 · Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Αθλητισμού, 2003) και στην ανανέωση του επώνυμου ονόματος (“rebranding”). Σε άλλες απόψεις, τα επιχειρήματα πως το «Μοντέλο της Γλασκώβης» μπορεί να δουλέψει για να παράγει ευημερία και να αντιμετωπίσει κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια έχουν επίσης επανεμφανιστεί στη νέα γλώσσα της «ανταγωνιστικότητας και συνοχής» που χαρακτηρίζει τώρα τις συζητήσεις της αστεακής πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ( βλ.Turok κ.α., 2003, 2004).

Υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα του πως αντιλαμβανόμαστε τις στατηγικές μάρκετινγκ τόπου και την πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση όπως αυτές που αναπτύχθηκαν στη Γλασκώβη. Η ιδέα ότι φεστιβάλ της ΕΠΠ και παρόμοιων εμβληματικών εκδηλώσεων δεν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να προσδώσουν μία λάμψη στη Γλασκώβη εγείρουν υποψίες. Δεν είναι για να επιχειρηματολογήσουμε αν θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν τη Γλασκώβη ή αν σκόπευαν σε αυτό. Αλλά, χρειάζεται να προχωρήσουμε πέρα από αυτό και να αναλύσουμε αυτές τις στρατηγικές ως μέρος μίας ευρύτερης νεοφιλελεύθερης και οδηγούμενης από την αγορά ατζέντας η οποία αναζητεί να προωθήσει την αναγέννηση μέσω της δημιουργίας πλούτου. Οι εξελίξεις στη Γλασκώβη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν συνέβησαν σε ένα οικονομικό ή πολιτικό κενό αλλά στο πλαίσιο μίας ευρέου φάσματος επίθεσης στα επίπεδα διαβίωσης των λιγότερο πλούσιων. Το 1990, για να μην ξεχνάμε, ήταν το αποκορύφωμα του Θατσερισμού (αν όχι της ίδιας της Θάτσερ). Η νεοφιλελεύθερη αστεακή ατζέντα που καθοδηγεί τη Γλασκώβη εκπονείται επίσης διεθνώς. Συνεπώς, είναι λιγότερο θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας της ΕΠΠ και παρόμοιων στρατηγικών, είναι περισσότερο υλοποίηση αυτού που θα μπορούσε να είναι σχεδόν μία μορφή «αντιστροφής» της πόλης. Η Γλασκώβη 1990 ΕΠΠ, μαζί με άλλα γεγονότα και βραβεία που η Πόλη έχει λάβει τα τελευταία 14 χρόνια δεν αφορούν την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της Γλασκώβης, τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, τις ανισότητες και τη φτώχεια. Αν και ξανά πρέπει να πάμε παραπέρα για να αναγνωρίσουμε τις συνδέσεις, τις σχέσεις, μεταξύ των ειδών στρατηγικής αστεακής ανάπλασης που υιοθετήθηκαν στη Γλασκώβη (και τώρα αντιγράφονται σε όλη την Ευρώπη) και των κοινωνικών προβλημάτων που σπαράσσουν την Πόλη σήμερα.

Στις αφηγήσεις που αναπτύχθησαν από αυτούς που υποστηρίζουν το μάρκετινγκ της πόλης και την επανα-φαντασίωση, πόλεις όπως η Γλασκώβη είναι όλες τόσο συχνά πραγμοποιημένες και παρουσιάζονται ως ομογενείς τόποι κοινών συμφερόντων. Αλλά η «Γλασκώβη» δεν «κάνει» πράγματα, δεν είναι ένας παράγοντας και δεν είναι η «Γλασκώβη» που «κερδίζει» ή «χάνει», ή υποβάλλεται σε μία «ανανέωση», αλλά συγκεκριμένες (και αν οι πρόσφατες μαρτυρίες γίνοται αποδεκτές, όλο και λιγότερες) ομάδες των πολιτών της που ζούνε σε συγκεκριμένα τμήματα της Πόλης. Ο τύπος της στρατηγικής που υιοθετείται στη Γλασκώβη – το «μοντέλο της Γλασκώβης» – έχει συνεισφέρει στην επιδείνωση των επιπέδων φτώχειας και αποστέρησης και στο βάθεμα των ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την Πόλη σήμερα. Αυτό έχει γίνει αρχικά από την κατασκευή του μέλλοντος της Γλασκώβης – και του μέλλοντος δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της – ως χαμηλόμισθων, ως μία εργατική δύναμη ευγνωμονούσας για τα ψίχουλα από τα τραπέζια των επιχειρηματιών και των επενδυτών για τους οποίους τόσο πολύ προσπάθεια έχει καταναλωθεί στην προσέλκυση και το χάϊδεμά τους – και περιθωριοποιόντας και αποκλείοντας κάθε εναλλακτική στρατηγική βασισμένη σε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας δημοσίου τομέα σε βιώσιμες και κοινωνικά χρήσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες. Ενώ ευχόμαστε να αποφύγουμε κάθε ρομαντισμό της βιομηχανικής απασχόλησης, εν τούτοις είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή αναφέρεται στο λιγότερο από το 10% της απασχόλησης στην Πόλη (source: OECD, 2002, σελ. 46). Φαίνεται ότι λίγες προσπάθεις έχουν γίνει για να διασφαλιστεί ποιοτική βιομηχανική απασχόληση του τύπου που θα μπορούσε να είναι ελκυστική σε αρκετούς από αυτούς που είναι εκτός εργασίας και θα μπορούσε να προσφέρει πλήρους ωραρίου, βιώσιμες εργασίες καλύτερης ποιότητας από την προσφορά της οικονομίας του «καπουτσίνου» που είναι τώρα το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του κέντρου της πόλης.

Επιτυχημένοι ακαδημαϊκοί και άλλοι «ειδικοί» του άστεως από όλο τον κόσμο έχουν επισκεφθεί τη Γλασκώβη για να δώσουν την ετυμηγορία τους για την Πόλη και για να προσδιορίσουν τις «ανάγκες της Γλασκώβης» (βλ. Darroch, 2002; OECD, 2002; Glaeser, 2004;Tinning, 2004). Αποδυκνύεται, πως αυτό που χρειάζεται, είναι περισσότερο εξειδικευμένο και ανταγωνιστικό εργατικό δυναμικό, περισσότερες εμβληματικές ατραξιόν, μία στρατηγική «θαλάσσιου μέτωπου» (για παράδειγμα η ανάπτυξη του Λιμανιού της Γλασκώβης 500 εκατομμύριων λιρών προσωρινά υπό κατασκευή) και καλύτερες υποδομές. Η αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών της Πόλης έρχεται μετά, ως φτωχός συγγενής.

Καθώς η «νέα Γλασκώβη» παρουσιάζεται στον κόσμο ως ένα μέρος στο οποίο πραγματοποιήθηκε ένα «γρήγορο κέρδος» για όλη την πόλη, ομάδες κοινοτήτων, ενώσεις ενοικιαστών και συνδικαλιστές συνεχίζουν να αγωνίζονται και να καλούν σε αγώνα ενάντια σε άλλες πτυχές της πρόσφατης «αναγέννησης» της Πόλης, το κλείσιμο των βιβλιοθηκών και άλλων δομών των τοπικών κοινοτήτων, την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής κατοικίας μέσω μεταβιβάσεων μετοχών, τον «εκσυγχρονισμό» της λειτουργίας του ΕΣΥ που θα δει το κλείσιμο μερικών νοσοκομείων και την ιδιωτικοποίηση ολόκληρου του συστήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ενώ θα ήταν λάθος να προταθεί ότι καμία ομάδα κοινότητας δεν οφελήθηκε από τη χρηματοδότηση και τις δομές που διατεθήκανε μέσω των στρατηγικών πολιτιστικής ανάπλασης, συγχρόνως κοινότητες έχουν κινητοποιηθεί με άλλους τρόπους για να απορρίψουν δημόσιες πολιτικές στη Γλασκώβη. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων επεισοδίων της αντίστασης της κοινότητας τα πρόσφατα χρόνια, σε μία Πόλη ιστορικά αναγνωρισμένη για τους αγώνες και τις διαμαρτυρίες της κοινότητας, ήταν η εκστρατεία για τη διάσωση της δημόσιας πισίνας της Govanhill από το κλείσιμο το 2001 και 2002, την περίοδο που η Γλασκώβη επιλέγοταν ως υπεύθυνη για την Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Αθλητισμού, 2003! (www.savourpool.com) Εδώ οι αντιφάσεις της ανάπλασης της Γλασκώβης εκτίθονται ξεκάθαρα. Αφού αγωνίστηκαν μάταια εναντίον της ανάπτυξης του αυτοκινητοδρόμου Μ77, οι ακτιβιστές της κοινότητας τώρα ετοιμάζονται να αντισταθούν στις προτάσεις επέκτασης, μέσα από την καρδιά της South Side της Γλασκώβης, (με μαζικό κόστος) του αυτοκινητοδρόμου Μ74 (www.jam74.org.uk) – μία πρόταση, που όπως ενημερωνόμαστε, θα είναι «καλή για τη Γλασκώβη» και «ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ευημερίας της οικονομίας της Γλασκώβης» (σε μία πόλη με το χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκτησίας αυτοκινήτου στο ΗΒ).

Συμπεράσματα

Η πολιτική του πολιτισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο στο όραμα της ανανέωσης της οικονομίας της Γλασκώβης. Αυτή τώρα εκλαμβάνεται με πρόσθετες διαστάσεις και από μία νέα δύναμη που υπάγεται στους Νέους Εργατικούς για τους οποίους ο «πολιτισμός» προσδιορίζεται πλέον ως «δημιουργικό κίνητρο» για την οικονομική ανάπτυξη (Hughson & Inglis, 2001, σελ. 459) ενώ η Κυβέρνηση της Σκωτίας έχει δώσει έμφαση στον «πολιτισμό» ως ένα από τα μέσα προώθησης της «κοινωνικής συνοχής» (Scottish Executive, 2004b). Παρόμιοι ισχυρισμοί επίσης γίνονται, αν και σε διαφορετική γλώσσα, για το ρόλο που ο πολιτισμός μπορεί να παίξει στα προγράμματα αστεακής ανάπλασης. Όπως ο Kantor σημειώνει, η στρατηγικής της αναγέννησης της Γλασκώβης ήταν ουσιαστικά μία άσκηση πολιτικής ενίσχυσης τύπου ΗΠΑ «που διευκολύνει τα εμπορικά συμφέροντα του κέντρου της πόλης» και η οποία «μειώνει την προσοχή από τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης στην ανάπτυξη» (Kantor, 2002, σελ. 803). Με αυτή την έννοια, η πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση και οι στρατηγικές αναδόμησης της εικόνας είναι μέρη μίας νέας διακυβέρνησης της Πόλης, στην οποία διαφορετικοί εταίροι κινητοποιούνται για να δουλέψουν μαζί στην αλλαγή της αστεακής διαχείρισης και «μεταμόρφωσης». Αυτή είναι μία βασική πτυχή των επικρίσεων στην αστεακη πολιτιστική πολιτική της Γλασκώβης. Ενώ αυτές που δόθηκαν από την Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης έχουν ευρεώς διαδοθεί , τα ερωτήματα που τέθηκαν για τις στρατηγικές πολιτιστικής αναγέννησης της Γλασκώβης, θα υποστήριζα, ότι είναι και τα ερωτήματα κλειδιά που πρέπει να τεθούν στο Λίβερπουλ σήμερα: ποιανών και ποιο Λίβερπουλ γιορτάζει? Ποιανών ιστορία κυριαρχεί – και ποιανών ιστορία περιθωριοποιείται? Ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο από το έπαθλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 2008? Η Γλασκώβη και το Λιβερπουλ είναι τόποι αντιθέσεων, διαχωρισμού, ανισοτήτων, μεγάλου πλούτου και τεράστιας φτώχειας. Το Λίβερπουλ 2008 θα οφελήσει ορισμένους ανθρώπους, όπως η Γλασκώβη 1990, αλλά αυτός είναι ο μόνο δρόμος για τις πόλεις μας? Στην καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται το θέμα του τι είδους πόλης θέλουμε, και πως το πετυχαίνουμε. Δεν είναι μία απλή αντιπαράθεση μίας επιστροφής σε ένα είδος μυθικού βιομηχανικού, κατασκευαστικού παρελθόντος εναντίον της οικονομίας των υπηρεσιών που κυριαρχεί και στις δύο πόλεις σήμερα. Αλλά είναι θέμα ερωτημάτων εξουσίας, ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιος εντάσσεται και ποιος περιθωριοποιείται. Η Γλασκώβη και το Λίβερπουλ είναι πλούσιες πόλεις, αν και ο πλούτος απέχει μακρά μίας δίκαιης διανομής. Είναι παρατραβηγμένο το επιχείρημα ότι εδώ ακριβώς βρίσκεται μέρος της απάντησης των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων που είναι χαρακτηριστικές και για τις δύο πόλεις σήμερα?

 

 

Βιβλιογραφία

Beatty, C., Fothergill, S., Gore, T. & Hamilton, A. (2002) The Real Level of Unemployment, Sheffield:Sheffield Hallam University Centre for Regional Economic and Social Research.

Bianchini, F. (1990) Urban Renaissance? The arts and the urban regeneration process, in:MacGregor & B. Pimlott (Eds) Tacking the Inner Cities (Oxford: Clarendon Press).

Bianchini, F. & Parkinson, M. (Eds) (1993) Cultural Policy and Urban Regeneration: The WestEuropean Experience (Manchester: Manchester University Press).

Boyle, M. & Hughes, G. (1991) The politics of the representation of ‘the real’: discourses from the Lefton Glasgow’s Role as European City of Culture, 1990, Area, 23(3), pp. 217–228.

Brown, U. & Phillips, D. (2002) ‘Even the Tatties Have Batter’: Free Nutritious Meals for all Childrenin Scotland (Glasgow: Child Poverty Action Group).

Brown, U., Scott, J., Mooney, G. & Duncan, B. (Eds) (2002) Poverty in Scotland 2002: People, Placesand Policies (Glasgow/London: Scottish Poverty Information Unit/Child Poverty Action Group).

Damer, S. (1989) Glasgow: Going for a Song (London: Lawrence and Wishart).

Danson, M. & Mooney, G. (1998) Glasgow: a tale of two cities: disadvantage and exclusion on theEuropean periphery, in: P. Lawless, R. Martin & S. Hardy (Eds) Unemployment and SocialExclusion (London: Jessica Kinglsey).

Darroch, V. (2002) Welcome to Glasgow . . . a modern renaissance city, Sunday Herald, 7 April.

Dorling, D. & Thomas, B. (2004) People and Places: A 2001 Census Atlas of the UK (Bristol: PolicyPress).

Fraser, D. (2003) The trouble with Glasgow, Sunday Herald, 9 November.

Garcı´a, B. (2004) Urban regeneration, arts programming and major events: Glasgow 1990, Sydney2000 and Barcelona 2004’, International Journal of Cultural Policy, 10(1), pp. 103–116.

Gomez, M. (1998) Reflective images: the case of urban regeneration in Glasgow and Bilbao,International Journal of Urban and Regional Research, 22(1), pp. 106–121.

Glaeser, E. (2004) Which way to the new Scotland?’, Sunday Herald, 15 February.

