[:en]Bullying στη Σύρο. Με αφορμή το δημοσίευμα στο Λόγο των Κυκλάδων[:]

[:en]Η τοπική εφημερίδα «ο Λόγος των Κυκλάδων», με ημερομηνία έκδοσης την 16η Απριλίου, είχε τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Bullyingστη Σύρο!». Η εφημερίδα αφιέρωνε επίσης το editorial, την στήλη Αγενώς στη σελίδα 5, όπου γινόταν και μια ιστορική ανασκόπηση σε θύματα bullyingστην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, και το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας με τίτλο «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλον Γιακουμάκη…» στην περιγραφή και ανάλυση περιστατικού που σημειώθηκε σε εκδρομή σχολείου της Σύρου. Το παρόν κείμενο δεν αναφέρεται στο ίδιο το συμβάν στη σχολική εκδρομή, με στόχο να κινηθεί στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που υποδεικνύει η τοπική εφημερίδα αλλά και γενικότερα τα μμε. Τη μετατροπή, δηλαδή, ενός δυσάρεστου περιστατικού σε δημόσιο θέαμα στο οποίο όλοι θα έχουν δικαίωμα θέασης και σχολιασμού.

Η μιντιοποίηση κοινωνικών συμβάντων δεν ξεκινά βέβαια από τη Σύρο, αποτελεί μια απλή προέκταση της τηλεοπτικής λαίλαπας που ξέσπασε με αφορμή την εξαφάνιση του φοιτητή από την Κρήτη. Τα ελληνικά μμε διαχειρίστηκαν και αυτή την υπόθεση με όρους θεαματικότητας. Μουσική, τίτλοι, ρεπορτάζ, μαρτυρίες, λόγος που απευθύνεται στο συναίσθημα, δημιουργώντας μια αγωνιώδη κλιμάκωση, μέχρι το μικρό διάλειμμα για διαφημίσεις.

Η μιντιοποίηση, ωστόσο, του φαινομένου, αν δεχτούμε ότι υπάρχει πράγματι κοινωνικό φαινόμενο το οποίο βρίσκεται σε έξαρση, μοιάζει να είναι το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας ψυχολογιοποίησης του. Την απόδοση δηλαδή των αιτιών του φαινομένου σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων ή των ομάδων που συμμετέχουν σε αυτό με οποιοδήποτε ρόλο. Μια τάση, σχεδόν σύμφυτη με την επιστήμη της ψυχολογίας, η οποία προάγεται από τα μμε ως μέσο προσέγγισης και ερμηνείας κοινωνικών και ψυχικών προβλημάτων ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης.

Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα ψυχολογιοποίησης αφορά την προσέγγιση των προγραμμάτων υποστήριξης ανέργων, τα οποία υλοποιούνταν από δήμους, οργανώσεις, μκο κ.ά., πριν ακόμη από την προσφυγή στο ΔΝΤ, την επίσημη δηλαδή αναγνώριση της κρίσης. Εκείνη την περίοδο όλες οι επιδοτήσεις και όλα τα προγράμματα που υλοποιούνταν, αφορούσαν την ανεργία. Τότε σημειώνονταν οι πρώτες απολύσεις καθαριστριών από δημόσιους φορείς και οι επαναπροσλήψεις τους σε εταιρίες εργολαβιών και ξεκινούσε το ντόμινο των πτωχεύσεων εταιρειών, βιοτεχνιών κ.ά. Η λογική των προγραμμάτων αυτών μεταβίβασε την ευθύνη της ανεργίας στον ίδιο τον άνεργο. Ο άνεργος έπρεπε να επανεκπαιδευτεί στο πώς να πλασάρει τον εαυτό του, να εντρυφήσει στις αδυναμίες του και στις λανθασμένες επιλογές του, να «ενδυναμωθεί» για να μπορέσει να επιστρέψει δυνατότερος και ανταγωνιστικότερος στην αμείλικτη αγορά εργασίας. Αν δεν τα κατάφερνε, η ευθύνη ήταν όλη δική του.

Όταν πια η κρίση ξέσπασε για τα καλά, την περίοδο που σημειώθηκαν πολλές αυτοκτονίες, πολλοί ψυχολόγοι διατείνονταν ότι στις περιπτώσεις αυτές προϋπήρχε ένα υπόβαθρο ψυχοπαθολογίας ή μιας γενικότερης αδύναμης και μη συγκροτημένης προσωπικότητας. Αυτό είναι ένα ακόμη ξεκάθαρο παράδειγμα ψυχολογιοποίησης. Παραβλέπονται οι κοινωνικές συνθήκες, ότι δηλαδή πίσω από τις περισσότερες αυτοκτονίες υπήρχε αδιέξοδο, χρέη, φτώχεια, καμία βοήθεια από ένα κοινωνικό κράτος ανύπαρκτο, αληθινή απόγνωση αλλά και κλίμα τρόμου και πανικού που καλλιεργούσαν τα μμε με στόχο την εθνική συναίνεση στα μνημόνια. Οι ευθύνες αποδίδονται στη ψυχοσύνθεση του ατόμου. Ψυχολόγοι στα κανάλια το τονίζουν και μας αποτρέπουν από την πολιτικοποίηση των αυτοκτονιών. Άλλοι πάλι διαγιγνώσκουν ότι ο έλληνας είναι ψυχικά ανώριμος, ότι η κρίση θα του κάνει καλό, ότι σχεδόν την χρειάζεται για να ξεπεράσει τον υπερκαταναλωτισμό, τον εγωισμό, την τεμπελιά και τον ευδαιμονισμό που τον χαρακτηρίζουν. Συμβάλλουν, με άλλα λόγια, στην συλλογική ενοχοποίηση των ελλήνων για την κρίση.

Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι οι επιστήμονες που κατήγγειλαν ότι η ψυχολογία εργαλειοποιείται με σκοπό την παθητικοποίηση των πολιτών, παρότι οι ενστάσεις τους δεν έτυχαν μεγάλης προβολής από τα μμε. Αν δεχόμαστε ότι ο άνεργος ευθύνεται για τις πόρτες που κλείνουν μπροστά του ή ότι η απόγνωση του φτωχού σχετίζεται περισσότερο με το ψυχικό του υπόβαθρο παρά με το αδιέξοδο που βιώνει, τότε σκεφτόμαστε όπως ακριβώς χρειάζεται για τη συντήρηση του συστήματος. Παθητικά και δίχως αλληλεγγύη.

Αν και για τα μμε το φαινόμενο του bullying έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, (οι δημοσιογράφοι έχουν το χάρισμα να ξαφνιάζονται πάντα), στα σχολεία είχαν εκπαιδευτεί σχεδόν όλοι σε αυτό. Χάρη σε επιδοτούμενα προγράμματα που υλοποιούσαν οι διάφορες εταιρείες και μκο στο χώρο της ψυχικής υγείας, όλοι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας έχουν περάσει από κάποια εκπαίδευση ή κατάρτιση ή έχουν πάρει υλικό για να εφαρμόσουν στην τάξη τους δραστηριότητες ενάντια στο bullying. Και πάλι η χρηματοδότηση αυτών των προγραμμάτων είναι γενναία, όχι τόσο για να αντιμετωπίσει ένα υπαρκτό φαινόμενο μεγάλων διαστάσεων αλλά για να δημιουργήσει το θέμα συζήτησης στο οποίο θα αναλωθούν όλοι.

Έτσι αντί να συζητάμε για την βία που παράγει το ίδιο το σχολείο μέσα από την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων, το ανταγωνιστικό του πλαίσιο, την εντατικοποίηση του διαβάσματος και το δικό του σύστημα ποινών και πειθάρχησης, βάζουμε τη βία μεταξύ των μαθητών κάτω από το μεγεθυντικό φακό των επιστημών. Αντί να ακούμε τους μαθητές τους κατηγοριοποιούμε σε θύτες, θύματα ή θεατές. Μέσα από την κατηγοριοποίηση η εκπαιδευτική κοινότητα συμβάλλει στην εκπλήρωση της προφητείας που η ίδια έχει δώσει.

Κι έρχονται ύστερα τα μμε, να εκλαϊκεύσουν, να τιμωρήσουν ή να αθωώσουν. Στο τοπικό παράδειγμα, η εφημερίδα «ο Λόγος» περνά ένα άρρητο και επικίνδυνο μήνυμα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα φαινόμενα bullying: «Ο πατέρας αυτός, σε αντίθεση με άλλους, δεν «κουκούλωσε» την υπόθεση. Σήκωσε τη γροθιά του και την κατέβασε με δύναμη, μέσω της δημοσιοποίησης του γεγονότος, για να τσακίσει το μόρφωμα που κάποιοι δημιούργησαν, σίγουροι ότι κανείς δεν θα τολμούσε να το δείξει με το δάχτυλο. «Δεν το κάνω για να προστατεύσω μόνο το παιδί μου. Το κάνω για να προστατέψω και τα παιδιά των άλλων. Να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα που ντροπιάζουν την κοινωνία μας», είπε με σταθερή φωνή που έδειχνε δυναμισμό και αποφασιστικότητα. Και τον κοιτούσαμε με θαυμασμό, γιατί δεν θα θέλαμε να βρισκόμαστε στη θέση του, όχι μόνο γι’ αυτό που θα πιθανόν να συνέβαινε στο παιδί μας, αλλά γιατί ίσως δεν θα είχαμε τη δύναμη να το φωνάξουμε για να προστατέψουμε τα παιδιά των άλλων.»