Glasgow City Council/Scottish Enterprise Glasgow (2001) Upbeat Glasgow (Glasgow: GCC/SEG).

Glasgow Economic Forum (2003) Glasgow’s Continuing Prosperity (Glasgow: Glasgow EconomicForum).

Glasgow 1990 Festivals Office (1990) Final Quarterly Guide (Glasgow, Glasgow District Council).

Henderson, D. (2004) Sickness of an ill-divided nation, The Herald, 13 March.

Holcomb, B. (1993) Revisioning place: de- and re-constructing the image of the industrial city, in:Kearns & C. Philo (Eds) Selling Places (London: Pergamon).

Hughson, J. & Inglis, D. (2001) Creative Industries and the arts in Britain: towards a third way in culturalpolicy?, Cultural Policy, 7(3), pp. 457–478.

Kantor, P. (2000) Can regionalism save poor cities? Politics, institutions and interests in Glasgow,

Urban Affairs Review, 35(6), pp. 794–820.

Kelman, J. (1992) Some Recent Attacks (Stirling: AK Press).

Kemp, D. (1990) Glasgow 1990: The True Story Behind the Hype (Glasgow: Famedram).

Kemp, P. (2002) Child Poverty in Social Inclusion Areas (Edinburgh: Scottish Executive).

Kenway, P., Fuller, S., Rahman, M., Street, C. & Palmer, G. (2002) Monitoring Poverty and SocialExclusion in Scotland (York: Joseph Rowntree Foundation).

Khan, S. (2003a) A tale of two cities, The Observer, 27 April.

Khan, S. (2003b) What did culture ever do for us? The Observer, 8 June.

MacLeod, G. (2002) From urban entrepreneurialism to a ‘revanchist’ city? On the spatial injustices ofGlasgow’s renaissance, Antipode, 34(3), pp. 602–624.

McLay, F. (Ed) (1988) Workers City: the Real Glasgow Stands Up (Glasgow: Clydeside Press).

McLay, F. (Ed) (1990) Workers City: the Reckoning (Glasgow: Clydeside Press).

Mooney, G. & Danson, M. (1997) Beyond ‘Culture City’: Glasgow as a ‘Dual City’, in: N. Jewson &MacGregor (Eds) Transforming Cities (London: Routledge).

Mooney, G. & Johnstone, C. (2000) Scotland divided: poverty, inequality and the Scottish Parliament,Critical Social Policy, 63, pp. 155–182.

Myerscough, J. (1991) Monitoring Glasgow 1990 (Glasgow: Glasgow City Council/Strathclyde RegionalCouncil and Scottish Enterprise).

NHS Health Scotland (2004) A Health and Well-Being Profile of Scotland 2004 (Edinburgh: NHS HealthScotland).

OECD (2002) Urban Renaissance – Glasgow: Lessons for Innovation and Implementation (Paris:Organisation for Economic Co-operation and Development).

Pacione, M. (2001) Urban Geography (London: Routledge).

Prescott, J. (2003) A Level Playing Field for Public Sector Workers, Speech to Labour’s LocalGovernment, Women’s and Youth Conference, Glasgow, 16 February.

Scott, K. (2004) As the wealth and wealth gaps widen, Glasgow rebrands itself as a city of style,The Guardian, 10 March.

Scottish Executive (2004a) Scottish Index of Multiple Deprivation 2004 (Edinburgh: Scottish Executive).

Scottish Executive (2004b) The National Cultural Strategy (Edinburgh: Scottish Executive).

Social Disadvantage Research Centre (2003) Scottish Indices of Deprivation 2003 (Oxford: Universityof Oxford Department of Social Policy/Scottish Executive).

Shaw, M., Dorling, D., Gordon, D. & Smith, G. D. 1999: The Widening Gap: Health Inequalitiesand Policy in Britain (Bristol: The Policy Press).

Slims (2003) Glasgow 2003 Labour Market Statement (Glasgow: Slims).

Smith, D. (2004) You’ll be lucky to live to 60 here. But it’s not the third world . . . it’s Glasgow’s EastEnd, The Observer, 14 March.

Spring, I. (1990) Phantom Village: The Myth of the New Glasgow (Edinburgh: Polygon).

Sunday Herald (2002) A tale of two cities: how to bridge the great divide, Sunday Herald, 17 March.

Tinning, W. (2004) Will Glasgow flourish like Boston . . . or live in shade like Detroit?’, The Herald,10 February.

Turok, I., Bailey, N., Atkinson, R., Bramley, G., Docherty, I., Gibb, K., Goodlad, R., Hastings, A.,Kintrea, K., Kirk, K., Leibovitz, J., Lever, B., Morgan, J., Paddison, R. & Sterling, R. (2003) Twin

Track Cities? (Glasgow: University of Glasgow Department of Urban Studies/Edinburgh: Heriot-Watt University School of Planning and Housing).

Turok, I., Bailey, N., Atkinson, R., Bramley, G., Docherty, I., Gibb, K., Goodlad, R., Hastings, A.,Kintrea, K., Kirk, K., Leibovitz, J., Lever, B., Morgan, J. & Paddison R. (2004) Sources of cityprosperity and cohesion: the case of Glasgow and Edinburgh, in: M. Boddy & M. Parkinson (Eds)

City Matters: Competitiveness, Cohesion and Urban Governance (Bristol: Policy Press).

Urry, J. (2002) The Tourist Gaze, 2nd edn (London: Sage).[:]

[:en]Περι Πολιτιστικης πρωτεουσας….[:]

[:en] 

Το μενού έχει: πολιτιστική πρωτεύουσα

Η γαρνιτούρα

Εδώ και δύο χρόνια η τοπική ειδησεογραφία μας βομβαρδίζει με το σχέδιο της υποψηφιότητας της Ερμούπολης για την πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2021. Δημοτική αρχή, επιχειρηματίες, ΜΜΕ, εθελοντές και υπεύθυνοι πολίτες προωθούν το σχέδιο της υποψηφιότητας. Η κοινωνία μας, όμως από την άλλη, έχει μάλλον πιο πεζά και «μίζερα» πράγματα να ασχοληθεί: ανεργία, απλήρωτη και μαύρη εργασία, διάλυση υγείας και εκπαίδευσης και δεν δύναται να συμμετάσχει προς το παρόν στους μεγαλεπήβολους στόχους της πεφωτισμένης μας πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας. Η δε ρητορική που προβάλλεται υπέρ της υποψηφιότητας συνοδεύεται με την εναντίωση στη «μιζέρια» μας – που δεν κατανοούμε το «καλό» μας και είμαστε γκρινιάρηδες – και, ουσιαστικά ακολουθεί τη γνωστή πολιτική: «ή είσαστε μαζί μας ή είσαστε εχθροί μας και εχθροί της κοινωνίας μας ευρύτερα». Για αυτό το λόγο προβάλλεται μάλιστα η ανάγκη μίας πατριωτικής/πανσυριανής κίνησης που θα αναλάβει την υλοποίηση αυτού του σημαντικού έργου.

Με την αλλαγή της δημοτικής αρχής δεν υπάρχει καμία υποχώρηση από τη Μεγάλη αυτή Ιδέα, παρόλο που ο σημερινός «τεχνοκράτης» Δήμαρχος, αν ακολουθούσε τη λογιστική του μικροπολιτική, που σε άλλα θέματα – αιτήματα κοινωνικών αναγκών- την έχει ευαγγέλιο, θα έπρεπε πολύ απλά να καταλήξει ότι δεν βγαίνει αυτό το σχέδιο από πλευράς εσόδων/εξόδων και ισοζυγίου πληρωμών για το Δήμο. Με εξαίρεση τις δημοτικές παρατάξεις της αριστεράς1, οι υπόλοιπες θεωρούν πως το ποσό των 20 εκατομμυρίων2 τουλάχιστον, για τη διοργάνωση αυτή ή/και το ποσό των 200.0003 ευρώ μόνο για την υποστήριξη της υποψηφιότητας δεν θα μας λείψουν, αφού έτσι και αλλιώς δεν θα δίνονταν στην κοινωνία αλλά στους επιχειρηματίες για να μας ταΐσουν ανάπτυξη… Η αντιστροφή είναι σταθερή και μόνιμη τα τελευταία χρόνια: Δεν ταΐζουμε με την εργασία μας τους από πάνω, αλλά αυτοί – οι από πάνω – είναι, που μας κάνουν τη χάρη να δημιουργούν θέσεις εργασίας, για εμάς τα ορφανά.

Ε!! λοιπόν για αυτές τις θέσεις εργασίας πρέπει να τους βοηθήσουμε και να τους δώσουμε ακόμα λίγα φράγκα…

Βέβαια ακόμα και σε τεχνοκρατικό επίπεδο οι παραιτήσεις από το δίκτυο 20.21 (οι εθελοντές χομπίστες της προώθησης της υποψηφιότητας) θα έπρεπε να μας προβληματίσουν. Όπως και η ανάθεση του φακέλου της υποψηφιότητας σε αμφίβολης ποιότητας γερμανικής εταιρείας ,η οποία στελεχώνεται με άτομο που επίσης προωθεί την αντίπαλη υποψηφιότητα της Καλαμάτας4 (και στην πολιτιστική εργολαβία υπάρχουν φαίνονται μονοπώλια…).

 Το κύριο πιάτο

Βέβαια αν και ο τίτλος παραπέμπει σε πολιτισμό το βασικό επιχείρημα υπέρ του εγχειρήματος αναφέρεται στην «τουριστική προβολή» του νησιού. Σε μία εποχή που ο τουρισμός ανάγεται σε ατμομηχανή της εθνικής ανάτασης από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό και οι όποιες άλλες παραγωγικές επιλογές ακυρώνονται. Ο πολιτισμός δηλαδή μεταφράζεται άμεσα και χωρίς περιτυλίγματα σε business as usual και σε φράγκα, και όλα τα άλλα είναι απλώς παράπλευρες απώλειες.

Ακόμα και το πολυδιαφημισμένο φεστιβάλ Αιγαίου της κλασσικής μουσικής (με μόνιμο ωφελούμενο αρχιμουσικό, που εκμεταλλεύεται νέους μουσικούς από το εξωτερικό), καταλήγει φέτος να αυτονομείται πλήρως από το Δήμο5. Συνεπώς τα κέρδη της παραγωγής – με μεγάλη αύξηση των εισιτηρίων, και κατάργηση της ανοιχτής δωρεάν συναυλίας στην πλατεία – μονοπωλούνται από ιδιώτες.

Να σημειώσουμε επίσης ότι το σχέδιο της υποψηφιότητας συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον και την Τήνο και Μύκονο και ίσως ακόμα περισσότερα νησιά, κάτι που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις, συνέπειες και κοινωνική συναίνεση που απαιτείται για αυτό αφορά περισσότερο πληθυσμό από αυτόν της Σύρου.

Βέβαια το πλεονέκτημα της νησιωτικότητας και της συμμετοχής ακόμα και όλων των Κυκλάδων, σκοντάφτει στην σπανιότητα (ιδίως ενδοκυκλαδικών δρομολογίων) και αθλιότητα των ακτοπλοϊκών γραμμών και στα πανάκριβα εισιτήρια τους.

Ο λόγος περί πολιτισμού ως πλεονεκτήματος της υποψηφιότητας της Σύρου πιθανώς να προβάλει το ιερό νησί της Δήλου (αλλά μάλλον θα παραβλέψει το καθεστώς των συμβασιούχων φυλάκων αρχαιολογικών χώρων/ συντηρητών αρχαιοτήτων του υπουργείου πολιτισμού , πρωτοπόρο ιστορικά σε νέες εργασιακές σχέσεις κατακερματισμού εργαζομένων). Πιθανώς θα συνεχίσει ο λόγος περί πολιτισμού και θα αφηγηθεί την αρμονική συνύπαρξη ορθόδοξων και καθολικών. Το πολιτισμικό απόθεμα της συνύπαρξης καθολικών και ορθοδόξων στη Σύρο οδηγείται στον πατριάρχη του ρεμπέτικου Μάρκο Βαμβακάρη. [Ερώτηση: στο αντίστοιχο ρεμπέτικο αφιέρωμα, θα ακουστεί και το άσμα «μάγκες πιάστε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τα αρχίδια»; ή μάλλον θα πρέπει να ραφιναριστεί λιγάκι το ρεμπέτικο σαν πραγματικός πολιτισμός των από κάτω που δεν μπαίνει όπως είναι στα λουσάτα σαλόνια.] Και βεβαίως δεν ξεχνάει και την πλούσια θεατρική και χορευτική παράδοση του νησιού με τις υπάρχουσες δραστήριες πραγματικά ομάδες , που όμως δεν έχουν και που να στεγαστούν.

Η σαλάτα;

…Και εδώ αγκιστρώνεται και το δόλωμα για τις δομές που ίσως και να αναβαθμιστούν ή/και να οικοδομηθούν νέες.

Αν μπει κάποιος στον κόπο και διαβάσει το επίσημο site του θεσμού6 και δεν εφησυχάσει σε εταιρείες συμβούλων7, θα δει ότι δεν υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση ή προϋπολογισμός για τις πόλεις που αναλαμβάνουν, αλλά μονάχα ιδέες, συμβουλές, παραινέσεις και ουσιαστικά παραπομπές σε υπάρχουσες χρηματοδοτήσεις της ευρωπαϊκής ένωσης και προγράμματα8 που δεν απαιτούν να είσαι η πολιτιστική πρωτεύουσα για να τις πάρεις. Αν τις πάρεις βέβαια και με τι ανταλλάγματα. Η πιο εξασφαλισμένη χρηματοδότηση που δίνεται μόνο λίγους μήνες πριν από την έναρξη του έτους της πολιτιστικής πρωτεύουσας και εάν και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις είναι ένα βραβείο που ανέρχεται στο ποσό του 1.5 εκ.ευρώ (δηλαδή στο 5% περίπου του προϋπολογισμού του Δήμου), ενώ και ο συντηρητικότερος προϋπολογισμός της διοργάνωσης των 20 εκατομμυρίωναντιστοιχεί στα 2/3 ενός ετήσιου προϋπολογισμού του Δήμου. Συνεπώς το μόνο που μένει είναι ακριβά εισιτήρια, αλλά καθώς και αυτά δεν φτάνουν πάμε σε χορηγούς , σπόνσορες κλπ10. Η δημιουργική πολιτισμική παραγωγή από τους ίδιους τους κατοίκους μπαίνει συνήθως μόνο ως τσόντα και αυτή είναι και η συνηθισμένη κριτική από κύκλους ντόπιων καλλιτεχνών και ακτιβιστών στις αντίστοιχες διοργανώσεις προηγούμενων πολιτιστικών πρωτευουσών, μαζί με τις κακοτεχνίες και την μηδενική θετική επίδραση στην καθημερινότητα των κατοίκων (Ρόττερνταμ, Μπρυζ, Γλασκώβη, Mons κλπ.)11. Ακολουθούν επίσης οι καταγγελίες για την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και των αντιστοίχων προνοιακών δομών και για την κατάληψη της πόλης από τις ελίτ. Γιατί η αστική ανάπλαση και ο εξευγενισμός της (gentrification) – προϋποθέσεις και αποτελέσματα της διοργάνωσης – έχουν ουσιαστικές συνέπειες για την κοινωνία και την εκδίωξη των κατώτερων τάξεων από την πόλη. 12

Τελικά τελευταίο πιστωτικό εργαλείο που απομένει είναι οι συνηθισμένες τράπεζες και τα δάνεια (όσο και αν δυσκολεύονται να δώσουν οι καημένες τώρα τελευταία), υποθηκεύοντας την ανάπτυξη (αναφέρεται πιο κάτω τι είναι αυτή η ανάπτυξη και τουριστική προβολή). Ανάπτυξη που όμως δεν θα συνοδευτεί και με αύξηση των δημοτικών εσόδων από τις επενδύσεις (εκμετάλλευση και απαλλοτρίωση κοινωνικού πλούτου) για την αποπληρωμή των δανείων. Οι επενδύσεις στην εποχή μας πετάνε από περιοχή σε περιοχή μέσα σε λίγα λεπτά, αφορολόγητες. Δεν θα υπάρξει πραγματική ανταποδοτική επένδυση – έστω και με αστικούς χρηματικοοικονομικούς όρους. Με την έννοια της επιστροφής έστω μέρος των χρημάτων που θα σκορπιστούν στην προσέλκυση αυτής της επένδυση στην τοπική κοινωνία (αν και ποια είναι αυτή η τοπική κοινωνία και ποιες είναι οι ταξικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις και διαχωρισμούς που την χαρακτηρίζουν, συνήθως δεν αναφέρεται). Εκτός και αν, μέσω φεστιβάλ λουκουμιού, γιατί όχι και αργότερα λουκάνικου και κάπαρης; πιστεύουν ότι θα τονωθεί η παραγωγή και τα αντίστοιχα έσοδα του Δήμου, συν τα παραπάνω τέλη από την οριακή αύξηση των τραπεζοκαθισμάτων. Η φιλοδοξία να μεγαλώσει και να αναγνωριστεί το brand name της Σύρου και της Ερμούπολης στο τουριστικό στερέωμα, επίσης άμεσα δεν φέρνει λεφτά στα δημόσια /δημοτικά ταμεία, και βέβαια για το τι είδους τουριστική βιομηχανία και τις εργασιακές σχέσεις σε αυτή θα αναφερθούμε παρακάτω. Συμπέρασμα: τα σπασμένα θα τα πληρώσουμε πάλι εμείς και σε επίπεδο προϋπολογισμού του Δήμου…. (π.χ. οικονομική αποτυχία πολιτιστικής πρωτεύουσας Βίλνιους – πόλη με μεγάλη πολιτιστική παράδοση, ιστορία και τουρισμό – σε εποχή αντίστοιχης οικονομικής κρίσης της Λιθουανίας και Ω!! τι έκπληξη μη προσέλκυσης τουριστών). 13

Τώρα αν ορισμένοι ευελπιστούν ότι στη σημερινή περίοδο το κεντρικό κράτος θα είναι ο βασικός χρηματοδότης, όπως στις προηγούμενες ελληνικές περιπτώσεις (Θεσσαλονίκη), μάλλον ζούνε σε άλλον πλανήτη… π.χ. Η Πάφος στην Κύπρο έπεσε εκτός προϋπολογισμού και καλούσε τους βουλευτές της να πείσουν το κράτος να δώσει κάτι….14

Επίσης αν ελπίζουν σε τσάμπα εργασία εμπνευσμένων εθελοντών, τότε σίγουρα χρειαζόμαστε μαζική ψυχανάλυση… γιατί σίγουρα ορισμένοι, ελπίζουμε ελάχιστοι, θα προσφερθούν.

Ο καφές της παρηγοριάς!!!

Επίσης αν τελικά προχωρήσει ο Δήμος σε δημιουργία νέων δομών το ερώτημα είναι αν τελικά θα υπάρξει αναβάθμιση, ανακαίνιση ήδη υπαρχουσών ή αν θα έχουμε ένα νέο «αναπτυξιακό» τσιμέντο στο ήδη επιβαρυμένο νησί. Και αν η οποιαδήποτε φαραωνική κατασκευή θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται από εμάς που θα την φτιάξουμε με την εργασία μας ή θα «χρηματοδοτήσει» επίδοξους αετονύχηδες που θα αναλάβουν την «αξιοποίησή» της μετά το τέλος του θεσμού. Αν θα αποδοθούν για την κάλυψη πραγματικών κοινωνικών αναγκών ή αν τελικά πέσουν σε αχρηστία (ας θυμηθούμε και το κλειστό κολυμβητήριο το χειμώνα και τα σχέδια για προσέλκυση αθλητικού τουρισμού)

Το δικό μας ψωμοτύρι.

Ο πραγματικός πολιτισμός, όπως η τάξη μας τον γνωρίζει, σαφώς και δεν έχει θέση σε αυτό το φεστιβάλ. Η ιστορία του νησιού και οι αντιστάσεις της δεν χωράνε. Το πρώτο εργατικό κίνημα με τις αιματηρές και νικηφόρες απεργίες, η πείνα και ο θάνατος στην κατοχή έως και τη σημερινή εποχή με τις μικρές αλλά σημαντικές κινήσεις, όπως η πορεία των 4.000 το φθινόπωρο του 2011, οι απεργίες στην Περιφέρεια, στο Δήμο και στην εκπαίδευση, η υποδοχή του πρωθυπουργού Γιωργάκη, και με τους εργάτες του ναυπηγείου, του νοσοκομείου και των άλλων μονάδων να αγωνιούν και να παλεύουν, δεν θα μπορέσουν να μπούνε σε κανένα θέατρο Απόλλων.

Έτσι λοιπόν και ο πολιτισμός μας δεν μπορεί να χωρέσει σε καμία γκαλερί, ακόμα και αν οι αστοί τοποθετήσουν ένα κομμάτι του εκεί μέσα, αυτόματα δεν θα αποτελεί μέρος του πολιτισμού μας όπως π.χ. με τις τουαλέτες του dada dada

που χάσανε το σαρκασμό τους και την κριτική τους μπαίνοντας στα μουσεία.

Ο πολιτισμός μας: από το ρεμπέτικο του λιμανιού και όχι του μεγάρου, έως τα γκράφιτι και την παρλάτα hip hop, είναι δικός μας πολιτισμός και δεν απαλλοτριώνεται, όσο και αν προσπαθούν να τον αφομοιώσουν για δικό τους κέρδος.

Σε μία εποχή μαζικής φτωχοποίησης και διάλυσης των ψηγμάτων της αναπαραγωγής της τάξης μας (παιδεία, υγεία, και ναι και Πολιτισμός κλπ) δεν θεωρούμε ποτέ πολυτέλεια τη προώθηση πολιτιστικών εγχειρημάτων – άλλωστε η ιστορία : από την επαναστατική Ρωσία, που σε περιόδους πείνας και εμφυλίου, δημιούργησε από τα πιο πρωτοποριακά και σημαντικά καλλιτεχνικά κινήματα του 20ου αιώνα (σουπρεματισμός, κονστρουκτιβισμός, ρωσικός φουτουρισμός, ρωσική πρωτοπορία) και το θέατρο στην ελεύθερη Ελλάδα του βουνού τη δεκαετία του 40 ή ακόμα και στη Γυάρο από εξόριστους κόντρα στους «αναμορφωτικούς» χορούς του διοικητή, σε συνθήκες επίσης πολέμου και πείνας, έως τους εξεγερμένους μεξικανούς που σε συνθήκες σύγκρουσης με στρατό και φεουδάρχες ζωγραφίζουν τοιχογραφίες με ζαπατίστας και χρυσαφένια καλαμπόκια ή ασημένια φεγγάρια, αντί να επισκευάζουν μόνο τις καλύβες τους, και την κατάληψη της Λυρικής σκηνής και τις δράσεις πολιτισμού μέσα στις φλόγες του Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα, αποδεικνύει ότι μόνο οι από κάτω παράγουν τέχνη και πολιτισμό, οι από πάνω απλώς την αποσπούνε όπως κάνουν και με την εργασία μας. Ακόμα και όταν οι αστοί παρήγαγαν τέχνη την κάνανε ως επαναστατική τάξη κάποτε, και τότε πάλι κάποιοι μαικήνες την αγοράζανε.epon

Τα συνοδευτικά / πλαϊνά πιάτα

Η συνύπαρξη καθολικών και ορθοδόξων ως πολιτισμικό πλεονέκτημα προβάλλεται και από την υποψηφιότητα της Ξάνθης. Και η εκεί συνύπαρξη μουσουλμάνων (ποτέ Τούρκων) και χριστιανών αυτόματα από θέμα/πρόβλημα εθνικής συνοχής, όπως το ξέραμε από την κυρίαρχη ιδεολογία, μετατρέπεται σε πολιτισμικό προτέρημα – βρε τι σου κάνει ο πολιτισμός!!! Και ΝΑΙ και η Ξάνθη θέλει να μπει στο χορό και άλλες πόλεις από την Ελλάδα και ας σημειώσουμε και ποιες περιοχές παίζουν: Θράκη (Ξάνθη) και Κυκλάδες, Πειραιάς (Λιμάνι, Cosco, Μαρινάκης κλπ) που επίσης έχουν αναφερθεί και για το καθεστώς των Οικονομικών Ζωνών που πολύ ωραία μπορεί να ντυθεί με πνεύμα και θέαμα αν και τώρα τελευταία έχει ψιλοξεχαστεί από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τουλάχιστον. Επίσης η Καλαμάτα με την ευγενική χορηγία του εφοπλιστικού/ξενοδοχειακού κεφαλαίου Costa Navarino, και της οικογένειας του πρώην πρωθυπουργού Σαμαρά, η Καβάλα, τα Ιωάννινα (μας τελείωσαν οι αλβανοί μετανάστες και ψάχνουμε νέες αρπαχτές), ο Βόλος με τον πολύ δήμαρχο μαφιόζο Μπέο, η Λάρισα (περίπτωση: μας τελειώνουν οι αγροτικές επιδοτήσεις), η Τρίπολη και το Ναύπλιο που και οι δύο επενδύουν στα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης;;; (έ, ότι έχει ο καθένας ), η Ρόδος (με μεγάλη εμπειρία στην τουριστική εκμετάλλευση ξενοδοχοϋπαλλήλων), το Ναύπλιο και τα αθηναΐκά προάστια της Σαλαμίνας (βάλε και λίγο ναυμαχία γαρνιτούρα) και της Ελευσίνας (εκεί κοντά στις καμένες σάρκες των εργαζομένων των ΕΛΠΕ)…. και ακόμα μία τελευταία η Σάμος!!!! Α!! μου σφυρίξανε ακόμα και το Μεσολόγγι…. Πήξαμε , μπορεί και να ξεχάσαμε και καμία, ή και να προστεθούν στο τέλος και άλλες.

 

Καλή μας χώνεψη

Οπότε σε αυτό που πραγματικά εναντιωνόμαστε είναι στο νέο(?) μοντέλο παραγωγής και εργασίας που προωθείται μέσω αυτού του σχεδίου και τελικά αφορά την κερδοφορία ολίγων συμφερόντων, την διαιώνιση πελατειακών σχέσεων, που ιδίως στην επαρχία είναι ο πολιτικός στυλοβάτης, και στον πολιτισμό του άρτου και θεάματος που ο πτωχός συγγενής θα καταναλώσει απλά, στην καλύτερη περίπτωση.

Σε αυτό εναντιωνόμαστε: στο ότι η ίδια μας η εργασία κατευθύνεται σε αύξηση τιμών βασικών αγαθών (αύξηση ΦΠΑ, φορολογίας ενέργειας, ΔΕΚΟ), στο ότι το νοσοκομείο σε λίγο δεν θα θεωρείται ούτε κέντρο υγείας, στο ότι οι πανάκριβες ακτοπλοϊκές γραμμές λιγοστεύουν όλο και περισσότερο, στο ότι ο Δήμος ενοικιάζει εργαζόμενους – συγνώμη επωφελούμενους – , στο ότι το νεώριο έχει κηρύξει μονομερή στάση πληρωμών στους εργάτες, στο ότι η εργασία μας άμεση και έμμεση εν ολίγοις υποτιμάται και όλο και περισσότεροι περισσεύουμε, στο ότι τα πάντα ιδιωτικοποιούνται και εμπορευματοποιούνται (βλέπε π.χ. Βαρβαρούσσα).

Όταν αναπτύσσονται σχέδια για διαχείριση του νερού με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, που εξυπηρετούν αντίστοιχα ιδιωτικά συμφέροντα. Όταν ο Δήμος όχι μόνο διοχετεύει την κεντρική ταξική πολιτική στο τοπικό επίπεδο, αλλά και δεν τολμά να ασκήσει πολιτική ενίσχυσης των από κάτω. Είτε με στεγαστική πολιτική – πόσα άδεια ακίνητα έχει ο Δήμος; – , είτε με ουσιαστικές δομές και κινήσεις για άνεργους, φτωχούς , ανθρώπους με προβλήματα ψυχικής υγείας κλπ και όχι με χυδαίες φιλανθρωπίες. Αλλά μάλλον το αντίθετο: ενισχύει τους από πάνω με διευκολύνσεις για την επιχειρηματικότητα, επενδυμένη με ρητορική και πανηγυρικούς για τη σύμβαση π.χ. του Νεωρίου για τις δεξαμενές του πολεμικού Ναυτικού (τώρα βέβαια αν συνεχίζεται η μη καταβολή μισθών μετά από ένα μικρό διάλλειμμα μερικής αποπληρωμής είναι μάλλον ένα τεχνικό(sic) πρόβλημα).

Αλλά ακόμα και στο επίδικο θέμα του πολιτισμού ο Δήμος δείχνει πως τον εννοεί: με την πολιτική απαξίωσης/υποτίμησης της Φιλαρμονικής ορχήστρας και τη συνέχεια όσον αφορά του κλεισίματος της Παιδικής Βιβλιοθήκης και μάλλον την δρομολόγησή της προς χέρια ιδιωτών.

Δηλαδή μας ζητάνε να σκύψουμε περισσότερο γιατί η πολιτιστική πρωτεύουσα είναι ακόμα περισσότερο σκύψιμο και τίποτε άλλο.

Είναι ακόμα περισσότερο ανάπτυξη και “success story”, είναι μία νέα τοπική ολυμπιάδα 2004, με τις μίζες της, την αδιαφάνεια, τις νέες εργασιακές σχέσεις π.χ. απλήρωτης εργασίας (εθελοντές), είναι ο νέος τοπικός μύθος αντίστοιχος των εθνικών: ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρώ, Εκσυγχρονισμός, Ολυμπιάδα κλπ. Μύθος απαραίτητος για να τρώνε ορισμένοι και οι πολλοί να σκύβουνε.

Και κατεψυγμένα, και ληγμένα…

Συνεπώς καταλήγουμε στον μύθο της τουριστικής προβολής, μίας προβολής που σημαίνει: μισά μεροκάματα σε ξενοδοχεία και εργοδοτική τρομοκρατία (απολύσεις λόγω συμμετοχής σε απεργία ΓΣΕΕ, ξυλοδαρμός ξενοδοχοϋπαλλήλων από νταβραντισμένα αφεντικά σε πολλές περιπτώσεις σε ολόκληρη την επικράτεια), ανασφάλιστα γκαρσόνια, νέους/ες εργαζόμενους/ες που πρέπει να ανέχονται σεξιστικές συμπεριφορές, νέους/νέες εργαζόμενους/ες από χώρες της ανατολικής Ευρώπης σε συνθήκες επίσημης δουλεμπορίας, σχέδια για εγκαθίδρυση πληρωμάτων ασφαλείας στην ακτοπλοΐα, ώστε έστω και η ιδέα πραγματικής απεργίας να θεωρείται αδύνατη. Και προχωράει με την ομπρελοποίηση, εμπορευματοποίηση παραλιών ή /και την αναγκαστική απαλλοτρίωσή τους, το ξεπούλημα των πάντων.