Και μετά από την δημοσιοποίηση έρχεται ο νόμος και οι «ειδικοί» (ο νόμος της κανονικοποίησης). Έτσι, μέσα από το bullying, περνάμε σε μια λογική αστυνόμευσης μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Περνάμε, ίσως, και σε μια εποχή όπου η αποδοχή και ο σεβασμός του διαφορετικού θα επιβάλλονται από το νόμο. Ότι κι αν σημαίνει αυτό.

Ένα τελευταίο σχόλιο για τους «ειδικούς». Με τον όρο αναφερόμαστε συνήθως στους ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κλπ. Ειδικός όμως είναι και ο δάσκαλος. Και μόνο η χρήση του όρου τοποθετεί αυτούς τους επαγγελματίες σε ένα ανώτερο επίπεδο και υπονομεύει τη συνεργασία τους με τους εκπαιδευτικούς. Αν έχουν ρόλο μέσα στα σχολεία οι επαγγελματίες αυτοί είναι, κυρίως, για να συνδράμουν τους εκπαιδευτικούς στο έργο τους. Επιπλέον, το να απευθυνόμαστε σε αυτούς ως αυθεντίες μας καθιστά ευάλωτους σε άλλες μορφές βίας.

DSC00320

(έξω από το 4ο δημοτικό σχολείο ερμούπολης)[:]

[:en]Ιδιωτικές / κρατικές επιχειρήσεις Ενάντια Στα Κοινά από τον κόσμο του αγώνα Το παράδειγμα της Κοινοτιστικής διαχείρισης του νερού στη Βολιβία[:]

[:en]Ιδιωτικές / κρατικές επιχειρήσεις Vs Κοινά από τον κόσμο του αγώνα

Το παράδειγμα της Κοινοτιστικής διαχείρισης του νερού στη Βολιβία

Με ανυπομονησία περιμέναμε τις κρατικοποιήσεις από τη νέα κυβέρνηση ως δείγμα γραφής της αριστεράς. Βέβαια μάλλον θα περιμένουμε πολύ, αφού στο μενού πλασάρονται τελικά και άλλες νέες ιδιωτικοποιήσεις.

Τις περιμέναμε με ανυπομονησία για να καταδείξουμε ότι τελικά είτε το αστικό κράτος (έστω στελεχωμένο με αριστερούς) είτεο ιδιώτης επιχειρηματίας, είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής,  η εκμετάλλευση δεν αλλάζει επί της ουσίας. Ακόμα ελπίζουμε βέβαια ότι στις σημερινές συνθήκες της νεοφιλελεύθερης επίθεσης κάποιες κρατικοποιήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα μερικό ανάχωμα αλλά σίγουρα δεν «η λύση». Όλα τελικά εξαρτώνται από τον αγώνα και τις κοινότητες που δημιουργούνται μέσα/γύρω/χάρις σε αυτόν.

Η επιφύλαξη για τις κρατικές επιχειρήσεις και ότι δεν αποτελούν αυτές το σκοπό και το μέσο, πηγάζει βέβαια από ιστορικές υλικές συνθήκες και προλεταριακή συνείδηση και δεν αποτελούν απλώς ιδεολογήματα ενός μικροαστικού και φοβικού αντικρατισμού, όπως τον χαρακτηρίζει πολλές φορές μία στενόμυαλη αριστερή κριτική.

Να θυμίσουμε πως το ίδιο το κράτος έχει προωθήσει πολλές φορές την επιχειρηματικότητα και έχει αναλάβει κεντρικό ρόλο στην παραγωγή και όχι για τα συμφέροντα των κοινωνικά αδύναμων – επιλογές βέβαια που εξαρτώνται από τις ισορροπίες της ταξικής πάλης.

Η δεκαετία του 1930 χαρακτηρίστηκε και από μεγαλύτερη εμπλοκή του κράτους στην επιχειρηματικότητα, ως απάντηση στην κρίση και στο φόβητρο ενός δυνατού εργατικού κινήματος, καθώς έκλεινε μία αντίστοιχη τότε εποχή φιλελευθερισμού και κατέληξε, ίσως όχι άσχετα με αυτή την επιλογή, στον φασισμό.

Βέβαια, όπως είπαμε, τα πάντα εξαρτώνται από τον αγώνα, έτσι δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στη Γαλλία και την επανάσταση του 1848, όταν η τότε κατάργηση των Εθνικών Εργαστηρίων, που έδιναν δουλειά στους ανέργους υπό κρατική εποπτεία, ήταν το φυτίλι για την εξέγερση.

Από την άλλη, δεν μπορούμε να μην δούμε στην περίπτωση και της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, ιδίως κατά την περίοδο ανάδυσης των νέων βιομηχανιών το 19ο αιώνα, ότι το κράτος είχε κεντρικό ρόλο κι ότι το ίδιο ίσχυε και για την Αμερική (το κράτος είχε επίσης σημαντικό ρόλο στο στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα του 20ου αιώνα, το οποίο χαρακτήρισε την αυτοκρατορία των ΗΠΑ.και στο οποίο βέβαια το κράτος έχει επίσης σημαντικό ρόλο).

Στην Ελλάδα, ας θυμηθούμε τις κρατικοποιήσεις του Καραμανλή Α’ και πως αυτές εγγυηθήκανε και το ’70 τη συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου, όπως την δεκαετία του 50 και του 60. Ή πιο πρόσφατα στην πρώτη περίοδο του Παπανδρέου Α’, εκφράζοντας βέβαια το μεταπολιτευτικό κίνημα ως ένα σημείο, ας θυμηθούμε πως οι κοινωνικοποιήσεις μέσω του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων μάλλον τελικά κατέληξαν να είναι η κίνηση κλειδί για την απελευθέρωση εργοστασιαρχών από τα βαρίδια μιας άλλης εποχής και της μεταφοράς/διαγραφής των θαλασσοδανείων που πήρανε και το φούσκωμα των λογαριασμών τους στις τράπεζες του εξωτερικού.

Τέλος, για ένα κομμάτι του κινήματος, ακόμα και οι σοσιαλιστικές δημοκρατίες δεν ήταν παρά ένας κρατικός καπιταλισμός και όχι απλώς ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος. Συνεπώς οι κρατικές επιχειρήσεις δεν οδήγησαν σε καμία απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Το γεγονός ότι μεμονωμένοι εργάτες ανέβηκαν κοινωνικά σε μία νέα ιεραρχία, χωρίς όμως να αλλάξει η δομή και οι σχέσεις του κράτους δεν οδήγησαν στη πολυπόθητη εργατική εξουσία. Το κράτος και επανάσταση έμεινε ένα ακόμα ωραίο κείμενο, γιατί η πραγματικότητα μας ξεπερνάει όλους και ιδίως όταν υποτιμούνται αυτά καθαυτά τα αυτόνομα συμφέροντα της τάξης απέναντι στην προώθηση τελικά της συνεχής συσσώρευσης και την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου.

Συνεπώς, για να ξανάρθουμε στα δικά μας, και η αλληλεγγύη στον αγώνα των προβληματικών επιχειρήσεων του ’80-’90, και εναντίων των ιδιωτικοποιήσεων, π.χ. αστικά λεωφορεία της ΕΑΣ, είχε ως βασικό σημείο αναφοράς – τουλάχιστον για ορισμένους – την υπεράσπιση των εργασιακών σχέσεων ενάντια στον κατακερματισμό και διαχωρισμό των εργατών που θα επέφεραν οι ιδιωτικοποιήσεις, τα κλεισίματα, και οι συνεπαγόμενες απολύσεις. Δεν ήταν απλώς η υπεράσπιση του κράτους ως επιχειρηματία. Όμως όταν το ίδιο το κράτος εισάγει ακόμα και στον σκληρό του πυρήνα αυτό τον κατακερματισμό, μέσα από διαφοροποιημένες συμβάσεις, υπεργολαβίες και εργαζόμενους πολλαπλών ταχυτήτων, το ερώτημα τι κράτος υπερασπίζεσαι αυτόματα έρχεται στην επιφάνεια.

Εκείνη την εποχή όμως, χωρίς ακόμα να έχουμε βιώσει εντελώς τις συνέπειες της αστικής αντεπίθεσης, η ρητορική υπεράσπισης του δημόσιου χαρακτήρα, και όσον αφορά τη διαχείριση και όσον αφορά τις τιμές των υπηρεσιών προς τους πολίτες και την ευρύτερη εργατική τάξη, απλώς παρέμειναν μία συνθηματολογία. Μάλλον έπρεπε να βιώσουμε αυτή την αντεπίθεση έτσι ώστε ως χρήστες αυτών των υπηρεσιών να σκύψουμε πραγματικά πάνω στο πρόβλημα και από την αλληλεγγύη προς μία μερίδα εργαζομένων η κίνηση να προσανατολιστεί και προς την υπεράσπιση των κοινών (αγαθών, προϊόντων, υπηρεσιών, χώρων,κατακτήσεων, της ευρύτερης τάξης). Έτσι ώστε να δημιουργηθούν νέοι αγώνες εναντίων των νέων περιφράξεων των «από πάνω», οι οποίες επιτίθενται σε αυτά τα «κοινά» και προσπαθούν να τα σφετεριστούν και να τα ιδιωτικοποιήσουν. Έπρεπε μάλλον να βιώσουμε μέχρι τα νύχια μας τον νεοφιλελευθερισμό για να εμπλακούμε ως άμεσα ενδιαφερόμενοι στους αγώνες αυτούς και όχι απλώς ως αλληλέγγυοι στο κομμάτι των εργαζομένων των συγκεκριμένων “επιχειρήσεων/υπηρεσιών” που πλήττονται άμεσα από την αστική αντεπίθεση. Αγώνες που δεν αφορούν λοιπόν μόνο τους εργαζόμενους στις αντίστοιχες επιχειρήσεις, αλλά δημιουργούν κοινότητες αγώνων μεταξύ και των υποκειμένων που αισθάνονται και είναι κομμάτι αυτής της πάλης και δικαιωματικά αξιώνουν λόγο όχι μόνο για τον διεκδίκηση αλλά και για τη διαχείριση ευρύτερα αυτών των επιχειρήσεων/ υπηρεσιών/ «κοινών».

Έτσι ας δούμε στο σήμερα την Ανοιχτή ΕΡΤ και πως η επανακρατικοποίηση της θα «ενσωματώσει το πνεύμα της αυτοοργάνωσης και του βήματος των αδυνάμων» όπως ένα μέρος των εργαζομένων της, τουλάχιστον δηλώνει και επιθυμεί, αλλά και των αλληλέγγυων που τη στελεχώσανε και τη λειτουργήσανε και σαν αγώνα και σαν εκπομπή ανοιχτής τηλεόρασης. Ας δούμε τον αγώνα της ΒΙΟΜΕ εδώ και τώρα στο σήμερα, στα πλαίσια του καπιταλισμού πάντα, και πως θα προχωρήσει από εδώ και πέρα, που επίσης προσπαθεί να εμπλέξει περισσότερο κόσμο, τον αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, ενάντια στις αυξήσεις στα μέσα συγκοινωνιών και στήριξης των εργαζομένων σε αυτά, ενάντια στα χαράτσια της ΔΕΗ και στις διακοπές ρεύματος – αν και μάλλον οι εργαζόμενοι δεν κατάφεραν να αγκαλιάσουν, παρά μόνο αποσπασματικά, τους «καταναλωτές»- χρήστες των υπηρεσιών της ΔΕΗ, και να δημιουργήσουν κοινό αγώνα – και πολλές άλλες περιπτώσεις.

Γίνεται φανερό πως το κράτος αφεντικό δεν αρκεί απλώς και μόνο, και δεν μιλάμε για κάτι μετατιθέμενο στο απόμακρο επαναστατικό μέλλον. Μιλάμε για το σήμερα εντός καπιταλισμού, γνωρίζοντας βέβαια πως η συνολική ανατροπή είναι η μόνη ουσιαστική λύση, όταν θα μπει στη ρίζα του το θέμα της εξουσίας – χωρίς αυτό να σημαίνει κεντρικά κρατικά και αστικά εν τέλει σχεδιαζόμενη παραγωγή και αντίστοιχα εξουσία. Αλλά χωρίς να ξεχνάμε και πως η κίνηση της εργατικής τάξης μέσα από τους αγώνες της και την αλληλεγγύη της και τις μορφές οργάνωσης – που αυτή ανακαλύπτει και προκρίνει -και αντίστασης είναι η μοναδική δυνατότητα για την προαναφερόμενη πλήρη και συνολική ανατροπή. Χωρίς αυτό και να σημαίνει ότι δεν μπορεί να πισωγυρίσει, να παγιδευτεί ακόμα και σε στενά βιοποριστικά/επιχειρηματικά πλαίσια. Γιατί συνταγές υπάρχουν μόνο για όσους τελικά είναι έξω από αυτή την κίνηση…

Αυτή την κίνηση θέλουμε να αναδείξουμε εδώ και ως παράδειγμα παρουσιάζουμε την κοινοτική διαχείριση του νερού, μετά τον πόλεμο για αυτό, αν και μάλλον δεν σταμάτησε ποτέ, στη Βολιβία.

Σε μία χώρα που, όπως και πολλές άλλες, η πλειοψηφία της τάξης αρχίζει να μην καταγράφεται πλέον στην επίσημη οικονομία, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, αλλά έχει να κάνει με μικροπωλητές, πλανόδιους, μικροπαράνομους, φυσικά γυναίκες, αλλά και συγκροτήματα ραπ, και ιθαγενείς ινδιάνους. Συνεπώς αυτοί είναι που αγωνιστήκανε και αυτοί που αγωνίζονται…

Εκτός από το μεταφρασμένο άρθρο μπορείτε να επισκεφθείτε και

http://www.water-alternatives.org/index.php/alldoc/articles/vol7/v7issue1/234-a7-1-5/file

http://www.cipamericas.org/archives/1723

http://www.ourwatercommons.org/sites/default/files/Bolivia-competitive-funds-strengthen-community-water-committees.pdf

https://nacla.org/blog/2013/6/5/water-wars-water-scarcity-bolivia%E2%80%99s-cautionary-tale

http://www.earthisland.org/journal/index.php/eij/article/return_to_cochabamba/

http://www.waterforpeople.org/making-a-difference/bolivia

https://www.ruor.uottawa.ca/bitstream/10393/31600/3/West_Madeline_2014_thesis.pdf

 

H Κοινοτικιστική διαχείριση του νερού στη Βολιβία
Η περίπτωση των επιτροπών νερού Comités de Agua της Κοτσαμπάμπα

Francesca Minelli*
                                                   Περίληψη
Για να κατανοήσουμε τις διαδικασίες, τις επιπτώσεις και τις βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, θα πρέπει να μελετήσουμε τα τοπικά παραδείγματα, όπως το μοντέλο της διακυβέρνησης του νερού που δίνεται από τις επιτροπές νερού Comités de Agua της Κοτσαμπάμπα. Comités de Agua είναι το όνομα που αποδίδεται σε ομάδες που παρέχουν υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης, των οποίων οι χρήστες είναι επίσης μέλη και συνιδιοκτήτες του οργανισμού. Η μελέτη αναλύει τη δομή της οργάνωσης αυτής, λαμβάνοντας υπόψη τη βολιβιανή πολιτική για το νερό και τον ιδιόμορφο κοινωνικό και πολιτικό αγώνα των περιαστικών περιοχών.

Η παγκόσμια αναμέτρηση
Όπως φάνηκε και στο 6ο Παγκόσμιο Φόρουμ για το Νερό1 που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, η ιδιωτικοποίηση του νερού, ενός πόρου που θεωρείται από πολλούς φυσικό κεφάλαιο, είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που έχει σοβαρό αντίκτυπο σε τοπικό επίπεδο. Ενώ η ιδιωτικοποίηση του νερού έχει εγκριθεί από ένα διακρατικό δίκτυο πολιτικής που αποτελείται από πολυεθνικές εταιρείες νερού και Διεθνή Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, η αντίθεση έχει λάβει χώρα κυρίως σε τοπικό επίπεδο. Ένα παγκόσμιο κίνημα για την “απαλλοτρίωση του νερού”2 αποκτά ενδιαφέρον, αλλά είναι θεμελιώδους σημασίας να υποστηριχτεί , μέσω συγκεκριμένων και βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων. Για να κατανοήσουμε τις διαδικασίες, τις επιπτώσεις και τις βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, πρέπει να μελετήσουμε τοπικά παραδείγματα, όπως το μοντέλο του νερού διακυβέρνησης που προέκυψε από τον περίφημο «πόλεμο του νερού»3 στην Κοτσαμπάμπα, της Βολιβίας. Η Κοτσαμπάμπα είναι ένα σημαντικό παράδειγμα μιας διαφορετικής διαχείρισης των υδάτων. Οι κοινοτιστικές επιτροπές της Κοτσαμπάμπα για το νερό δείχνουν πώς μια πραγματικά δημοκρατική διαχείριση των υδάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των υπηρεσιών του νερού σε υποβαθμισμένες αστικές περιοχές, καθώς και για την παροχή ενός μοντέλου που ενσωματώνει παραδοσιακά έθιμα με τις ανάγκες ενός επίσημου προμηθευτή νερού.
Η τρέχουσα κρίση του νερού, έχει περιγραφεί ως «κρίση της διαχείρισης των υδάτων» (GWP 2002: 1) ριζωμένη στη φτώχεια, την εξουσία και την ανισότητα (WGF 2009: 1). Παρ’ όλα αυτά η διαχείριση του νερού είναι μια ασαφής έννοια που προκαλεί μερικές φορές μια ποικιλία αντιφατικών προτάσεων πολιτικής. Η κύρια δυσκολία είναι ότι η διαχείριση του νερού παρουσιάζεται συχνά ως ένα αποπολιτικοποιημένο τεχνικό μέσο (Castro 2007β: 101) μεταφέροντας έτσι την εστίαση από το δίκαιο και τα δικαιώματα στην αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα (Li 2001: 1 σε Goldman 2007: 1)4. Η προοπτική αυτή συνδέεται συχνά με την ιδιωτικοποίηση επειδή πολλοί, συμπεριλαμβανομένης της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank 1996: 49), θεωρούν ότι οι ιδιωτικές εταιρείες έχουν περισσότερα κίνητρα για να δράσουν πιο αποτελεσματικά από τις κρατικές επιχειρήσεις. Μία διαφορετική προσέγγιση στη διακυβέρνηση του νερού (η δημοκρατία του νερού) επικεντρώνεται, αντίθετα, στη διανεμητική δικαιοσύνη, στην εμπλοκή όλων των παραγόντων στη παραγωγή πολιτικής και στη αναγνώριση των κοινωνικών, πολιτιστικών και παραδοσιακών δικαιωμάτων (Shiva 2002: 24).