Και αν ακόμα ο τουρισμός στη Σύρο δεν σημαίνει μόνο μεγαλοξενοδοχείο αλλά και μικροιδιοκτήτες ας αναλογιστούμε: πόσοι από αυτούς θα αντέξουν ακόμα μέχρι να γευθούν τα αποτελέσματα της «ανάπτυξης» μετά από τόσα χρόνια ταξικής επίθεσης και κάθετης πτώσης πραγματικών αξιών στα ακίνητά τους; Πόσο θα συνεχίζουν να εξυπηρετούν τα δάνεια της προηγούμενης περιόδου; Πόσο θα συνεχίζουν τελικά να δουλεύουν εργολαβικά για μεγάλους πράκτορες/tour operators και θα νομίζουν ότι είναι και οικονομικά αυτόνομοι και ανεξάρτητοι; Πόσοι από αυτούς θα βλέπουν τουρίστες με βραχιολάκια από πακέτα all inclusive και κρουαζιερόπλοια απλώς να τους προσπερνάνε; Πόσοι από αυτούς θα βρεθούν στη θέση των σημερινών δούλων τους απλήρωτοι και χωρίς δικαιώματα; Πόσοι τελικά καθημερινά θα αναπαράγουν, και χειρότερα ακόμη από τα μεγαλοαφεντικά, πρακτικές έντασης της εργασίας μας και της εξαθλίωσης για να κερδίσουν χρόνο στο όνειρο που τελειώνει; Πρέπει τελικά και αυτοί να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να αποτινάξουν τα μικροιδιοκτησιακά, υπό εξαφάνιση, συμφέροντά τους, όχι για λόγους ηθικής και αφηρημένης δικαιοσύνης αλλά απλά επειδή και το δικό τους μέλλον δεν θα σωθεί από την συγκέντρωση του κεφαλαίου, όσο και αν ευελπιστούν ότι οι πελατειακές σχέσεις θα τους διασφαλίσουν και πάλι.

Η τουριστική προβολή μέσω της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, θα προσανατολιστεί κυρίως στους ικανούς καταναλωτές πολιτισμού με το αντίστοιχο πολιτισμικό κεφάλαιο, άρα και ταξικά προνομιούχους15. Σε αυτούς, δεν θα τους αρκεί το ταβερνάκι και το απλό δωματιάκι αλλά η ζήτησή τους θα προσαρμόζεται στην προσφορά ακριβών εξεζητημένων υπηρεσιών, εξορίζοντας ουσιαστικά το μέσο έλληνα και ευρωπαίο επισκέπτη που στηρίζει τη μικρή τουριστική βιομηχανία του νησιού (ας θυμηθούμε και την αντίστοιχη εκδίωξη της εναλλακτικής κουλτούρας και του προλετάριου νέου από τον Γαλησσά με την οικοδόμηση μεγαλοξενοδοχείου και καζίνου στην πόλη όπως και μαρίνων για ιστιοπλοϊκά).

Η τουριστική προβολή επίσης, φαίνεται πως δεν χωράει τους εργάτες της ασθμαίνουσας βαριάς βιομηχανίας του νησιού, τους αόρατους μετανάστες στα θερμοκήπια, ενώ η Ερμούπολη οφείλει να περιορίζεται στους ρυθμούς των βαποριών και του βλαχομπαρόκ του Αγ. Νικολάου, ενώ π.χ. τα Καμίνια μάλλον καλό θα είναι να εξαφανιστούν.16

Ο μύθος της τουριστικής προβολής ζητάει πρώτα από όλους από τους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους, από τα ίδια τα γρανάζια της μηχανής που πολλά από αυτά πλέον δεν τα χρησιμοποιούνε πια, να δείξουν το μέγιστο ενδιαφέρον για αυτή τη μεγαμηχανή του κέρδους. Ζητάνε από τους εργαζόμενους ακόμα μία φορά να συναινέσουν, να αντέξουν, γιατί η «ανάπτυξη είναι κοντά» και θα φάνε και αυτοί κάποια ψίχουλα, να σκύψουνε πάλι στην ηγεμονία τους. Να ρίξουν στο πυρ το εξώτερο και να καταδικάσουν όποιον αμαυρώσει το νησί του «πολιτισμού», είτε με την απεργία του, είτε με τον αγώνα του, είτε με την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου και του περιβάλλοντος – απαραίτητου για την αναπαραγωγή της τάξης μας και μη συμβατό με την έννοια της καπιταλιστικής ανάπτυξης και συσσώρευσης έτσι και αλλιώς. Να μην ανεχτούνε καμία καραβιά παράνομων εργατών – «λαθρομεταναστών» στο λεξιλόγιό τους- να τους χαλάσει την φιέστα. Θέλουν δηλαδή να νομίζουμε ότι μεγαλώνοντας την πίτα με τον ιδρώτα μας κάτι θα φάμε και εμείς, ή μάλλον καλύτερα χτίζοντας τη φυλακή μας πιο ισχυρή θα νιώθουμε πιο ευτυχισμένοι ασφαλείς κατάδικοι. Για χρόνια να υπάρξει η συναίνεση και η σιγή του νεκροταφείου στην κοινωνία των Κυκλάδων και να μην ανεχτούνε κοινωνικές αντιστάσεις που είναι πολύ πιθανόν να ξεσπάσουνε με την ολομέτωπη επίθεση που ασκούνε και με τη δυναμική που ήδη έχει καταδείξει η περιοχή, έστω αυτή τη μικρή και ανοργάνωτη, αλλά σίγουρα υπάρχουσα.

Για να μαζέψουμε τα ψίχουλα από το τραπέζι

Όμως για να αντιμετωπίσουμε την εντεινόμενη επισφάλεια και υποτίμηση ακριβώς αυτό τον ρόλο του γραναζιού οφείλουμε να ξεπεράσουμε. Πρέπει να υποσκάψουμε τις πελατειακές σχέσεις και να εναντιωθούμε ακόμα και στο σόι μας ή στον κομματάρχη μας και τον γραφειοκράτη συνδικαλιστή, και στην εκκλησία, και στο «χέρι που μας ταΐζει» – μάλλον στα αφεντικά και στις επιχειρήσεις τους που ταΐζουμε εμείς- σε όλους αυτούς που στηρίζουν και προωθούν αυτό το μοντέλο: από τον μικρομαγαζάτορα γείτονα που δεν ασφαλίζει την μαγείρισσα και το γκαρσόνι, έως τον κουνιάδο που εμπορευματοποιεί την παραλία με τις ξαπλώστρες και αυτούς τους μικρούς να τους στρέψουμε ενάντια στον κατασκευαστή των κανόνων της εκμετάλλευσης και της δικής τους τελικά καταστροφής.

Εμείς τι θα μαγειρέψουμε?

Σίγουρα η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από απογοήτευση και έλλειψη εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης ενώ η επίθεση εντείνεται συνεχώς. Όσο αχνοφαίνεται μία ελπίδα (χα,χα) στον ορίζοντα, τόσο και τρεμοσβήνει αν δεν την φωτίσουμε και εμείς. Φαίνεται δύσκολο σε μία περίοδο που π.χ. ακόμα και απολυμένοι από εταιρείες δεν αγωνίζονται ενάντια στις απολύσεις ή το κάνουν αποσπασματικά και με μεγάλη απειρία συνδικαλιστικών δεδομένων, να πεισθεί ευρύτερος κόσμος να κινητοποιηθεί για ένα ζήτημα που μπορεί να φαίνεται θολό. Όταν μάλιστα ο «αντίλογος» ενάντια σε αυτόν τον αγώνα επενδύεται με «πολιτισμό» και «ψωμάκι να φάμε όλοι». Όμως αυτή ακριβώς η κίνηση μπορεί να σταθεί και να αποτελέσει και μία γέφυρα επικοινωνίας και σημείο συνάντησης των επιμέρους αγώνων και να σπάσει έτσι και η απομόνωσή τους που αποτελεί και το βασικό πρόβλημά τους. Μπορεί να τεθούν οι ευρύτεροι όροι για την αντιμετώπιση έστω και σε τοπικό επίπεδο της επίθεσης των από πάνω, με όρους που θα είναι και αποτελεσματικοί. Και όχι με όρους μίας μεγάλης αφήγησης ή πολιτικού προγράμματος, αλλά με όρους κινήματος και αγώνα. Το κινηματικό επίπεδο και δυναμικό το νησιού αρκεί για μία αρχή.

Απαιτείται με συνοπτικό λόγο προς την τοπική κοινωνία να αποκαλυφθεί το παιγνίδι της πολιτιστικής πρωτεύουσας και της αντίστοιχης αναβάθμισης/αριστοκρατικοποίησης/τουριστικής προβολής, όχι με την έννοια συνομωσιών αλλά κίνησης του καπιταλισμού σε δεδομένες ιστορικές συνθήκες που βεβαίως στελεχώνεται και με συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα και στο τοπικό επίπεδο. Να υπάρξει ένας ουσιαστικός αντίλογος στον βομβαρδισμό των κυρίαρχων με τα «ευγενή» τους πολιτισμικά σχέδια.

Να μην ξεχνάμε ότι βασικός παράγοντας εκλογής της πολιτιστικής πρωτεύσας είναι η κοινωνική συναίνεση. Ας μην ξεχνάμε πως η πρώτη επιλογή πλησιάζει τον Οκτώβριο 2015 και μετά από περίπου ένα χρόνο η τελική επιλογή, και η Ερμούπολη φαντάζει φαβορί για τον τίτλο μαζί με κάποια άλλη ταλαίπωρη πόλη της Ρουμανίας. Αν λοιπόν η «πολιτισμένη» επιτροπή του ευρωπαϊκού θεσμού για την επιλογή «σκύψει» στο ηλιόλουστο νησί μας και ανακαλύψει έστω και τους λίγους συνηθισμένους γραφικούς με τα επίσης γραφικά πανό και προκηρύξεις και συνθήματα να εναντιώνονται σε αυτή την υποψηφιότητα, θα το σκεφτούν πολύ. Άλλωστε είναι σίγουρο πως οι δυνατότητές μας αντίστασης στα σχέδιά τους μπορούν να είναι και πιο ευφάνταστες και αποτελεσματικές. Ας θυμηθούμε το επιτυχημένο σαμποτάρισμα του Άμστερνταμ ως ολυμπιακή πόλη – σε εποχές βέβαια με υψηλό κινηματικό επίπεδο και κρατική ανοχή (συνέπεια πάντα κοινωνικού ταξικού ανταγωνισμού) – όπου καταληψίες δώρισαν προφυλακτικά και μπάφους στην επιτροπή, προωθώντας ουσιαστικά τίποτα άλλο, παρά, τα βασικά τουριστικά προϊόντα της πόλης. Αυτές οι επιτροπές είναι ευαίσθητες στην κινηματική δράση παραπάνω από ότι νομίζουμε.

Επίσης σίγουρα θα είναι πολύ ουσιαστικό και ενθαρρυντικό, ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες αν η υποψηφιότητα ναυαγήσει κάτω από το βάρος των δράσεών μας σε μία περίοδο που η κατίσχυση των από πάνω φαίνεται τρομακτική. Στη σημερινή περίοδο το παγκόσμιο μοντέλο αυτονομεί την πόλη από το εθνικό κράτος, η νέα οικονομική γεωγραφία αναγνωρίζει πόλεις π.χ. Σαϊγκόν και όχι ολόκληρα συνολικά κράτη, πόλεις αφήνονται να χρεοκοπούν π.χ. Ντιτρόιτ, ενώ το κεντρικό κράτος των ΗΠΑ δεν παρεμβαίνει παρόλο που τυπώνει νόμισμα με επιταχυνόμενους ρυθμούς ή από την άλλη πόλεις να δίνουν γη και ύδωρ για την προσέλκυση επενδυτών, να «αναβαθμίζουν» τα κέντρα τους και να δημιουργούνται πόλεις μόνο για πλούσιους π.χ. Λονδίνο, ενώ λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα (βόρεια Αγγλία) οι άνεργοι μετράνε ήδη την τρίτη τους γενιά. Η δράση ενάντια στην αστική «ανάπτυξη» ενός μεμονωμένου χώρου μπορεί να δημιουργήσει μία νέα γεωγραφία αντίστασης και ανατροπής ευρύτερα.

Σε αυτή τη δράση μπορούν να χωρέσουν διαφορετικές κινήσεις και άτομα και συλλογικότητες: Από κατηγορίες εργαζομένων του Δήμου που δεν θα ανεχτούνε την παραπέρα υποτίμησή τους. Από εργαζομένους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Από συνελεύσεις για την υπεράσπιση του νοσοκομείου από χρήστες των υπηρεσιών του και εργαζομένους σε αυτό. Από κινήσεις για το άνοιγμα της παιδικής βιβλιοθήκης (πολιτισμός που δεν φέρνει φράγκα) και δεν αρκούνται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και εθελοντισμό ή στο «υπεύθυνο» άνοιγμα δύο ημερών την εβδομάδα μόνο. Από γονείς που βλέπουν τις σχολικές επιτροπές να πτωχεύουν. Από νεολαία που δεν ανέχεται την περιθωριοποίησή τους και την εξαφάνισή τους από τους δημόσιους χώρους. Από οικολογικές περιβαλλοντικές κινήσεις έως καλλιτεχνικές ομάδες και φοιτητές. Ακόμα ίσως και κόσμο έξω από την περιοχή κλπ. Ο καθένας μπορεί να βάλει την προτεραιότητά του και να συναντηθεί με τους άλλους σε αυτή τη δράση. Θα αποτελέσει και ευθύνη και του κάθε επίσημου φορέα η τοποθέτησή του σε αυτή τη μάχη με ποιο στρατόπεδο θα πάει και ποιο θα αφήσει. Και εδώ θα κριθούν αποφάσεις, συναινέσεις, συμμαχίες και πρωτοβουλίες…

Ακόμα όμως και αν η υποψηφιότητα φτάσει στις Κυκλάδες και δυστυχώς κερδίσει, η μάχη δεν σημαίνει ότι έχει χαθεί.

Μπορεί αυτός ο κόσμος που περιγράφηκε πιο πάνω να συνεχίσει την αντίσταση. Μπορεί με φαντασία και συλλογική δράση π.χ. να αναδείξει τον δικό μας πολιτισμό. Μπορεί να να συνεχίσει να ανατρέπει, να αντιστέκεται, να μπλοκάρει και το θεσμό της πολιτιστικής πρωτεύσουσας και την ευρύτερη πολιτική μας υποτίμιση.  Στην τελετή έναρξης και λήξης τους να μας βρουν στο δρόμο και απέναντί τους (η τελετή λήξης της αντίστοιχης διοργάνωσης στο Μάριμπορ της Σλοβενίας ουσιαστικά ακυρώθηκε λόγω διαδηλώσεων ενάντια στο διεφθαρμένο δήμαρχο)17  Ελπίζουμε να επανέλθουμε με προτάσεις συλλογικής αντίστασης και διεκδίκησης, και όχι απλώς μέσω διαδικτύου, αλλά ζωντανά και στους κινηματικούς χώρους.