Κρίσιμο σημείο των διαφορετικών προσεγγίσεων είναι η αντίληψη του νερού ως κοινού αγαθού ή εμπορεύματος. Όταν ιδιωτικοποιείται το νερό, πραγματοποιείται μία θεμελιώδης αλλαγή : από την δημόσια υπηρεσία περνάμε στις επιχειρήσεις και από τους πολίτες στους καταναλωτές (Crespo, Spronk, 2007: 28). Αυτό έχει συνέπειες για την άσκηση της δημοκρατίας: ακόμη και αν η συμμετοχή όλων των φορέων είναι η επικρατούσα τάση στον λόγο για το νερό (Rogers, Hall 2003: 17), τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πολιτικές των «Συμμετοχών του Ιδιωτικού Τομέα» αποξενώνουν τους πολίτες από τη συμμετοχή στη διαδικασία της δημοκρατικής πολιτικής (Castro 2007α: 766).

Από τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να περιλαμβάνουν την ιδιωτικοποίηση των κρατικών υπηρεσιών ύδατος ως προϋπόθεση για την παραχώρηση δανείων (Crespo, Sprong 2007: 9). Η πολιτική αυτή συνοδεύεται από ένα διακρατικό πολιτικό δίκτυο που είχε τη φιλοδοξία της δημιουργίας μιας παγκόσμιας πολιτικής ατζέντας για το νερό η οποία επιδοκίμαζε την εμπορευματοποίηση ως ένας τρόπο για την παροχή νερού στους φτωχούς (Goldman 2007: 1).

Η θεωρία ότι η αγορά μπορεί να επεκτείνει την παροχή πόσιμου νερού σε περιοχές όπου ο δημόσιος τομέας δεν είναι ενεργός δεν έχει, ωστόσο, στέρεες θεωρητικές ή πραγματικές ρίζες, και τα αναμενόμενα αποτελέσματα δεν έχουν υλοποιηθεί (Castro 2007α: 757).

Η αντίθεση στην ιδιωτικοποίηση είναι σήμερα πλατιά και ποικίλη. Ενώ οι εκστρατείες είναι ως επί το πλείστον τοπικές, διεθνείς οργανισμοί δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως σε γεγονότα όπως το Παγκόσμιο Φόρουμ για το Νερό (Hall, Lobina, Motte 2005: 286) που κρατάει, από το 2002, ένα Εναλλακτικό Φόρουμ με σκοπό την «ισχυροποίηση του κινήματος της απαλλοτρίωσης του νερού».5

 

 Η πολιτική της Βολιβίας για το νερό

Το ρεύμα σκέψης που ονομάζεται “πράσινος ριζοσπαστισμός” επιβεβαιώνει την ανάγκη να αντικρούσει τα μοντέλα ανάπτυξης, τα οποία έχουν ως βάση την οικονομική αύξηση για την επίλυση της περιβαλλοντικής κρίσης. Σε διεθνές επίπεδο, ο πρόεδρος της Βολιβίας Έβο Μοράλες φάνηκε να αγκαλιάζει αυτό το όραμα, υποδεικνύοντας τον καπιταλισμό ως την αιτία για την αλλαγή του κλίματος (Vidal 2009).

Η προσοχή επίσης που δίνεται στην διακυβέρνηση του νερού, μαρτυρά τη συμβολική σημασία που έχει αποκτήσει το θέμα μετά από τον «πόλεμο του νερού». Μία θετική έκβαση, σε διεθνές επίπεδο σημειώθηκε, στις 28 Ιουλίου 2010, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υπερψήφισε την πρόταση που κατέθεσε ο βολιβιανός εκπρόσωπος για την αναγνώριση της ύδρευσης και της αποχέτευσης ως δικαιωμάτων.

Παρόμοια ευαισθησία είναι παρούσα και στο νέο Σύνταγμα της Βολιβίας6 το οποίο περιέχει πολλές αναφορές στην προστασία του περιβάλλοντος και αναγνωρίζει το ανθρώπινο δικαίωμα στο νερό. Επιπρόσθετα, το πέμπτο κεφάλαιο του Συντάγματος, που είναι πλήρως αφιερωμένο στο νερό: υπογραμμίζει το κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο του, αρνούμενο μία απλή οικονομική προσέγγιση. Παρά το γεγονός αυτό, υπάρχουν μερικά αμφιλεγόμενα σημεία, κυρίως όσον αφορά τη συμμετοχή ιδιωτικών εταιρειών σε πιθανές μεθόδους διαχείρισης των υδάτων. Όσον αφορά την εσωτερική πολιτική, ένα πιεστικό πρόβλημα είναι να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ της περιβαλλοντικής ευαισθησίας του Συντάγματος της Βολιβίας και της επιθυμίας της κυβέρνησης για ανάπτυξη βιομηχανιών πετρελαίου και εξόρυξης, το οποίο έχει δυσχεράνει τις σχέσεις μεταξύ των τοπικών κοινοτήτων, των εταιρειών εξόρυξης και της κυβέρνησης.
Καθώς το σύνταγμα αναγνωρίζει επίσημα τις αυτόχθονες κοινότητες, τις κοινοτικές τους οργανώσεις, τους παραδοσιακούς κανόνες και τις πρακτικές τους, οι οντότητες αυτές θα έπρεπε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τις περιοχές τους. Αυτή είναι ειδικά η περίπτωση σχετικά με την προμήθεια νερού ύδρευσης, καθώς ο νέος νόμος για το Νερό και τις Υπηρεσίες Αποχέτευσης παρέχει επιπλέον προστασία (νόμος 2066).7 Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Crespo,8 οι αγροτικές κοινότητες αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες, όταν συγκρούονται με τα συμφέροντα των εταιρειών εξόρυξης.
Θα έπρεπε να εξετάσουμε την πολιτική ισχύ των κοινοτιστικών οργάνωσεων,
και αυτή των κοινωνικών κινημάτων που σχηματίζουν αυτές οι κοινοτιστικές οργανώσεις, για να καταλάβουμε αν μπορεί να διατηρηθεί η ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων ιδιωτικών εταιρειών, των κυβερνητικών πολιτικών για την οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος και των κοινοτιστικών οργανώσεων.
Κοινοτιστικές οργανώσεις στις περιαστικές περιοχές
Στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, η διαρθρωτική μεταρρύθμιση της οικονομίας της Βολιβίας προκάλεσε μια μαζική μετανάστευση ανέργων ανθρακωρύχων και αγροτικών οικογενειών, σχεδόν όλων αυτόχθονης προέλευσης, στις ταχέως αναπτυσσόμενες παρυφές των μεγάλων πόλεων. Εκεί οι εσωτερικοί μετανάστες δημιούργησαν μια σειρά σωματείων, κυρίως με στόχο την επίλυση των πρακτικών και οργανωτικών προβλημάτων που επιδεινώνονται από την απουσία του κράτους στους νέους οικισμούς, ιδίως στον τομέα των βασικών υπηρεσιών. Με τον καιρό, αυτά τα “μεγάλα αυτόχθονα προλεταριακά αστικά κέντρα »(Webber 2010: 15), γέννησαν μερικά από τα πιο σημαντικά κοινωνικά κινήματα των τελευταίων ετών, τα οποία ανέλαβαν ηγετικό ρόλο στις λαϊκές αναταραχές (όπως κατά τη διάρκεια του «πόλεμου του νερού» το 2000)9 και είναι τώρα πρωταγωνιστές της αποκαλούμενης proceso de Cambio.10 Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, όπως επιβεβαιώθηκε από τον Webber, ότι αυτά τα αυτόχθονα κοινωνικά κινήματα

«Είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια απάντηση στο κοινωνικό κόστος που προκύπτει από τη νεοφιλελεύθερη οικονομική αναδιάρθρωση. (…) Αντί να είναι νέα κινήματα, οι σύγχρονοι αγώνες της αυτόχθονης αριστεράς στη Βολιβία είναι βαθιά συνδεδεμένοι με τις μακροχρόνιες εξεγερτικές παραδόσεις των ιθαγενών και την αντίσταση της εργατικής τάξης.»11

Αυτή η δήλωση μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα αν κοιτάξουμε την τεράστια επιρροή που είχε η COB12 στη Βολιβία μέχρι την οικονομική αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1980. Οι ανθρακωρύχοι αποτέλεσαν τον πολιτικό πυρήνα του συνδικάτου, ώστε, όταν τα κρατικά ορυχεία έκλεισαν ή πωλήθηκαν, η COB έχασε το μεγαλύτερο μέρος της σημασίας της. Οι άνεργοι ανθρακωρύχοι έφεραν τη δική τους συνδικαλιστική εμπειρία στους νέους οικισμούς, όπου αναμείχθηκε με τις κοινοτιστικές πρακτικές των αγροτικών οικογενειών δημιουργώντας νέα μοντέλα οργάνωσης βασισμένα στην «κοινοτιστική διαχείριση» και στο παραδοσιακό μοντέλο άμεσης δημοκρατίας των Άνδεων που εκχωρεί την ανώτατη εξουσία στη συνέλευση. Αν και δεν συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι σε αυτή τη μορφή της συλλογικής διαχείρισης (Cielo 2009: 12),λόγω μιας σειράς θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων της δυσπιστίας και του «εκσυγχρονισμού» των κοινωνικών σχέσεων (Cielo 2009: 19), η συμμετοχή εξακολουθεί να θεωρείται όχι μόνο καθήκον αλλά και δικαίωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η συμμετοχή στη συνέλευση είναι υποχρεωτική και η απουσία τιμωρείται με πρόστιμο ή με την κατανομή επιπρόσθετων βάρδιων εργασίας.

Η Zona Sur της Cochamba είναι μία ταχέως αναπτυσσόμενη περιαστική συνοικία της πόλης και κατοικείται κυρίως από ιθαγενείς των Άνδεων (τόσο Κέτσουα όσο και Aimara) και από μετανάστες από τις εξορυκτικές κοινότητες όπου επικρατεί ανεργία. Η παροχή βασικών υπηρεσιών δεν έχει ανταποκριθεί στο ρυθμό επέκτασης της πόλης. Λόγω μίας άνισης κατανομής των δημόσιων πόρων, η πλειοψηφία των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης στην Zona Sur δεν παρέχονται από τη δημοτική υπηρεσία ύδρευσης και αποχέτευσης της Cochabamba (SEMAPA) και οι κάτοικοί της έχουν φτωχή πρόσβαση σε νοσοκομεία και σχολεία.

Λόγω της κοινωνικής πολυμορφίας και τη διαφορετικής ιστορίας καθεμίας από τις περιοχές της, ή barrios, οι κοινοτιστικοί σύλλογοι έχουν την τάση να αναπτύσσονται πολύ σε τοπικό επίπεδο εντός της Zona Sur. Οι περισσότεροι ιδρύθηκαν χωρίς καμία υποστήριξη από το κράτος. Φυσικά οι μετανάστες που φθάνουν στην Κοτσαμπάμπα φέρνουν τις παραδόσεις τους και την κοινωνική οργάνωση μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά, αν και ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Zona Sur είναι αγροτικής καταγωγής, τα οργανωτικά μοντέλα που χρησιμοποιούν δεν είναι ταυτόσημα με εκείνα που βρίσκονται σε αυτόχθονες αγροτικές κοινότητες. Όπως υποστηρίζει ο Pablo Regalsky:

«Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι οι comunarios13 που έρχονται στην πόλη φέρνουν την κοινότητα μαζί τους ». Αλλά ο πολιτισμός δεν είναι ένας κοινωνικός χώρος, προέρχεται από το περιβάλλον, δεν μπορεί να υπάρχει μόνο στο κεφάλι κάποιου. Πιστεύω ότι όταν κάποιος αφήνει την κοινότητά του, το κάνει ως άτομο, όχι ως μέλος μιας οικογένειας. Όταν βγαίνουν έξω από την πόρτα της κοινότητας αφήνουν κανόνες και παραδόσεις για να εισέλθουν σε ένα άλλο χώρο, τον αστικό χώρο, που έχει τους δικούς του κανόνες. »14

Ωστόσο, ισχυρή ομοιότητα με την παραδοσιακή κοινοτιστική οργάνωση βρίσκεται στη σημασία της συλλογικής εργασίας, θεμελιακή για τη λειτουργία του barrios. Οι δρόμοι και οι υπηρεσίες ύδρευσης κατασκευάζονται συνήθως μέσω συλλογικών εργατικών βάρδιων. Η χρηματοδότηση, φυσικά, είναι επίσης σημαντική, για παράδειγμα, για την αγορά εξοπλισμού ή για τη μίσθωση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, αλλά δεν είναι το κεντρικό:

“Τα πάντα είναι βασισμένα στην κοινοτική εργασία. Οι άνθρωποι έχουν συνεισφέρει το σημαντικό ποσό των 160 δολαρίων, αλλά αυτό ήταν μόνο για να αγοραστούν τα υλικά, να πληρωθεί ο υδραυλικός … αλλά οτιδήποτε άλλο έγινε από τους vecinos [γείτονες], όλοι εργάστηκαν μαζί, όλη η εργασία ήταν κοινοτική. Και δεν είχαμε λάβει καμία βοήθεια από την κυβέρνηση ή τη νομαρχία.»15

Οι Comités de Agua είναι επίσης κοινοτιστικές οργανώσεις, μερικές φορές αποτελούν μέρος προϋπάρχουσων δομών και άλλες κατασκευάζονται επί τούτω, για το νερό, αλλά όλες διατηρούν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των κοινοτιστικών οργανώσεων.

 Comités de Agua

 Comités de Agua (comités) είναι το όνομα που αποδίδεται σε ομάδες που παρέχουν νερό και υπηρεσίες αποχέτευσης, στις οποίες κάθε χρήστης των υπηρεσιών είναι επίσης μέλος και συνιδιοκτήτης της οργάνωσης. Εναπόκειται στα μέλη, στην πραγματικότητα, να δώσουν τα χρήματα και την εργασία που είναι απαραίτητα για την κατασκευή του συστήματος νερού. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέλος δεν έχει μόνο το δικαίωμα πρόσβασης στο νερό, αλλά και το δικαίωμα και καθήκον να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων και στη διοίκηση της Comité (Bustamante, Butterworth και Fayssa 2007: 91).

Οι comités έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του «πολέμου του νερού» της Κοτσαμπάμπα. Αυτή η εμπειρία ενίσχυσε την ενότητά τους και τους έδωσε την πολιτική εμπειρία και την επιρροή. Μία από τις πιο αξιοσημείωτες αλλαγές ήταν η ίδρυση της ένωσης ASICA Sur (2004), η οποία τώρα αντιπροσωπεύει περίπου 120 comités.16 Μετά τον «πόλεμο του νερού» υπήρχε επίσης μια αλλαγή στη νομοθεσία για τα ύδατα και ο νόμος 2066 αναγνώρισε τις comités ως εν δυνάμει EPSA17. Τώρα που είναι επίσημα αναγνωρισμένες δεν κινδυνεύουν να απαλλοτριωθούν ή να διαλυθούν, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος η ανεξαρτησία αυτών των ενώσεων να τεθεί σε κίνδυνο και να διαφθαρούν.18

Η φύση της σχέσης που πρέπει να σφυρηλατηθεί μεταξύ των κρατικών υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης και των κοινοτιστικών ενώσεων είναι επίσης ασαφής, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, όπως τη Κοτσαμπάμπα και τη Λα Παζ. Η πρόταση για τη δημιουργία ενός νέου πάροχου νερού από μια ένωση των κοινοτιστικών ενώσεων θα μπορούσε να οξύνει τις υπάρχουσες ανισότητες. Στην Κοτσαμπάμπα, η σχέση μεταξύ των comités και της SEMAPA19 είναι εξαιρετικά τεταμένη. Μέχρι στιγμής, η SEMAPA δεν ήταν σε θέση να επεκτείνει τις υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης στη Zona Sur και κατηγορείται για αναποτελεσματικότητα, έλλειψη διαφάνειας και νεποτισμό.

Οι comitès de agua είναι οι κύριοι πάροχοι νερού για το 22,4% της Zona Sur. Καθώς το νερό δεν είναι πάντα κατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση οι κάτοικοι αγοράζουν επιπλέον νερό από πωλητές, οι οποίοι είναι οι κύριοι πάροχοι νερού για το 62,2% του πληθυσμού.20 Ωστόσο, το νερό που πωλείται από αυτούς τους πωλητές συχνά είναι χαμηλής ποιότητας και έρχεται σε υψηλή τιμή.