Ας μην επαναλάβουμε τα λάθη ή μάλλον την παράλειψη του κινήματος σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, προηγούμενες πολιτιστικές πρωτεύουσες που δεν δόθηκε καν μάχη ενάντια στο θεσμό.

Να μην εμπιστευθούμε τους πολιτικά απαξιωμένους, κληρονόμους της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων, της χειραγώγησης να μας πουλήσουν «ανάπτυξη» και «νέες θέσεις εργασίας».

Να μην χρησιμοποιήσουν τον πλούτο μας και την εργασία μας πάλι για να παραδώσουν π.χ. αρχαιολογικά μουσεία μετά τη λήξη του θεσμού εκτός αστικού ιστού (πάτρα) και να πουλάνε προγράμματα υπερτιμημένα και ποιοτικά κατώτερα σε σχέση ακόμα και με προηγούμενα φεστιβάλ (βλέπε σύγκριση, πάλι Πάτρας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και προηγούμενου Διεθνή φεστιβάλ Πάτρας κα της ποιότητάς του, ιδίως τα πρώτα χρόνια).

Να μην ξεχνάμε τις συνέπειες της Ολυμπιάδας του 2004 για όλη την Ελλάδα.

Ας εμπνευστούμε από την πάλη παγκοσμίως της τάξης μας ενάντια στις φιέστες τους σε Σεούλ, Πόλη του Μεξικού, Βραζιλία.

Ας ξαναδούμε πως η Βαρκελώνη άλλαξε ριζικά με την Ολυμπιάδα και τι σημαίνει ακόμα και σήμερα για το κίνημα εκεί (εκκένωση καταλήψεων, καταστολή κινήματος αυτονομίας Καταλονίας και Βάσκων, μείωση παροχής κοινωνικής κατοικίας, αύξηση τιμών ενοικίων, εξαφάνιση πληθυσμού Roma, κλπ).

Σίγουρα μία πολιτιστική πρωτεύουσα στη Σύρο δεν μπορεί να έχει την ίδια δυναμική, όμως η λογική και οι επιπτώσεις είναι παρόμοιες.

Ο αγώνας συνεχίζεται, καμία συναίνεση

Να μην επιτρέψουμε η εργασία μας να χρηματοδοτήσει προγράμματα που αναδιανέμουν τον πλούτο από κάτω προς τα πάνω.

Να ξαναδιεκδικήσουμε το συλλογικό δικαίωμα στην Πόλη, όχι μόνο ως πρόσβαση, αλλά και ως συμμετοχή στο σχεδιασμό, στις αποφάσεις, στο σχηματισμό της ιστορίας και της διαδικασίας στο χώρο και χρόνο και στις σχέσεις μας μέσα στην πόλη και το νησί που εργαζόμαστε, παίζουμε, μένουμε, μαθαίνουμε, ζούμε.

Να δοθεί ΤΩΡΑ ο φάκελος της υποψηφιότητας της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας στη Δημοσιότητα

Να σταματήσει η διαδικασία υποψηφιότητας και το κόστος της πρότασης να μεταφερθεί σε δράσεις κοινωνικής πολιτικής που είναι αναγκαίες

Σημειώσεις

  1. Βέβαια επειδή οι κωλοτούμπες μπροστά στην «ανάπτυξη», την «επιχειρηματικότητα», τις «επενδύσεις», και την «υπεύθυνη διαχείριση» κλπ δεν είναι ποτέ απίθανες, ας μην βρεθούμε προ εκπλήξεων αν υπάρχουν αλλαγές…
  2. http://www.koinignomi.gr/news/politiki/politiki-syros/2014/10/22/diarroes-omopsyhias.html
  3. http://www.syrostoday.gr/News/12336-Lefta-yparxoyn-gia-Politistiki-Proteyoysa-tis-Eyropis.aspx, http://www.cyclades24.gr/2014-01-15-09-42-24/2014-01-15-10-12-07/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%B1/item/15562-politistiki-prwteuousa-kalamata,peiraias-kai-syros-trexoun-me-xilia.html

4.http://www.tharrosnews.gr/news/content/%C2%AB%CE%B5%CE%BC%CF%86%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82%C2%BB-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1

  1. http://www.koinignomi.gr/news/politiki/politiki-syros/2015/03/30/pros-apofygi-zimias.html
  2. http://ec.europa.eu/programmes/creative-europe/actions/capitals-culture_en.htm , http://ec.europa.eu/programmes/creative-europe/actions/documents/ecoc-candidates-guide_en.pdf
  3. Όπως η εταιρεία που έχει αναλάβει την προώθηση της υποψηφιότητας και κάνει business με τη «δημιουργική βιομηχανία» http://kulturexperten.de/ ή / και γνωστούς άλλους συμβούλους ευρωπαϊκών προγραμμάτων http://www.welcomeurope.com/
  4. http://eur-lex.europa.eu/legal content/EN/TXT/?uri=uriserv:OJ.L_.2014.132.01.0001.01.ENG παρ.17
  5. Να σημειώσουμε ότι ο προϋπολογισμός των 20 εκατομμυρίων, θεωρείται πολύ συντηρητικός και θα είναι μάλλον θαύμα να περιορισθεί σε αυτό το ποσό. Βέβαια λένε ότι τα έργα και τα έξοδα θα επιμεριστούν σε όλα τα νησιά… Από την άλλη πολλοί προϋπολογισμοί παρόμοιων θεσμών κουκουλώθηκαν, ή ενισχύθηκαν μυστικά από άλλα κονδύλια.
  6. http://business-review.eu/featured/how-much-money-does-it-take-to-be-a-european-capital-of-culture-72435 . Ιδίως στο κομμάτι Public versus private money. Βέβαια το γιατί, τι, που, πότε και πως μία ιδιωτική εταιρεία χρηματοδοτεί , και από την άλλη αντιθέτως καταδικάζει τη μη χρηματοδότηση και άρα και τη μη υλοποίηση είναι ένα θέμα που πολλές φορές περνάει ασχολίαστο. Συν το γεγονός της εξιλέωσής της στην κολυμπήθρα της «κοινωνικής προσφοράς» που ξεπλένει πολιτικές εκμετάλλευσης, καταστροφής περιβάλλοντος κ.α.
  7. http://www.theguardian.com/artanddesign/2015/jan/13/mons-belgium-european-capitals-of-culture-ikea-nail-in-the-coffin, http://www.amicentre.biz/Marseille-Provence-2013-Cultural.html , http://blog.jordannamatlon.com/post/47050290254/culture-attack-marseille-mp2013 , http://www.academia.edu/1272251/The_impact_of_cultural_events_on_city_image_Rotterdam_cultural_capital_of_Europe_2001 .

Επίσης κλασσική και αξιόλογη κριτική για την ανάπλαση από ποιον και για ποιον στα πλαίσια της Γλασκώβης και του Λίβερπουλ ως Πολιτιστικές Πρωτεύουσες www.labforculture.org/en/content/download/63401/527211/file/Gerry%20Mooney_Cultural%20Policy%20as%20Urban%20Transformation.pdf .(στη συγκεκριμένη σελίδα http://www.labforculture.org υπάρχουν ενδιαφέρουσες απόψεις για την ECOC (European Capital Of Culture).

Και επίσης τα αξιόλογα πρακτικά των συνεδρίων Πανεπιστημιακού Δικτύου των Ευρωπαϊκών Πολιτιστικών Πρωτευουσών http://uneecc.org/conference/proceedings/ . Τα οποία συνέδρια ως τουλάχιστον παράλληλος θεσμός με αυτό τον επίσημο της Πολιτιστικής πρωτεύουσας, δεν χαρακτηρίζεται από αυστηρή κριτική βέβαια, αλλά σίγουρα υπάρχουν αρκετά ερωτήματα στα οποία δεν μπορούν όλοι να στρουθοκαμηλίζουν ή/και είναι αποκαλυπτικοί των πολιτικών επιλογών : π.χ. http://uneecc.ulbsibiu.ro/wp-content/uploads/2015/01/I-LiverpoolProceedings.pdf Minorities, margins, peripheries and the discourse of Cultural Capital (Ana-Karina Schneider), European Capitals of Culture as incentives for local transformation and creative economies: tendencies − examples – assessmen (Jürgen Mittag, Kathrin Oerters), European Capital of Culture: whose culture? Lesbian and gay culture in Liverpool (Helen Churchill, Mike Homfray) ή στο δεύτερο τόμο uneecc.ulbsibiu.ro/wp-content/uploads/2015/01/UNeECC_Forum_Volume_2.doc :Cultural Diversity in the Promotion Rhetoric of European Capitals of Culture (Tuuli Lähdesmäki), Mainstream and the Death of University Culture. Or how the rush for innovation threatens creativity (Wim Coudenys), Does an Open Port Widen People’s Minds? (Knud Knudsen),στον 3ο τόμο http://uneecc.ulbsibiu.ro/wp-content/uploads/2015/01/III-UNeECC_Pecs_Conference_Proceedings.pdf :Urban development planning and Culture: conditions for osmosis (Anna Arvanitaki) , στον 4ο http://uneecc.ulbsibiu.ro/wp-content/uploads/2015/01/IV-UNEECC-Proceedings.pdf : Crisis in Culture – Crisis in European Capitals of Culture (Fischer Hatto), Thessaloniki ’97 European Capital of Culture as an establishing mechanism of elite development coalitions: towards a regime approach? (Mantatzis Anestis), στον 5ο π.χ. Urban development beyond the European Capital of Culture programme. The local project class and local partnerships: allies, rivals or foes? (Katalin Fuzer)

  1. Ας θυμηθούμε στην Ολυμπιάδα του 2014 στην Αθήνα που εκδιώχθηκαν από το κέντρο της πόλης οι μετανάστες, πρόσφυγες, χρήστες, άστεγοι και τα αδέσποτα. Βλέπε επίσης κριτική των mega events όπως Ολυμπιάδες, για ελιτισμό, εμπορευματοποίηση, καταναλωτισμό, και βέβαια εξαφάνιση των φτωχών https://ceasefiremagazine.co.uk/olympics-opportunity-cleanse-city/, http://www.hindawi.com/journals/usr/2011/587523/ http://www.academia.edu/9641008/Sport_mega-events_and_leisure_studies, http://krax.typepad.com/krax/2008/10/mega-events-urban-change-and-gentrification-istanbuls-turn.html, http://www.academia.edu/5259715/Gentrification_in_Working-class_Communities_of_Glasgow,
  2. http://balticreports.com/2009/12/30/capital-of-culture-success-or-failure/
  3. http://www.sigmalive.com/news/local/85591/pafos-ektos-proipologismou-i-politistiki-protevousa-2017
  4. Το πολιτισμικό κεφάλαιο (βλ. Μπουρντιέ κ.α.) αναφέρεται σε κοινωνικές τάξεις που από τα γεννοφάσκια τους, τουλάχιστον καταναλώνουν αν όχι εμβαθύνουν σε εκφάνσεις, εκφράσεις του πολιτισμού. Δηλαδή την ακρόπολη δεν τη βλέπουν μόνο από καρτποστάλ, τον Βιβάλντι δεν τον ακούνε μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, γνωρίζουν να ξεχωρίσουν ένα μπαρόκ από ένα μπαουχάους κτίριο κλπ, και όλα αυτά όχι μόνο από τυπική εκπαίδευση, αλλά από την καθημερινότητά τους, και αυτό σημαίνει ότι ένα παιδί εργατών ή/και μικροαστών όσα και φροντιστήρια και να κάνει αυτό το πολιτισμικό κεφάλαιο δεν αποκτάται από τη στιγμή που στο περιβάλλον του ακούνε συνέχεια σκυλάδικα ή οι συζητήσεις είναι για ποδόσφαιρο μόνο. Άρα οι ανώτερες τάξεις με το αντίστοιχο πολιτισμικό κεφάλαιο είναι και οι ικανές να καταναλώσουν αντίστοιχη τέχνη και πολιτισμό (εικαστικές εκθέσεις κλπ). Ακόμα και στη Σύρο βλέπουμε στις παραστάσεις στον Απόλλωνα τις κυρίες με τα λάχανα στο κεφάλι και όχι τις Βρονταδιώτισες. Συνεπώς και οι επισκέπτες ενός mega event που προσφέρει πολιτισμό, θέλουν και αντίστοιχες υπηρεσίες σίτισης, στέγασης, κλπ. που δεν μπορούν να καλυφθούν από rooms to let ή tzatziki, ας θυμηθούμε και την πρόσφατη επίσκεψη Κομνηνού και Σία, και τι και που καταναλώσανε (αν και να μιλάς για πολιτισμικό κεφάλαιο π.χ. για τον Μελισσανίδη είναι λίγο ανέκδοτο).
  5. Δεν υπάρχουν μόνο τα νεοκλασικά στο νησί αλλά και άλλοι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που «υποβαθμίζονται» γιατί δεν αποπνέουν την πρέπουσα «αρχοντιά» (η λέξη μιλάει από μόνη της). Άρα μόνο τα πλούτη της τότε νέας αστικής και εμπορικής τάξης είναι κατάλληλα προς προώθηση και συντήρηση (αν και τα περισσότερα από αυτά εγκαταλελειμμένα γκρεμίζονται, ενώ ο Δήμος ζητάει πολιτιστική πρωτεύουσα). Βέβαια το κάθε κτίριο με τη δική του ιστορική μνήμη, τον κόπο των εργατών που το χτίσανε, και το μεράκι του κάθε τεχνίτη είναι σεβαστό. Όμως ας μην ξεχνάμε πως ο νεοκλασικός ρυθμός δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη παράδοση και είναι μάλλον εισαγόμενος με καταγωγή από τον συντηρητικό Ρομαντισμό και Κλασικισμό, και βέβαια αποτέλεσε και την επίσημη αισθητική του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και της αντίστοιχης αφήγησής του, που προσπάθησε να θάψει παρελθόντα οθωμανικά, λατινικά κλπ. και να προωθήσει συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική.

17.https://anavastao.espivblogs.net/2015/05/15/%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%81-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9/[:]

[:en]Γυαλιά μες στο τσιμέντο[:]

[:en]Ταφείο

Γυαλιά μες στο τσιμέντο

Φράχτης ανίερος της ιερής ησυχίας

Άραγε ποιος;

Κάποια αρχή; Ο δήμος; Η εκκλησία;

Κάποιο αρχίδι θέλει να πιάσει στα πράσα

Άραγε ποιόν;

Τις μαλακές πατούσες των γατιών;

Τα τέσσερα νύχια των περιστεριών;

Το σκαρφάλωμα παιδιών που θέλουν να παίξουν

την νύχτα με τις σκιές;

Τον φτωχό τον κλέφτη που στοχεύει στο λάδι,

στο καντήλι, στο λουλουδικό;

Κι αυτός ακόμα είναι σε ησυχία με τον νεκρό

Αλλά ο φύλακας, ο χτίστης της συμμετρίας των γυαλιών,

είναι μέσα του πιο σάπιος

Κειδανά, όπως σε κάθε τοίχο, δηλώνονται όλα εξαρχής

Οι κοιμισμένοι δεν έχουν προστασία

από τους μπράβους που τους έχουν για ιδιοκτησία.