Στην Cochabamba οι πρώτες επιτροπές νερού Comités de Agua ιδρύθηκαν στη δεκαετία του ογδόντα ως συνέπεια των κυμάτων μετανάστευσης από τις αγροτικές περιοχές και τα ορυχεία. Οι αγρότες και ανθρακωρύχοι από το Altiplano, το οροπέδιο των Άνδεων, έφεραν μαζί τους τις μοναδικές τους εμπειρίες από τη διαχείριση των υδάτων. Στην πραγματικότητα, από όλους τους ηγέτες των διαφόρων comités που πήρα συνέντευξη, μόνο ένας γεννήθηκε στην Κοτσαμπάμπα και οι γονείς του δεν ήταν ιθαγενείς στην πόλη. Επίσης, σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων στην κοινότητα καταγωγής, όλοι οι ηγέτες που πήρα συνέντευξη έχουν επιβεβαιώσει την ύπαρξη είτε των επιτροπών Comités de agua είτε της ένωσης των αρδευτών regantes.21 Δύο ηγέτες τόνισαν τη δυσκολία να συνδυάσουν τους διαφορετικούς κανόνες στους οποίους είχαν συνηθίσει τα διάφορα μέλη.

Οι Comités de Agua ανταποκρίνονται στη ζήτηση για πόσιμο νερό με δημοκρατικά και συμμετοχικά οργανωτικά μοντέλα που είναι ριζικά διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούνται σε ιδιωτικές ακόμα και δημόσιες επιχειρήσεις ύδρευσης. Η απάντησή τους στα προβλήματα του νερού δεν είναι μόνο τεχνική αλλά και κοινωνική και πολιτιστική. Κρίσιμης σημασίας είναι η κατανόηση ότι σε αυτόν τον τύπο συστήματος, η κοινότητα δεν μεταβιβάζει την ευθύνη σε κάποιον άλλο, είτε στο κράτος ή σε μια ιδιωτική εταιρεία.

Μοντέλο οργάνωσης

Σε οργανωτικό επίπεδο, οι comités de agua γενικά αποτελούνται από μία Διεύθυνση, με επικεφαλής τον πρόεδρο, και από μια γενική συνέλευση που σχηματίζεται από τους χρήστες της υπηρεσίας. Μερικές από αυτές έχουν επίσης γραμματειακό και τεχνικό προσωπικό. Όλες οι αιρετές θέσεις είναι άμισθες (Franz 2009: 19). Η συνέλευση των μελών είναι το πιο σημαντικό όργανο στην επιτροπή και καλύπτει διάφορες λειτουργίες. Όταν μία comité de Agua ιδρύεται, είναι η συνέλευση που καταρτίζει το καταστατικό. Επιπλέον, η Συνέλευση εκλέγει τον πρόεδρο και τα μέλη της Διεύθυνσης, είτε με μυστική ψηφοφορία ή με δημόσια ανάταση των χεριών. Δεν είναι όλες οι comités αναγνωρισμένες ως νομικά πρόσωπα και μερικές δεν έχουν γραπτό καταστατικό.

Αλλά είναι καθολικό ότι στις comités η συνέλευση, εκτός του ότι είναι το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων, έχει επίσης την ευθύνη για τον καθορισμό των βασικών κανόνων σχετικά με τα έργα των comités. Λέγοντας αυτό, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η Διεύθυνση λειτουργεί ως απλώς εφαρμοστής. Στην πραγματικότητα ο ρόλος της διαφέρει, ανάλογα με τα μέλη της σε δεδομένη χρονική στιγμή. Ακόμη και αν η συνέλευση λαμβάνει πάντα τις πιο σημαντικές αποφάσεις, η ισορροπία εξουσίας μεταξύ της Διεύθυνσης και των μελών της μπορεί να διαφέρει. Είναι η συνέλευση που διαπραγματεύεται τυχόν συγκρούσεις:

«Αν υπάρχουν συγκρούσεις είναι πάντα η γενική συνέλευση που πρέπει να τις επιλύσει, υπάρχει ένα καταστατικό και πρέπει να το ακολουθήσουμε, και σε αυτό αναφέρεται ότι η συνέλευση κατέχει την απόλυτη εξουσία [στην επιτροπή comité]]. Πρέπει να συγκαλέσουμε σύσκεψη αν υπάρχει ένα πρόβλημα μεταξύ των μελών της ή εντός της Διεύθυνσης – φυσικά μόνο αν είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, αν δεν είναι τόσο σημαντικό η Διεύθυνση δεν μπορεί να το λύσει. »22

Η συνέλευση έχει την εξουσία να εφαρμόσει επίσης τις κυρώσεις και ασκεί κοινωνικό έλεγχο στα τα μέλη της Διεύθυνσης. Σίγουρα εντός των επιτροπών comités μεγάλη σημασία δίνεται στο δικαίωμα των μελών να ελέγχουν τις ενέργειες των ηγετών τους. Οι περισσότεροι από τους ηγέτες που δώσανε συνέντευξη υπογράμμισαν το γεγονός ότι το είναι έντιμοι και να ενεργούν με διαφάνεια είναι αρετές ζωτικής σημασίας για την comité, όπως είναι και η ικανότητα να τηρούν λογαριασμούς σε τάξη και να δικαιολογούν τον τρόπο που κατανέμονται οι πόροι. Όπως ο πρόεδρος της comité de agua Alto Pagador εξήγησε σε μια συνέντευξη:

«Βασική αξία μας είναι η εντιμότητα και η διαφάνεια, εκεί όπου τα μέλη του προηγούμενου συμβούλιου τα πήγαν στραβά. Για να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, πρέπει να αποδείξουμε τι κάνουμε, σε τι επενδύουμε, να έχουμε τους λογαριασμούς σε τάξη και να ενημερώνουμε τα μέλη ώστε ο καθένας να μπορεί να έρθει και να δει τι κάνουμε. Πρέπει να δείξεις στους ανθρώπους πώς χρησιμοποιείς τα χρήματα.»23

Για να κατανοήσουμε τις κυρώσεις που επιβάλλονται στους ηγέτες και τα μέλη των comités πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε την έννοια της κοινωνικής συμμετοχής, στο πλαίσιο των κοινοτικών οργανώσεων της Βολιβίας. Η συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση, για παράδειγμα, είναι υποχρεωτική όπως είναι η συμμετοχή σε κάθε πρωτοβουλία, που η comité αποφασίζει να υποστηρίξει – είτε πρόκειται, για παράδειγμα, κοινοτική εργασία, διαμαρτυρία ή bloqueo αποκλεισμός/μπλοκάρισμα. Τα μέλη των comités έχουν λοιπόν το καθήκον να συμβάλουν στις πληρωμές του νερού και στη συλλογική εργασία καθώς και στη συμμετοχή στις πολιτικές και διοικητικές δραστηριότητες.

Όλα τα μέλη της Διεύθυνσης που δώσανε συνέντευξη επιβεβαίωσαν την ύπαρξη προστίμων για όσους δεν παρακολουθούν μία συνέλευση. Ένας πρόεδρος διευκρίνισε ότι τα πρόστιμα για τα μέλη της Διεύθυνσης είναι διπλάσια από ότι για τα συνηθισμένα μέλη – είτε με καταβολή μετρητών είτε με δουλειά σε κοινοτικό έργο. Όσον αφορά τη μη πληρωμή των λογαριασμών νερού κάθε comité έχει τους δικούς της κανόνες. Η αποτροπή μπορεί να ποικίλει από πρόστιμο μέχρι και σε προσωρινή διακοπή ή ακόμα και μόνιμο τερματισμό των υπηρεσιών ύδατος. Σε ορισμένες comités, δεν φαίνεται να υπάρχει συγκεκριμένος κανόνας.

Μερικές φορές η υπερβολική κατανάλωση νερού τιμωρείται επίσης.

Κοινοτική περιουσία

Αφού η comité έχει ιδρυθεί, εναπόκειται στα μέλη να παρέχουν και τα χρήματα και την εργασία που απαιτούνται για την κατασκευή του συστήματος νερού. Μέλη που εισέρχονται στις comités σε μεταγενέστερη ημερομηνία, τυπικά καταβάλλουν ένα τέλος. Άμεση συμμετοχή και οικονομική συνεισφορά είναι τα κλειδιά για την κατανόηση της σχέσης μεταξύ των μελών και της comité. Δεν είναι απλώς χρήστες του συστήματος νερού, αλλά και συνιδιοκτήτες:

«Είναι το είδος της περιουσίας που είναι, κατά μία έννοια, ιδιωτική (διότι δεν εξαρτάται από το κράτος αλλά απευθείας από τους πολίτες), αλλά η ίδια είναι και δημόσια (δεν ανήκει σε ένα άτομο αλλά στην κοινότητα). Γι’ αυτό λέγεται συλλογική ή κοινοτιστική ιδιοκτησία. Ο κύριος λόγος για την ύπαρξη αυτού του είδους της ιδιοκτησίας δεν είναι οικονομικός, αλλά γεννιέται για να συναντήσει μια κοινωνική ανάγκη: την διοίκηση ενός δημόσιου αγαθού, όπως το νερό, που ποτέ δεν θα έπρεπε να θεωρείται ένα ιδιωτικό αγαθό ή να εμπορεύεται ως τέτοιο.»24

Από την άλλη πλευρά, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι το σύστημα του νερού δεν ανήκει σε όλους τους κατοίκους της γειτονιάς, αλλά μόνο στα μέλη των comités. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το σύστημα του νερού δεν φτάνει σε όλους τους κατοίκους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ούτε ακόμη και όλα τα μέλη των comités δεν λαμβάνουν νερό. Σε κάποια barrios, γειτονιές, έχουν ιδρυθεί και comitès de sin agua /επιτροπές χωρίς νερό.25 Ωστόσο, ορισμένες comités παρέχουν νερό για ένα ολόκληρο barrios, το ίδιο σε μέλη όσο και σε μη μέλη.