Γυαλιά στις μάντρες συναντάς σε όλη την Μεσόγειο. Οι νότιοι συχνά δεν έχουν πόρους για να βάλουν κάγκελα. Ίσως αυτό το κάνει και πιο τρομαχτικό..

DSC00456

(Γυαλιά στις μάντρες συναντάμε σε όλη την Μεσόγειο. Οι νότιοι συχνά δεν έχουν πόρους για να στήσουν κάγκελα. Ίσως αυτό το κάνει και πιο τρομαχτικό.)[:]

[:en]Μάριμπορ – Πολιτιστική Πρωτεύουσα και Εξέγερση 2012[:]

[:en]Tο παρακάτω κείμενο αφορά μία μετάφραση για την αντίσταση των κατοίκων του Μάριμπορ ενάντια στην υποβάθμισή τους ως ευρωπαϊκή περιφέρεια εντός κρίσης, και όχι μόνο, και πως αυτή εκφράστηκε και στο επίπεδο της άρνησης της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης.

ΝΑΙ την πήραν και αυτοί και μετά ψάχνανε το δήμαρχο …

Φυσικά η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά αντιστοιχίες υπάρχουν πάντα…

Στα πλαίσια της κρίσης, και της περιθωριοποίησης της περιφέρειας της Ευρώπης, τα σχέδια και προγράμματα αστικής ανάπλασης, ακόμα και με το συναινετικό περιτύλιγμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής  Πρωτεύουσας, μπορούν απλώς να προσθέσουν στην οργή των κατοίκων που συνεχίζουν να βιώνουν ανεργία και εγκατάλειψη, ακόμα και στην ήσυχη, πολιτισμένη και σε καλύτερη μοίρα από τη δική μας, Σλοβενία.

Για περισσότερες πληροφορίες

http://councilforeuropeanstudies.org/critcom/the-slovenian-popular-uprising-within-the-european-crisis/

http://en.wikipedia.org/wiki/2012%E2%80%9313_Maribor_protests

απλώς ενδεικτικά… γιατί  για την πολιτιστική πρωτεύουσα  και τη σύρο θα επανέλθουμε…

ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΞΕΓΕΡΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΟ ΜΑΡΙΜΠΟΡ

Gal Kirn ανάρτηση Οκτώβριος 2013 /  Occupied London issue 5

 μαριμπορ

Εισαγωγή: Μάριμπορ από το 1988 στο 2012

Το Μάριμπορ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σλοβενίας, με περίπου εκατό χιλιάδες κατοίκους, και βρίσκεται στο Βόρειο-ανατολικό μέρος της  χώρας , στην περιοχή της Στυρίας που συνορεύει με την Αυστρία. Στη δεκαετία του 1930 το Μάριμπορ έγινε γνωστό ως το «Μάντσεστερ της (πρώτης) Γιουγκοσλαβίας» χάρις στην έκρηξη της βιομηχανίας της υφαντουργίας · και είδε επίσης μία εντυπωσιακή εκβιομηχάνιση την σοσιαλιστική περίοδο.  Πάντως η πόλη παρέμεινε αρκετά άγνωστη (εκτός των κοντινών της γειτόνων), μέχρι που βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης  το 2012: εκείνη τη στιγμή, το Μάριμπορ έγινε η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (ΠΠΕ), και ακόμα πιο σημαντικό, όταν στα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ξέσπασαν μαζικές εξεγέρσεις στην πόλη εναντίον του πολιτικού κατεστημένου και πυροδότησαν μία σειρά από διαμαρτυρίες σε όλη τη Σλοβενία. Οι διαμαρτυρίες αυτές κατέληξαν σε ένα μαζικό κίνημα που πρέπει να το δούμε εντός του πλαισίου των συνεχιζόμενων αγώνων της Ευρωπαϊκής περιφέρειας ενάντια στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης από την Ε.Ε.

Αλλά αν η τρέχουσα κρίση αποκτά ένα ακόμα  πιο άγριο πρόσωπο στην περιφέρεια, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός   πως η συνεχιζόμενη κρίση και η βαναυσότητα της αγοράς ακολουθούν το Μάριμπορ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ας μην ξεχνάμε ότι οι εργάτες του Μάριμπορ έστησαν το σκηνικό των μεγαλύτερων εργατικών διαμαρτυριών στην ιστορία της σοσιαλιστικής Σλοβενίας:  τον Ιούνιο του 1988, περισσότεροι από δέκα χιλιάδες εργάτες από όλες τις βιομηχανίες κατέλαβαν τους δρόμους για μία εβδομάδα. Στο παρών κείμενο προτείνω να διαβάσουμε μαζί και για τις δύο εξεγέρσεις στην πόλη – παρόλες τις διαφορές τους σε όρους  ταξικής σύνθεσης και πολιτικών αιτημάτων – ως ορόσημα του τέλους συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων: Η εξέγερση του 1988 ανήγγειλε την ήττα της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης, ενώ το 2012 θρυμμάτισε το καπιταλιστικό όνειρο της μετά-βιομηχάνισης. Η ιδιωτική -δημόσια στρατηγική της αποβιομηχάνισης ως σύλληψη ήταν πιο εμφατική από την αποστολή της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας για την αστική ανάπλαση του βιομηχανικού παρηκμασμένου αστικού περιβάλλοντος. Υπήρχε η ελπίδα ότι οι βιομηχανίες της πολιτιστικής δημιουργίας  θα νικούσαν την ανεργία (19%) και το αυξανόμενο χρέος της πόλης 2. Αλλά η πιο  πρόσφατη εξέγερση στο Μάριμπορ δεν συνέβη  ως απλή συνέπεια της αποτυχίας της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Η εξέγερση ήταν, μάλλον, η πολιτική απάντηση σε μία βαθύτερη δομική κρίση. Η θέση μου θα μπορούσε να διαβαστεί παράλληλα με τη θεωρητική παρατήρηση του Andy Merrifield που εύστοχα επιδεικνύει μία διαλεκτική σχέση μεταξύ των δυνάμεων «του στρατηγικού εξωραϊσμού» (εδώ η Πολιτιστική Πρωτεύουσα) και «της ανταρσίας» (εδώ η εξέγερση)

Αυτή η διαλεκτική είναι έμφυτη στην τρέχουσα  παγκόσμια-αστική συνθήκη, και οι ανταγωνιστές τρέφονται ο  ένας από τον άλλο με δραματικό τρόπο.  Είναι και οι δύο έμφυτοι  στην αναταραχή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς, ακριβώς όπως ο Μαρξ είπε πως ο σχετικά πλεονάζων πληθυσμός ενυπάρχει στη συσσώρευση του καπιταλισμού ·και σε αυτό, δανειζόμενος τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Μπένγιαμιν «μπορούμε να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τα μνημεία της μπουρζουαζίας ως ερείπια ακόμα και πριν να έχουν καταρρεύσει».

Αυτή η διαλεκτική του «πλεονάζοντος πληθυσμού» και του επιθυμούμενου «στρατηγικού εξωραϊσμού»  αναμφισβήτητα λειτουργεί δυνατά στον ιστορικό – αστικό ιστό του Μάριμπορ, αλλά χρειάζεται κάποιος να είναι σε εγρήγορση για τις ιδιαιτερότητές του. Το Μάριμπορ έχει υποστεί μια μακρά διαδικασία αστικής  (υπ)ανάπτυξης, η οποία  φέρει μαζί την πολύπλοκη αλληλεπίδραση των τροχιών της  παρελθούσας σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης και της υφιστάμενης καπιταλιστικής αποβιομηχάνισης. Η συνεισφορά αυτού του κειμένου είναι ότι θα περιγράψει  τρεις σημαντικές στρατηγικές που μπορεί να ρίξουν φως στις πρόσφατες εξεγέρσεις:  1. Ο θάνατος του βιομηχανικού πολιτισμού και των υποδομών του Μάριμπορ  2. Η συντριβή του μετα-βιομηχανικού ονείρου  μέσω της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και 3. Η συνεχής εξέγερση της πόλης, με την οποία χτίζεται  μια εναλλακτική υποδομή άμεσης δημοκρατίας και διαχείρισης .

1.Ιούνιος 1988: Η διάλυση της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας στο βιομηχανικό Μάριμπορ

Ο Andreja Slavec έκανε μία σε βάθος μελέτη της εκβιομηχάνισης του Μάριμπορ, η οποία ξεδιπλώνεται σε διαφορετικά στάδια: μετά την πρωταρχική φάση επέκτασης χάρη στις σιδηροδρομικές υποδομές στη δεκαετία του 1850 ( ο σιδηρόδρομος Βιέννη – Τεργέστη ήταν ύψιστης σημασίας για τη μοναρχία των Αψβούργων,) η δεύτερη πιο σημαντική περίοδος ήταν η δεκαετία του 1930, με την έκρηξη της βιομηχανικής υφαντουργίας και των νεοαναγειρόμενων εργοστασίων4.  Το Μάριμπορ, όμως, αυξήθηκε δραματικά ως πόλη από τη δεκαετία του 1950 όταν εισήλθε στη χρυσή εποχή της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης. Τρεις βιομηχανικοί κλάδοι ήταν ζωτικής σημασίας για αυτή τη βιομηχανική επιτυχία : του μετάλλου (ανάπτυξη γερανών, Metalna · χυτήρια του Μάριμπορ, παραγωγή αυτοκινήτων και φορτηγών, ΤΑΜ), η κλωστοϋφαντουργία (ΜΤΤ) και η ηλεκτρο-μεταλλική βιομηχανία (Elektrokovina).

H βιομηχανική ανάπτυξη έφερε εργάτες από άλλες αδελφές  δημοκρατίες στο Μάριμπορ. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 μία σημαντική εξέλιξη συνέβη στη βιομηχανία καλλυντικών (Zlatorog) και κατασκευών (συναρμολόγηση σπιτιών,  Merles). O Slavec σωστά υποστηρίζει ότι το  Μάριμπορ  ήταν στην πλευρά των κερδισμένων από τη μεταρρύθμιση της αγοράς που έγινε στα 19655.  Η μεταρρύθμιση της αγοράς σχεδιάστηκε για να μεταφέρει πολιτική δύναμη στο μικρο- επίπεδο, δηλαδή,  στους εργάτες και στις κοινωνικές(σοσιαλιστικές) επιχειρήσεις. Παρά την αντίθετη τάση που δυνάμωσε το ρόλο της διεύθυνσης πάνω στους εργάτες στις επιχειρήσεις, η μεταρρύθμιση τουλάχιστον στο Μάριμπορ μερικώς πέτυχε την παραπέρα ανάπτυξη ανεξάρτητων κεφαλαίων. Ήταν κάτω από αυτή τη συνθήκη που δημιουργήθηκε το αίτημα για πανεπιστήμιο στο  Μάριμπορ, το οποίο ιδρύθηκε το 1975. Μιλώντας ευρύτερα, η δημιουργία του πανεπιστημίου απάντησε στην ανάγκη (σε μία φορντιστική μόδα6) για την εκπαίδευση των νέων στελεχών στις αναπτυγμένες βιομηχανίες, η οποία επίσης κατέστη δυνατή από την επένδυση στην γνώση για να χρησιμοποιηθεί στη βιομηχανία. Το αστικό τοπίο του Μάριμπορ, με τις κοινωνικές/εργατικές κατοικίες, τα εργοστάσια και άλλες «βιομηχανικές» υποδομές,  γεννήθηκε εκείνες τις εποχές – και ζει σήμερα στις μνήμες των παλαιότερων γενεών και στα νέα βιομηχανικά ερείπια, όπως στα κενά εργοστάσια.

Αλλά το παραμύθι της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης τελείωσε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν η Γιουγκοσλαβία υποβλήθηκε σε μία μεγάλη οικονομική κρίση. Ο καλπάζων πληθωρισμός, η αύξηση της ανεργίας και η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης (περισσότερη δουλειά για λιγότερα λεφτά) επέφεραν μία γενική αίσθηση κοινωνικής ανασφάλειας. Οι εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ δημοκρατικών ελίτ ενισχύθηκαν περαιτέρω από τις σκληρές πολιτικές λιτότητας από το ΔΝΤ,  πολιτικές που η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να εφαρμόσει αν ήθελε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της 7. Το μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός έλαβε μέρος στο Μάριμπορ το 1988 και ανακοίνωσε την αρχή  του τέλους της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Τον Ιούνιο αυτού του χρόνου, μετά από μήνες απολαβών  χαμηλών μισθών, οι εργάτες στην ΤΑΜ, τη μεγαλύτερη επιχείρηση, αποφάσισαν να βγουν στους δρόμους. Σε αυτή τους την πορεία εντάχθηκαν και εργαζόμενοι από όλα τα υπόλοιπα μεγάλα εργοστάσια. Ενάντια στην αίσθηση κοινωνικής ανασφάλειας και την επιβαλλόμενη λιτότητα, οι εργάτες ήταν αντιθέτως ικανοί να χτίσουν δεσμούς και το αίσθημα της αλληλεγγύης. Περισσότεροι από δέκα χιλιάδες εργάτες κατέλαβαν τους δρόμους, τις πλατείες, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, και τους στρατηγικούς δρόμους στο Μάριμπορ. Η απεργία συνεχίστηκε για μία εβδομάδα και άσκησε πίεση στις διευθύνσεις των εργοστασίων, οι οποίες αναγκάστηκαν να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις. Αλλά η αντίθεση των εργατών – αν και δυνατή και σημαντική για το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος – ήρθε αργά. Ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτή την περίοδο ολόκληρο το σοσιαλιστικό μπλοκ κατέρρεε. Ήδη τον επόμενο χρόνο σημειώθηκε η πρώτη χρεοκοπία κοινωνικής (σοσιαλιστικής) επιχείρησης. Τα εργοστάσιο υποδημάτων Lilit ιδιωτικοποιείται το 1990, και λόγω των συνεχιζόμενων καθυστερήσεων στους μισθούς, οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν το εργοστάσιο μέρα και νύχτα8. To Lilit τελικά έκλεισε · αυτό ήταν η αρχή του τέλους της βιομηχανικής  εποχής του Μάριμπορ.

Ενάντια στον καθιερωμένο λόγο,  ο οποίος μεταχειρίζεται τη Σλοβενία ως “success story” της μετάβασης δίχως νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, χρειάζεται κάποιος να αναθεωρήσει αυτό το παραμύθι για να καταλήξει στο ότι οι διαδικασίες μετάβασης στην περιφέρεια της Σλοβενίας έδειξαν ένα κτηνώδη πρόσωπο από την αρχή. Η μετάβαση άρχισε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας  του 1980 και μετά,  και θα μπορούσαμε ειρωνικά να το αποκαλέσουμε το πρώτο πεντάχρονο πλάνο της απορύθμισης και της αποβιομηχάνισης, που έλαβε χώρα από το 1989 ως το 1994 και είχε καταστροφικές κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες για την καθημερινή ζωή της πλειοψηφίας του κόσμου στο Μάριμπορ. Οι περισσότερες από τις προαναφερόμενες βιομηχανίες χρεοκόπησαν και έκλεισαν (π.χ. Lilit, MTT, TA) εξαιτίας της απώλειας της Γιουγκοσλαβικής αγοράς και επίσης λόγω της απώλειας της μερικής ενσωμάτωσής τους στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα του Λαϊκού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας.  Oι λιγοστές επιχειρήσεις που επιβίωσαν εξορθολογίστηκαν  και περιόρισαν μαζικά τις οικονομικές τους δραστηριότητες (π.χ. Metalna), ενώ άλλες ξεπουλήθηκαν φθηνά στο ξένο κεφάλαιο (π.χ. η Zlatorog πουλήθηκε στη Henkel). To ποσοστό ανεργίας στο Μάριμπορ έφθασε γύρω στο 25%, και το χειρότερο ήταν ότι γύρω στο 70% αυτού του ποσοστού παρέμεναν επί μακρόν  άνεργοι · ότι, δηλαδή, ο Μαρξ θα αποκαλούσε «πλεονάζων πληθυσμός». Ακόμα και στα πρώτα χρόνια μετά το 2000, όταν το ποσοστό ανεργίας άρχισε να πέφτει και η οικονομική κατάσταση να «ομαλοποιείται», οι τριάντα μεγαλύτερες επιχειρήσεις απασχολούσαν λιγότερους εργάτες από ότι μόνο το εργοστάσιο της TAM στη δεκαετία του 1980 (περίπου 9000 εργάτες).

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο πως η βιομηχανική υποδομή χειροτέρευσε και μαζί με αυτή, το σύνολο του αστικού τοπίου μεταμορφώθηκε ριζικά. Το Μάριμπορ μετατράπηκε σε μνημείο του παρελθόντος, και για την πρώην Γιουγκοσλαβία, καθώς έφερε μαζί αρκετούς ανθρώπους από όλη την πρώην χώρα, αλλά και για τη βιομηχανική εποχή που κάποτε παρείχε κοινωνικό-οικονομική ευημερία στην πόλη. Πρόσφατα, φάνηκε ότι, δίπλα στο φάντασμα του βιομηχανικού παρελθόντος, η πόλη επίσης στοιχειώθηκε από το όνειρο του μετα-βιομηχανικού μέλλοντός της.

2. Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης: Το όνειρο της αποβιομηχάνισης από τον πολιτιστικό εξωραϊσμό.

Κάθε μεγάλο σχέδιο περιέχει μία υπόσχεση, ή είναι συνυφασμένο με ένα όνειρο για το μέλλον. Για να καταλάβει κάποιος το όνειρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό το φως της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης  δεν χρειάζεται να μπει σε μία μακρά ερμηνευτική έρευνα, αλλά απλά να δει στην επιφάνεια, στο πιο διαφανές επίπεδο: το όνειρο-αποστολή της  Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (ΠΠΕ) είναι  να εμπορευματοποιήσει τον πολιτισμό και να προμηθεύσει την Ευρώπη με νέες αποβιομηχανοποιημένες βιομηχανίες πολιτιστικής δημιουργίας. Όπως γράφεται και στο site της, η ΠΠΕ καλλιεργεί τον τουρισμό στην περιοχή, προωθεί την πολιτιστική ανταλλαγή στην Ευρώπη και πάνω από όλα, λειτουργεί ως μία ανα-διοργάνωση των δημιουργικών δυνατοτήτων9. Σύμφωνα με τη μελέτη του Palmer η ΠΠΕ από το 2004 έχει γίνει σημαντικός «καταλύτης» της αστικής αναβίωσης και οι περισσότεροι συνεντευξιαζόμενοι αντιπρόσωποι των  τοπικών οργανισμών  επιβεβαίωσαν με ενθουσιασμό αυτή τη θέση σε συνεντεύξεις τους10.  Αρχικά φάνηκε ότι επιτέλους το Μάριμπορ θα είχε την ιστορική του ευκαιρία: ανακηρύχθηκε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (2012) μαζί με την πορτογαλική πόλη της Γκιμαράες, επίσης ανακηρύχθηκε Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα της Νεολαίας (2013) και της δόθηκε και η διοργάνωση της Χειμερινής Ολυμπιακής  Πανεπιστημιάδας (2013). Το τελευταίο σχέδιο – της Ολυμπιακής Πανεπιστημιάδας – απέτυχε λόγω ανεπαρκούς χρηματοδότησης καθώς  η ΠΠΕ άρχιζε να λειτουργεί ως το συλλογικό όραμα για το νέο Μάριμπορ. Θεωρήθηκε ως μία δυνατότητα να ξεπεράσει την «περιφερειακή» και περιθωριακή θέση που απέκτησε σε σχέση με το κέντρο (Λιουμπλιάνα). Οι τοπικές πατριωτικές εντάσεις θα ξεπερνιούνται  από το ομαδικό πνεύμα, κάτι που θα ήταν επωφελές για την περιφερειακή ανάπτυξη και την αναβίωση του Μάριμπορ η οποία θα προσέλκυε τη νεολαία.

Όμως, η ουτοπική υπόσχεση του αποβιομηχανοποιημένου μέλλοντος εξόκειλε στα βράχια.  Η οργανωτική επιτροπή της ΠΠΕ δεν αντιμετώπισε μόνο τις φολκλορικές εντάσεις μεταξύ Λιουμπλιάνας και Μάριμπορ, αλλά και τις προβληματικές τοπικές αρχές, όπως ο πλέον πρώην Δήμαρχος του Μάριμπορ, Franc Kangler,  στον οποίο αποδόθηκαν, ήδη από τα μέσα του 2011, 15  διαφορετικές εγκληματικές  κατηγορίες. Δεν επιθυμώ να μπω σε συζήτηση για τη συνενοχή της ΠΠΕ και της τοπικής δημαρχίας, αλλά μάλλον να εστιάσω στα αποτελέσματα της πολιτικής της ΠΠΕ, τι πράγματι έφερε  στην ίδια την πόλη. Και δεν ήταν  όλα αρνητικά.

Ας αρχίσουμε με τις θετικές επιπτώσεις: υπήρξαν  ευρέου φάσματος εκδηλώσεις που εμπνέανε και οι οποίες συνδέανε τοπικές πολιτιστικές ομάδες και σχέδια με συναρπαστικούς επισκέπτες από το εξωτερικό. Θα ήθελα να τονίσω ειδικά ένα μακροχρόνιο σχέδιο που πήγασε και πήγε παραπέρα από την αποστολή της ΠΠΕ. Το Urbane Brazde (Αστικά Αυλάκια11) είναι μία κολεκτίβα που υλοποιεί αρκετά σχέδια εντός του πλαισίου του Κέντρου για εναλλακτική και αυτόνομη παραγωγή (ΚΕΑΠ): το σχέδιο επανασύνδεσης αστικών και αγροτικών κοινοτήτων μέσα και γύρω από το Μάριμπορ, σε συνδυασμό με βιώσιμη οικολογική παραγωγή και διανομή (οικολογική φάρμα), ένα σχέδιο βιβλιοθήκης/ τράπεζας για την αποθήκευση παλαιών σπόρων, προγράμματα  προώθησης αστικών κήπων και  του  πολιτισμού του ποδηλάτου, ψηφιακά νομαδικά εργαστήρια για την παραγωγή υλικού video και διαλέξεων και άλλες δραστηριότητες. Τα Αστικά Αυλάκια πάλεψαν με την ξεπερασμένη διάκριση μεταξύ αγροτικών και αστικών κοινοτήτων και προσπάθησαν να οικοδομήσουν μία διαφορετική κοινότητα όπου θα έρχονταν μαζί διαφορετικές γενιές, επαγγέλματα και πολιτικές πεποιθήσεις σε ένα εκ πρώτης όψης παράξενο μείγμα12. Αυτό είναι ένα  σχέδιο το οποίο είναι αυτό-βιώσιμο και θα συνεχίσει την εργασία του σε μακροχρόνια βάση.

Σε αντίθεση με αυτές τις θετικές εξελίξεις,  εξετάζοντας κριτικά την αποστολή της ΠΠΕ, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι οι σημαντικοί της στόχοι, δηλαδή ο δομικός εξωραϊσμός και η ανάπτυξη πολιτιστικών δομών, δεν επιτεύχθηκαν. Αυτό που έγινε αφορά την ενσωμάτωση τεχνών και πολιτισμού στον ιστό της αστικής ζωής, μέσα από την υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό, ενώ, ο Haussman βρίσκεται σήμερα βυθισμένος σε μία ωραία δημιουργική συζήτηση για τη Florida και δεν χρειάζεται να καταστρέψει τίποτα, αφού τα βιομηχανικά ερείπια είναι πανταχού παρόντα. Το δημιουργικό πλάνο δεν δούλεψε και πολύ μικρή πολιτιστική υποδομή θα μείνει στο Μάριμπορ μετά το τέλος της τοπικής ΠΠΕ. Ότι σχεδιάστηκε για να πυροδοτήσει τις τοπικές και περιφερειακές βιομηχανίες πολιτιστικής δημιουργίας είναι, και αυτή τη στιγμή (ακόμα) ισχύει σε ένα μεγάλο βαθμό, η αυτό-εκμετάλλευση και ο εθελοντικός ακτιβισμός. Τα συναρπαστικά σχέδια πολλών δημιουργικών νέων έμειναν σε συρτάρια γι άλλη μια φορά, δηλαδή υπό την πειθαρχία της αγοράς Η ΠΠΕ δεν εμπόδισε την αύξηση της ανεργίας, η οποία έχει φθάσει στο 19% σχεδόν.  Επιπλέον, ορισμένα κονδύλια της ΠΠΕ «χαθήκανε» ή σπαταλήθηκαν σε άγνωστες δημοτικές δραστηριότητες.

Αφού η συνολική αξιολόγηση είναι μάλλον αρνητική, δεν προκαλεί έκπληξη ότι η τοπική οργάνωση της ΠΠΕ ήταν η πιο κραγμένη από όλες όταν στα τέλη του 2012 μαζικές εξεγέρσεις έλαβαν χώρα. Σύμφωνα με μια εξαιρετικά δημοφιλή θέση, η αστική εξέγερση στο Μάριμπορ συνέβη λόγω της αυξανόμενης «αυτοπεποίθησης» και του «πνεύματος» της ΠΠΕ. Από αυτή την άποψη, μοιράζομαι μία κριτική που ξεκίνησε από το φιλόσοφο Boris Vezjak13, ο οποίος σωστά κατέδειξε αυτό τον αυτό-επιβαλλόμενο ναρκισσισμό από τους διοργανωτές της ΠΠΕ που ενδιαφέρονταν μόνο να πιστωθούν οι ίδιοι την αστική αναγέννηση. Η θέση μου υποστηρίζει επιπλέον ότι η αστική εξέγερση συνέβη ως παρενέργεια, ή ακόμα και ως αρνητική αντίδραση στην αποτυχία της ΠΠΕ στο βασικό της σκοπό της αστικής ανάπλασης.

3. Νοέμβριος 2012: η εξέγερση στην πόλη όπλισε πάλι

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έρχεται με αρνητικές καμπανοκρουσίες στη Σλοβενία. Οι τελευταίες κυβερνήσεις, της κεντροαριστεράς ή της δεξιάς, συναγωνίζονταν στην αναβάθμιση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ενώ «συστάσεις» από το εξωτερικό απαιτούσαν ακόμη περισσότερη λιτότητα και ιδιωτικοποίηση του μηχανισμού όλης της κοινωνικής αναπαραγωγής μαζί και των κρατικών επιχειρήσεων και των τραπεζών. Η απάθεια ήταν η πιο συχνή έκφραση της διάθεσης των πολιτών απέναντι στα δομικά προβλήματα που η περιοχή και η πόλη του Μάριμπορ αντιμετώπιζε για πολύ καιρό. Δίπλα στη αυξανόμενη ανεργία των τελευταίων ετών, αυτό που είναι ιδιαίτερα  ανησυχητικό  είναι το αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος, που αναγκάζει αρκετό κόσμο σε εξάρτηση από φιλανθρωπικές οργανώσεις (Ερυθρός Σταυρός, Κάριτας, κλπ.) που διανέμουν φαγητά και ρούχα και είναι ήδη στα όρια της εξάντλησης. Ένα μεγαλύτερος αριθμός κατασχέσεων και χρεωκοπιών  μικρότερων επιχειρήσεων έκανε την κατάσταση εξαιρετικά σκληρή. Σε συνθήκες αποτυχίας πολιτιστικού εξωραϊσμού και οικονομικής καταστροφής, το φθινόπωρο του 2012, η τοπική δημαρχία, υπό την ηγεσία του πρώην δημάρχου Franc Kangler, σχεδίασε να εισάγει ένα μαζικό σύστημα από 1000 ραντάρ για όρια ταχύτητας. Ο Boris Vezjak δήλωσε ότι «σε περισσότερους  από 20000 κόψανε πρόστιμα ταχύτητας μόλις μέσα σε δύο εβδομάδες – σε μία πόλη 100000 κατοίκων. Υπήρχε η  αίσθηση ότι είχαν στοχοποιηθεί οι προϋπολογισμοί των νοικοκυριών των κατοίκων»14. Η αίσθηση της κοινωνικής αδικίας για τις  άμεσες περικοπές  συσσωρεύτηκε, όταν διέρρευσαν  πληροφορίες για την εταιρεία: επρόκειτο για ένα συγκεκριμένο ιδιωτικό-δημόσιο πρόγραμμα που υλοποιήθηκε μέσω προσωπικών σχέσεων του δήμαρχου, ο οποίος  είχε εμπλακεί σε πολλές υποθέσεις διαφθοράς, χωρίς καμία νομική συνέπεια.

Οι άνθρωποι εξοργίστηκαν. Ακόμη και τότε, κανείς δεν περίμενε αυτή η δημόσια οργή να αρθρωθεί ή να υπερβεί  το συνηθισμένο στόμφο στις εφημερίδες και την κριτική από τους διανοούμενους. Αυτή τη φορά, όπως και με κάθε πολιτική χειραφέτησης, η απρόβλεπτη διάσταση εκτυλίχθηκε με τους πιο ριζοσπαστικούς τρόπους. Αυτό που ξεκίνησε ως ασήμαντες επιθέσεις, για ορισμένους βανδαλισμούς, στα συστήματα ραντάρ τη νύχτα έφτασε με δύναμη μπροστά από το γραφείο της δημαρχίας, όπου μια μικρή ομάδα ανθρώπων άρχισε να φωνάζει για  εξέγερση. Η εκδήλωση, οργανώθηκε μέσω του Facebook και στις τελευταίες εβδομάδες του Νοεμβρίου και στις αρχές Δεκεμβρίου, η κεντρική πλατεία 15 φιλοξένησε χιλιάδες ανθρώπους. Το σημαντικότερο γεγονός συνέβη στις 26 Νοεμβρίου, όταν 15.000 άτομα συγκεντρώθηκαν και απαίτησαν την παραίτηση του διεφθαρμένου δημάρχου και της τοπικής δημαρχίας. Η εκδήλωση ξεκίνησε ήρεμα, με πλήθος από οικογένειες και  παιδιά, αλλά διαλύθηκε βίαια από την αστυνομία που χρησιμοποίησε γκλομπ, υπερβολικές ποσότητες δακρυγόνων και άλλες κατασταλτικές μεθόδους. Αυτό πυροδότησε την εξέγερση, με ομάδες νέων να πιέζουν το γραφείο του δήμου, καίγοντας κάδους απορριμμάτων και χρησιμοποιώντας  πυροτεχνήματα. Οι εικόνες κυκλοφόρησαν σε όλη τη Σλοβενία και η δημόσια οργή πολλαπλασιάστηκε εξαιτίας των κυνικών αντιδράσεων από το πολιτικό κατεστημένο. Ότι  ήταν μια μικρή λάμψη στα τέλη του Νοέμβρη, εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και διαμόρφωσε αυτή τη μαζική κοινωνική εξέγερση. Η Σλοβενία αντιμετώπισε την πρώτη μεγάλη εξέγερση από την ανεξαρτησία της, η οποία έγινε χωρίς την οργανωτική βοήθεια κάποιου από τους καθιερωμένους θεσμούς (κόμμα, συνδικάτο, εκκλησία, και ούτω καθεξής). Τον Δεκέμβριο του 2012, και ακόμη και στα μέσα του 2013, η λαϊκή εξέγερση εξαπλώθηκε πάνω σε πολλές μικρές πόλεις της Σλοβενίας16 και έγινε δεκτή με γενικές απεργίες και υποστήριξη από τα συνδικάτα.