ASICA Sur

Η Ένωση του Συστήματος των Κοινοτήτων της Zona Sur / ASICA Sur (Asociacion de Sistemas Comunitarios de la Zona Sur) επίσημα ιδρύθηκε το 2004. Η διαδικασία που οδήγησε στη δημιουργία της, όμως, ξεκίνησε το 2003 με την ίδρυση του συλλόγου PROVIDA από μια ομάδα κοινωνικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων έξι comités de agua, με στόχο το συντονισμό των εργασιών τους στα νοτιοανατολικά της Cochabamba, ή στην Περιοχή Γ.25.

Στις 22 Αυγούστου του 2004, μια γενική συνέλευση των comités de agua από τη Zona Sur ίδρυσε την ASICA Sur. Εκείνη την εποχή συντόνισε περίπου 40 συλλόγους.

Η εσωτερική της οργάνωση είναι παρόμοια με αυτή των comités. Όπως και στις comités έτσι και στην ASICA Sur η κύρια αρχή είναι μια συνέλευση που σχηματίζεται από τους προέδρους των τοπικών δικτύων υδάτων.

Το εκτελεστικό όργανο αποτελείται από πέντε μέλη που εκλέγονται από τη Συνέλευση κάθε δύο χρόνια και δεν πληρώνονται. Η ASICA Sur διαθέτει επίσης μια τεχνική ομάδα, που αποτελείται από έμμισθο προσωπικό. Η ASICA Sur έχει την ευθύνη για:

«την ενίσχυση των δικτύων της κοινότητας, να είναι ο εκπρόσωπος των δικτύων της κοινότητας, τη διαχείριση έργων, αλλά και για τον αγώνα για την πρόσβαση σε ποιοτικό νερό σε μια δίκαιη τιμή στην Zona Sur.» 26

Αρχικά, ο σκοπός της ASICA Sur ήταν να ενεργεί ως συνομιλητής με τις αρχές για να διασφαλίσει την παροχή νερού προς τη Zona Sur και να συμμετάσχει στη μεταρρύθμιση της SEMAPA. Όμως, η ανεπάρκεια με την οποία διεξήχθη ο σχεδιασμός της επέκτασης του δικτύου ύδρευσης από τη SEMAPA παρακίνησε την ASICA Sur να επιστρέψει την εστίασή της στις comités και να αρχίσει το δικό της έργο επέκτασης (Franz 2009: 18).

Συνδιαχείριση

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καθορισμένο μοντέλο για τις κοινοτικές και κρατικές οργανώσεις υδάτων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός συν-διαχείρισης ενός δικτύου νερού. Το αρχικό σχέδιο συν-διαχείρισης οραματίστηκε την κατανομή των καθηκόντων μεταξύ των comités, της ASICA Sur και της SEMAPA. Σε αυτό η SEMAPA θα παρείχε επεξεργασμένο νερό «μαζικά», καθώς και την εμπειρία και τους πόρους που απαιτούνται για τη συντήρηση και τις τεχνικές εργασίες. Οι comités, από την άλλη πλευρά, θα χρησιμοποιούσαν τις ήδη υπάρχουσες υποδομές ύδρευσης στα barrios και θα διαχειρίζονταν το δίκτυο μέσω των μηχανισμών δημοκρατικής λήψης αποφάσεων. Η ASICA Sur εκπροσωπεί τις comités ενώπιον των αρχών και των θεσμών.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του εργαστηρίου για την από κοινού διαχείριση που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της τρίτης Feria de Agua στην Κοτσαμπάμπα το 2010,

«Υπάρχουν πολλές νομικές δυσκολίες στη συν-διαχείριση των υδάτων εξαιτίας των νόμων και των κανονισμών που εκδίδονται από θεσμούς οι οποίοι δεν γνωρίζουν ή δεν σέβονται τις τοπικές πρακτικές. Άλλος ένας κίνδυνος είναι ότι οι δυσκολίες στο συντονισμό των διαφόρων φορέων θα είναι επιζήμια για τη διαχείριση των υδάτων. »27

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η κακή φήμη της SEMAPA.

Τα περισσότερα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των comités που πήρα συνέντευξη δεν έχουν σχέσεις με τη δημόσια επιχείρηση νερού και όταν έχουν, εκφράζονται γενικά αρνητικά.

Η SEMAPA κατηγορείται ότι είναι αναξιόπιστη και δεν τηρεί τις υποσχέσεις της. Αυτή η άποψη δικαιολογείται από τα φτωχά αποτελέσματα των διαφόρων έργων που στοχεύουν να επεκτείνουν το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης της SEMAPA στην Zona Sur. Επιπλέον, ορισμένοι ηγέτες τόνισαν την μεγάλη διαφορά μεταξύ της SEMAPA και των comités, τονίζοντας τη διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση των πόρων, την έλλειψη διαφάνειας και το γεγονός ότι οι ηγέτες της SEMAPA πληρώνονται:

« Αυτό είναι που η SEMAPA θα έπρεπε να μάθει από εμάς, είμαστε στην διεύθυνση και δουλεύουμε δωρεάν, για το καλό των ανθρώπων … Έξω από τα barrios είμαστε πάντα βυθισμένοι σε κάτι ξένο, αλλά εδώ δουλεύουμε ως μια κοινότητα. Στο κέντρο της πόλης που η SEMAPA στρώνει τους σωλήνες και το αποχετευτικό δίκτυο, μετά την πληρωμή των φόρων οι πολίτες δεν συμμετέχουν καθόλου.»28

Επιπλέον, όπως προβλέπεται στο μοντέλο της συνδιαχείρισης, ορισμένοι ηγέτες των comités που μου έδωσαν συνέντευξη έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν προτίθενται να δώσουν τη διαχείριση των υδάτων σε μια εξωτερική αρχή. Αυτή η πεποίθηση είναι όχι μόνο λόγω της κακής φήμης της SEMAPA αλλά επίσης, όπως έχει ήδη τονιστεί, και εξαιτίας του γεγονότος ότι τα μέλη των comités είναι συνιδιοκτήτες ενός δικτύου νερού και ότι θυσίασαν χρόνο και χρήματα για να το χτίσουν. Όπως ο πρόεδρος μίας από τις comités μου είπε:

«Αν περάσουμε τη διοίκηση στη SEMAPA θα ήταν μια προδοσία της εμπιστοσύνης του λαού, γιατί δεν έχει καλή διοίκηση. Οι comités de agua έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να διαχειριστούμε [το δίκτυο] καλά. Σε αντίθεση με τη SEMAPA, έχουμε μια καλή διαχείριση και δουλεύουμε δωρεάν – δεν κερδίζουμε τίποτα. Αν η SEMAPA αναλάβει τη διοίκησή θα χάναμε όλα όσα έχουμε επενδύσει. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτό θα συμβεί.»29

Τα τελευταία χρόνια η ιδέα της δημιουργίας ενός νέου δημόσιου-κοινοτιστικού οργανισμού νερού που εξυπηρετεί μόνο τη Zona Sur, και παραβλέπει έτσι το μοντέλο συνδιαχείρισης, κερδίζει έδαφος μέσα στην ASICA Sur.30 Ωστόσο, δεδομένου ότι η Zona Sur είναι μέρος της περιοχής που εκχωρείται στη SEMAPA, δεν είναι σαφές πώς αυτός ο οργανισμός θα λειτουργούσε.

_______________________________________________________________________________

* Πέρασα δύο μήνες στην Κοτσαμπάμπα ερευνώντας τη δουλειά των comités de agua, κοινοτιστικών συλλόγων που προσπαθούν να αποκτήσουν και να διαχειριστούν το νερό για τις γειτονιές τους στο πιο υποβαθμισμένο τμήμα του δήμου (Zona Sur), και τη δουλειά της ASICA Sur, των αντιπροσώπων των περισσότερων comités de agua της Κοτσαμπάμπα.
16th WWF Επίσημη Δήλωση, άρθρα 22, 26, 18.
2http://www.fame2012.org/en/ http://www.fame2012.org/en/,http://www.fame2012.org/en/, consulted 14/03/2012                                                                                                              3 Διαμαρτυρίες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του συστήματος νερού της Κοτσαμπάμπα (2000).                                                                                                                        4Li,Tania. (2002).Government through community in the age of neoliberalism, UC-Santa Cruz, CA.                                                                                            5http://www.fame2012.org/en/http://www.fame2012.org/en/, http://www.fame2012.org/en/, επίσκεψη 14/03/2012                                                                                                              6 Εγκρίθηκε από δημοψήφισμα στις 25 Ιανουαρίου 2009.                                                      7 Ley de Servicios de Agua y Alcantarillado Πόσιμο Sanitario Νόμος για το Πόσιμο νερό και τις Υπηρεσίες Αποχέτευσης.                                                             www.redesma.org/docs_portal/leye/ley_2066_agua_potable.pdf
8 Carlos Crespo, Κοτσαμπάμπα, Νοέμβριος 2009, προσωπική συνέντευξη. Ο Crespo είναι διευθυντής της κέντρου έρευνας Cesu, Universidad Mayor de San Simon.
9 Σειρά διαμαρτυριών ενάντια στην διαχείριση του συστήματος ύδρευσης της Cochabamba από Agua del Tunari (2000).
10Μια έκφραση που ενοποιεί τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που η κυβέρνηση του Έβο Μοράλες φιλοδοξεί να επιφέρει.                                                            11 Webber 2010, p.15.                                                                                                               12 Central Obrera Boliviana (Εργατικό Συνδικάτο Βολιβίας).                                                 13 Μέλος κοινότητας αυτοχθόνων                                                                                           14 Pablo Regalsky, Ανθρωπολόγος, διευθυντής της CENDA: Centro de comunicaciòn e Desarrollo Andino. Προσωπική συνέντευξη, Cochabamba, November 2009.                         15 Πρόεδρος της Comités de Agua n. 5. Προσωπική συνέντευξη, Οκτώβριος 2009.           16 Carlos Roplesagua, εργαζόμενος της ASICA Sur. Προσωπική συνέντευξη, Cochabamba, Νοέμβριος 2009.                                                                                             17 Επίσημος πάροχος υπηρεσιών Ύδρευσης και Αποχετεύσεων.                                        18 Carlos Crespo, Ibid.                                                                                                           19 Servicio Municipal de Agua y Alcantarillado. Δημοτική Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Cochabamba.                                                                                            20 Λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις περιοχές 7, 8, 9 και 14 . INE (Institudo Nacional de Estadìstica), 2004.                                                                                                                 21 Οργάνωση στις επαρχιακές κοινότητες που διαχειρίζονται το νερό, κυρίως για την άρδευση των χωραφιών                                                                                                        22 Πρόεδρος της Comités de Agua n.5. Προσωπική συνέντευξη, Οκτώβριος 2009.             23 Πρόεδρος της Comités de Agua n.5. Προσωπική συνέντευξη, Οκτώβριος 2009.              24 YAku al Sur, Boletìn 2, Agosto 2003 Cochabamba.                                                           25 Επιτροπή από αυτούς χωρίς νερό                                                                                      26 Carlos Roplesagua, Equipe ASICA Sur. Η συνέντευξη και η ακόλουθη μετάφραση είναι δική μου,Cochabamba, Νοέμβριος 2009.                                                                              27 Έγγραφα αποτελεσμάτων από το εργαστήριο για τη συνδιαχείριση, III Feria de Agua, Cochabamba 2010.                                                                                                                28 Πρόεδρος της Comités de Agua νο.5. Προσωπική συνέντευξη, Οκτώβριος 2009.             29 Πρόεδρος της Comités de Agua νο.5. Προσωπική συνέντευξη, Οκτώβριος 2009.           30 Stefano Archidiacono, Συντονιστής Σχεδίου για την ΜΚΟ NGO Ce.V.I.της οποίας ο κύριος τοπικός εταίρος είναι η ASICA Sur. Προσωπική συνέντευξη, Ιούνιος 2010.

Βιβλιογραφία

Bustamante R., Butterworth J. and Fayssa N. (2007) “Exixte un futuro para los sistemas comunitarios en las areas periurbanas de Cochabamba, Bolivia?”, Después de las guerras del agua. La Paz: CESU-UMSS/Plural Editores

Castro J.E. (2007a) “Poverty and citizenship: Sociological perspectives on water services and public/private participation”, Geoforum, 38(5):756-77

Castro C. (2007b) “Water governance in the twentieth-first century”, Ambient. Soc., Campinas, 10,(2):97-118

Cieli C., Quiroz C. (2008) Partecipaciones Periurbanas, Dal Control Social a los movimientos sociales, Bolivia: Plural Editores

Crespo C., Spronk S. (2007) Después de las guerras del agua. La Paz: CESU-UMSS/ Plural Editores

Franz M. (2008/2009) “L’organizzazione della comunità nella gestione di un benecomune: l’acqua. Programma di cooperazione internazionale nella zona sud di

Cochabamba”. Θέση για το Bachelor στη συνεργασία για την Αναπτυξη, Università degli Studi di Padova, Τμήμα Εκπαίδευσης, Ακαδημαϊκό έτος 2008/2009

Global Water Partnership (2002) Introducing Effective Water Governance, mimeo,rooted

Goldman M. (2007) “How “Water for All” Policy became hegemonic”, Geoforum, 38(5):786-800

Hall A., Rogers P. (2003) “Effective Water Governance”, Tec. background papers n.7, Sweden: Elanders Novum

Hall D., Lobina E., Motte R. (2005) “Public resistance in privatization in water and Energy”, Development in Practice, 15, (3-4), Routledge

Shiva V. (2002) Water Wars: Privatization, Pollution, and Profit, London: Pluto

Vidal J. (2009) O Evo Morales καταπλήσσει την Κοπενχάγη με αίτημα τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1c, Guardian [on-line] 16 December, (προσβάσιμο στις 1 Απριλίου 2011) διαθέσιμο στο: http://www.guardian.co.uk/environment/2009/ dec/16/evo-morales-hugo-chavez http://www.guardian.co.uk/environment/2009/ dec/16/evo-morales-hugo-chavez

Water Governance Facility (2009) “Water and Sanitation Governance”, WGF στο σειρά τευχών SIWI, φύλλο 4

Webber J. (2010) Red October: Left-Indigenous Struggles in Modern Bolivia, Leiden:Brill Academic Publishers

YAku al Sur, Boletìn 2, Agosto 2003, Cochabamba[:]

[:en]Διάλεξε πλευρά…[:]

[:en]Εδώ και 14 μέρες οι εργαζόμενοι του Νεωρίου Σύρου είναι σε απεργία. Μια απεργία που ήρθε μετά τον χρόνιο εμπαιγμό τους από την διεύθυνση και με την συμμετοχή του προηγούμενου συνδικαλιστικού καθεστώτος, μετά από μεγάλα χρονικό διαστήματα παύσης πληρωμών και έχοντας αυτή τη στιγμή 4 μήνες απλήρωτους και υπερωρίες και ενώ η επιχείρηση έχει εκμεταλλευτεί όλες τις κρατικές χαριστικές ρυθμίσεις για να αυξήσει τα κέρδη της και μόνο.

Από την αρχή της απεργίας η επιχείρηση κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα στο Πρωτοδικείο Σύρο για την κήρυξη της απεργίας ως παράνομης και καταχρηστικής.

Η πρώτη νίκη λοιπόν ήρθε με την εκδίκαση του αιτήματος και την νομική δικαίωση του αγώνα των εργαζομένων. Το Πρωτοδικείο Σύρου έκρινε νόμιμη και μη καταχρηστική την απεργία των εργαζομένων, μια απόφαση σημαντική και αξιοπρεπής.

Η ηθική δικαίωση του αγώνα βέβαια δεν περιμένουμε να κριθεί από κανένα δικαστήριο, γιατί κρίνεται από τον ίδιο τον κόσμο που ξέρει σε ποια πλευρά βρίσκεται…

Η διαδικασία ανοιχτή για όλους μας….και για εκείνους που μπαίνουν μπροστά στις απεργιακές κινητοποιήσεις, για την επιλογή των κοινωνικών και ταξικών χαρακτηριστικών του αγώνα τους , και για εκείνους που καλούνται να διαλέξουν πλευρά και να δείξουν την αλληλεγγύη τους, ηθικά και έμπρακτα.

Σε κάθε αγώνα υπάρχει μια νίκη που μπορεί κάθε στιγμή να είναι δυνατή στο παρόν, πέρα από κάθε εξουσία και πέρα από κάθε εκμετάλλευση, η νίκη αυτή είναι η νίκη της συνείδησης, η νίκη της συνάντησης, η νίκη του παρόντος χρόνου, η νίκη της αλληλεγγύης, η νίκη του εμείς…που δεν είναι όμως δεδομένη σε κανέναν αγώνα…αλλά που η διαδικασία του αγώνα και της συντροφικότητας μπορεί να την κάνει δυνατή…[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=RChgpftfa2c[/youtube][:]