Οι μαζικές διαδηλώσεις δημιούργησαν νέες οργανωτικές πλατφόρμες που συγκλόνισαν ριζικά την τοπική άρχουσα πολιτική τάξη, καθώς παράλληλα συμμετείχαν στον αγώνα της Ευρωπαϊκής περιφέρειας ενάντια στις πολιτικές λιτότητας. Κοιτάζοντας πίσω, μπορεί κανείς να καταλάβει τους λόγους για την εξέγερση υπό το πρίσμα της αργής αλλά επιμένουσας υιοθέτησης  νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων από το 2004 και μετά, όταν και οι δύο κυβερνήσεις της κεντρο«αριστεράς» και της  δεξιάς ιδιωτικοποίησαν κρατικές επιχειρήσεις και κοινωνικές υπηρεσίες (ότι είχε απομείνει από το κράτος πρόνοιας). Αλλά τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει σκληρά τον πυρήνα  της κοινωνίας, και όχι μόνο όσους βρίσκονται  στο περιθώριο. Το κεντρικό αίτημα των εξεγέρσεων ήταν αρνητικό: Αρκετά, σίγουρα είναι φτιαγμένα/τα έχουν φτιάξει/κανονίσει (gotovo je, gotovi so ). Οι άνθρωποι απαίτησαν την ανατροπή του συνόλου της πολιτικής τάξης · η συζήτηση μιας εναλλακτικής ατζέντας για τη μετατροπή της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων συνέβη μόλις πρόσφατα. Αυτό που είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι ότι επιτεύχθηκαν οι άμεσοι πολιτικοί στόχοι της εξέγερσης: ο δήμαρχος του Μάριμπορ, Franc Kangler, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη δημόσια πίεση ·ακόμη και σε εθνικό επίπεδο, η κυβέρνηση του Janez Janša παραιτήθηκε αργότερα λόγω των μαζικών διαμαρτυριών καθώς οι εταίροι του συνασπισμού άφησαν το βυθιζόμενο σκάφος.

Παρότι επιτεύθηκαν  τα άμεσα σημαντικά πολιτικά αιτήματα της εξέγερσης, η πλειοψηφία των ομάδων, παλαιών και νέων πολιτικών οργανώσεων της διαφωνίας, δεν έχουν μια σαφή ημερήσια διάταξη, για το τι θα έρθει μετά. Η οικονομική κρίση είναι ακόμα εκεί και οι μεγάλοι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παραμένουν άθικτοι. Η νέα μεταβατική κυβέρνηση, με επικεφαλής την πρώτη γυναίκα , Αλένκα Μπράτουσεκ, έχει υιοθετήσει μια πολιτική λιγότερο επιθετική, ακόμα και με συμφιλιωτικό τόνο που επιχειρεί να ενσωματώσει την κριτική των μαζικών διαδηλώσεων. Παρά τη νίκη και την παραχώρηση από την πλευρά του πολιτικού  κατεστημένου, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατάσταση είναι μόνο προσωρινή και ότι οι νέες πολιτικές πλατφόρμες θα πρέπει να συνεχίσουν να  εργάζονται τόσο στο επίπεδο των δρόμων (κοινωνικά κινήματα) όσο και εντός πιο θεσμικών μορφών, που θα μπορούσαν να  οδηγήσουν  σε ένα πραγματικό αριστερό κόμμα στη Σλοβενία,  και που θα συνέφεραν μαζί: και τα κινήματα και οι θεσμικές μορφές,  στους αγώνες στην / της περιφέρειας .

Συμπέρασμα: πως συνεχίζει το Μάριμπορ?

Δεν θα ήταν υπερβολή να συμπεράνουμε ότι οι πολιτικές προσπάθειες και το αποτέλεσμα της εξέγερσης άρχισε να διαμορφώνεται καθαρότερα στο Maribor, στην πόλη που είδε την πρώτη μαζική πολιτική κινητοποίηση μετά από σχεδόν 25 χρόνια. Η πολιτική πλατφόρμα της διαμαρτυρίας ξεκίνησε μέσα από τη διεξαγωγή δύο διαφορετικών  και συγκεκριμένων  πολιτικών  αγώνων: πρώτον, ορισμένες ομάδες οργάνωσαν την υποστήριξή τους σε ένα νέο πρόγραμμα και ανεξάρτητο δήμαρχο. Οι τοπικές εκλογές στα μέσα Μαρτίου έφεραν την εκλογική νίκη του Andrej Fištravec, ενός ανεξάρτητου και κριτικού διανοούμενου, ο οποίος ήταν ήδη παρών στην τοπική σκηνή για χρόνια. Το πρόβλημα παραμένει με το επίσημο δημοτικό συμβούλιο, το οποίο εξακολουθεί να απαρτίζεται από τα μέλη των κατεστημένων  πολιτικών κομμάτων. Το Συμβούλιο θα καθυστερήσει αναμφισβήτητα τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής διαδικασίας. Δεύτερον, υπήρξε μια σημαντική άμεση δημοκρατική προσπάθεια από την «Πρωτοβουλία για το Δημοτικό Συμβούλιο»17, η οποία οργάνωσε την περιοχή και άλλες κοινότητες. Αυτές οι νέες δημοκρατικές πλατφόρμες θεωρούνται ως φόρουμ για συζήτηση και πιθανή επιρροή στον δημοτικό προϋπολογισμό και  προγραμματισμό, οι οποίες αμφότερες εφευρίσκουν εκ νέου την παράδοση της αυτο-διαχείρισης και δίνουν επιπλέον το παράδειγμα και σε άλλες πόλεις.

Το αν και οι δύο πτυχές της πολιτικής διαδικασίας από τα κάτω και από τις ήδη θεσμοθετημένες μορφές συνεργαστούν και μετατρέψουν την κατάσταση είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, το οποίο είναι πολύ νωρίς για να απαντηθεί . Αλλά αυτό που είναι σημαντικό  είναι ότι η ίδια η πολιτική απομακρύνθηκε από εκείνους που είναι συνένοχοι για την παρούσα κρίση. Η πολιτική επίσης απομακρύνθηκε και από τη νοσταλγία των βιομηχανικών εποχών και από τον νεοφιλελεύθερο ενθουσιασμό των αποβιομηχανοποιημένων ονείρων της ΠΠΕ. Αν το Μάριμπορ προσπάθησε ήδη να απαντήσει το 1988, έχει απαντήσει πάλι, πολιτικά, και το 2012 – ξεκινώντας να επαναπροσδιορίσει τι είναι η πόλη και επίσης, το «δικαίωμα στην πόλη». Αν το Μάριμπορ  το 1988 σηματοδότησε την πτώση του σοσιαλισμού που σήμανε επίσης πτώση του κράτους πρόνοιας, μήπως αυτή τη φορά ακούμε τις καμπάνες του νεοφιλελεύθερου θανάτου; Αυτό παραμένει το ερώτημα που έθεσε το νέο Μάριμπορ, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερο από ό, τι η ίδια η πόλη. Αυτό που είναι όμως ξεκάθαρο είναι ότι η εξέγερση δημιούργησε το μέλλον ενός  διαφορετικού Μάριμπορ που αντιτίθεται τόσο την επιβεβλημένη λιτότητα όσο και τη θέση της περιφέρειας. Απέναντι σε αυτό, ο αγώνας φωτίζει δρόμους στους οποίους η περιφέρεια σήμερα  μπορεί να αποτελέσει κέντρο τόσο για την πολιτικά ενεργή σκέψη όσο και για την επαναστατική δράση.

Σημειώσεις

1 Οφείλω να ευχαριστήσω τους Franc Trček καιTomaž Škela για τα αξιόλογα σχόλια στην προετοιμασία αυτού του κειμένου και την  Aleksandra  Berberih Slana (Μουσείο Εθνικής Απελευθέρωσης , Μάριμπορ) για την άδειά της να δημοσιεύσω φωτογραφίες. Και μερικές ακόμα πηγές.

2 Αυτή είναι η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία (πηγή Υπηρεσία Εργασίας Σλοβενίας: http://www.ess.gov.si/trg_dela/trg_dela_v_stevilkah/stopnja_registrirane_brezposelnosti).

3 Βλέπε Andy Merrifield http://www.occupiedlondon.org/strategic-embellishment-and-civil-war-more-notes-on-the-new-urban-question/

4 Slavec (1992,Βιομηχανία Μάριμπορ, FF, Λιουμπλιάνα) Το φιλμ ντοκιμαντέρ Fabrika Maribor (σκην. Bojana Rudl,  2009) παρουσιάζει με ωραίο τρόπο τα 160 χρόνια βιομηχανικής ανάπτυξης. Πρόσφατα στα πλαίσια της ΠΠΕ του Μάριμπορ ένα πρόγραμμα βιομηχανικής περιήγησης (David Šalamun) έκανε μία καλή συλλογή φωτογραφιών και μικρών περιγραφών διαφόρων κοινωνικών κατοικιών, εργοστασίων και άλλων εγκαταστάσεων που παρουσιάζουν το βιομηχανικό τοπίο του Μάριμπορ: http://www.industrijskapespot.si/index.html.

5 Έχω ερευνήσει τις περισσότερες αρνητικές συνέπειες της μεταρρύθμισης της αγοράς, η οποία κατέληξε στην ενδυνάμωση του ανταγωνισμού μεταξύ σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, την άνοδο των δομικών ανισορροπιών μεταξύ κέντρου και περιφερειακών περιοχών στη Γιουγκοσλαβία, αλλά επίσης την εντατικοποιημένη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Δείτε το PhD  μου (2012: 241-319, http://www.ung.si/~library/doktorati/interkulturni/21Kirn.pdf).

6 Μπορεί κάποιος επίσης να ανακαλύψει μία (πρωτο)μετα-φορντιστική διάσταση σε αυτή την διαδικασία, η οποία είδε την άνοδο της τεχνοκρατίας (management) και τη στρατηγική σημασία της γνώσης στις (νέες) βιομηχανίες. Ακόμα και η χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου άρχισε να γίνεται μέσω Αυτό-Διαχειριζόμενων Ομάδων Ενδιαφερόντων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις. Για την τάση της αγοράς στο σοσιαλισμό δείτε επίσης Johana Bockman (2011, Markets in the Name of Socialism: The Left-wing Origins of Neoliberalism, Stanford University Press).

7 Για λεπτομέρειες δείτε Woodward (1995, Balkan Tragedy. Washington DC: The Brookings institution).

8 Βλέπε http://www.muzejno-mb.si/novo/spomenik-mariborski-industriji.html στα Σλοβενικά. Πρέπει να ευχαριστήσω τον Tomaž Škela για ορισμένες αξιόλογες οπτικές αυτών των γεγονότων

9 Αυτός ο, σίγουρα,  όχι και πολύ δημιουργικός  λόγος  πάνω στη βιομηχανία της πολιτιστικής δημιουργίας μπορεί να βρεθεί στο video προώθησης της ΠΠΕ και στο εισαγωγικό σημείωμα http://ec.europa.eu/culture/our-programmes-and-actions/doc413_en.htm

10 Η μελέτη του Palmer έγινε ήδη το 2014 και έδειξε τα θετικά αποτελέσματα της πλειψηφίας των συνεντευξιαζόμενων πόλεων (80%). Βλέπε, http://ec.europa.eu/culture/key-documents/european-capitals-of-culture_en.htm ειδικά το δεύτερο μέρος.

11 Βλέπε http://brazde.org/ στα Σλοβενικά

12 Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα θετικών σχεδίων, όπως το Cinema Udarnik, αλλά χρειάζεται να εκτιμήσω αυτές τις συνεισφορές σε άλλη περίπτωση.

13  Για μία πολλαπλώς κριτική αξιολόγηση της ΠΠΕ βλέπε επίσης το νέο νούμερο από το Dialogi http://www.aristej.si/eng/dialogi/index.html .

14 Για λεπτομέρειες δείτε το άρθρο του Vezjak για τους λόγους των εξεγέρσεων  http://www.eurozine.com/articles/2013-01-10-vezjak-en.html.

15 Δείτε τη φωτογραφία: η πλατεία Ελευθερίας και στο κέντρο το Μνημείο της Απελευθέρωσης του Λαού, από τον αρχιτέκτονα Slavko Tihec, ο οποίος συμμετείχε στο μοντερνιστικό κίνημα που δημιούργησε νέα μνημεία για την επανάσταση στη Γιουγκοσλαβία.

16 Οι τελευταίοι μήνες των μαζικών αστικών διαμαρτυριών φέρανε μαζί διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και άτομα διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων και γενεών, νέοι και γέροι, εργάτες και φοιτητές, queers και επισφαλείς, οικολόγους, αναρχικούς και σοσιαλιστές. Όλοι απαιτούσαν βαθύτερη κοινωνική αλλαγή. Αντί του συνηθισμένου παράπονου από τον καναπέ οι άνθρωποι βαδίσανε στο βασίλειο της δημόσιας διαμαρτυρίας. Για λεπτομέρειες της εμφάνισης του μαζικού κινήματος βλέπετε το κείμενό μου http://www.newsocialist.org/679-a-ghost-is-haunting-slovenia-the-ghost-of-revolution .

17 Βλέπε http://www.imz-maribor.org/ (στα Σλοβενικά μόνο). Πιο γενικά οι στόχοι  του είναι: να συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική της πόλης και στην πρόληψη της διαφθοράς, να μετατρέψει το σημερινό σύστημα με την οικοδόμηση μιας κοινότητας ενεργών πολιτών που συμμετέχουν σε ευρύτερες λαϊκούς αγώνες,  να συζητάνε σημαντικά θέματα,  να είναι σε εγρήγορση σχετικά με όλες τις νέες πολιτικές και να επηρεάζει ενεργά μία εναλλακτική ατζέντα. Η πρωτοβουλία ανέπτυξε επίσης πιο συγκεκριμένες στρατηγικές για κάθε περιοχή της πόλης, που θα εκδημοκράτιζε ριζικά τη λειτουργία του δήμου.[:]