[:en]Bullying στη Σύρο. Με αφορμή το δημοσίευμα στο Λόγο των Κυκλάδων[:]

[:en]Η τοπική εφημερίδα «ο Λόγος των Κυκλάδων», με ημερομηνία έκδοσης την 16η Απριλίου, είχε τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Bullyingστη Σύρο!». Η εφημερίδα αφιέρωνε επίσης το editorial, την στήλη Αγενώς στη σελίδα 5, όπου γινόταν και μια ιστορική ανασκόπηση σε θύματα bullyingστην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, και το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας με τίτλο «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλον Γιακουμάκη…» στην περιγραφή και ανάλυση περιστατικού που σημειώθηκε σε εκδρομή σχολείου της Σύρου. Το παρόν κείμενο δεν αναφέρεται στο ίδιο το συμβάν στη σχολική εκδρομή, με στόχο να κινηθεί στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που υποδεικνύει η τοπική εφημερίδα αλλά και γενικότερα τα μμε. Τη μετατροπή, δηλαδή, ενός δυσάρεστου περιστατικού σε δημόσιο θέαμα στο οποίο όλοι θα έχουν δικαίωμα θέασης και σχολιασμού.

Η μιντιοποίηση κοινωνικών συμβάντων δεν ξεκινά βέβαια από τη Σύρο, αποτελεί μια απλή προέκταση της τηλεοπτικής λαίλαπας που ξέσπασε με αφορμή την εξαφάνιση του φοιτητή από την Κρήτη. Τα ελληνικά μμε διαχειρίστηκαν και αυτή την υπόθεση με όρους θεαματικότητας. Μουσική, τίτλοι, ρεπορτάζ, μαρτυρίες, λόγος που απευθύνεται στο συναίσθημα, δημιουργώντας μια αγωνιώδη κλιμάκωση, μέχρι το μικρό διάλειμμα για διαφημίσεις.

Η μιντιοποίηση, ωστόσο, του φαινομένου, αν δεχτούμε ότι υπάρχει πράγματι κοινωνικό φαινόμενο το οποίο βρίσκεται σε έξαρση, μοιάζει να είναι το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας ψυχολογιοποίησης του. Την απόδοση δηλαδή των αιτιών του φαινομένου σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων ή των ομάδων που συμμετέχουν σε αυτό με οποιοδήποτε ρόλο. Μια τάση, σχεδόν σύμφυτη με την επιστήμη της ψυχολογίας, η οποία προάγεται από τα μμε ως μέσο προσέγγισης και ερμηνείας κοινωνικών και ψυχικών προβλημάτων ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κρίσης.

Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα ψυχολογιοποίησης αφορά την προσέγγιση των προγραμμάτων υποστήριξης ανέργων, τα οποία υλοποιούνταν από δήμους, οργανώσεις, μκο κ.ά., πριν ακόμη από την προσφυγή στο ΔΝΤ, την επίσημη δηλαδή αναγνώριση της κρίσης. Εκείνη την περίοδο όλες οι επιδοτήσεις και όλα τα προγράμματα που υλοποιούνταν, αφορούσαν την ανεργία. Τότε σημειώνονταν οι πρώτες απολύσεις καθαριστριών από δημόσιους φορείς και οι επαναπροσλήψεις τους σε εταιρίες εργολαβιών και ξεκινούσε το ντόμινο των πτωχεύσεων εταιρειών, βιοτεχνιών κ.ά. Η λογική των προγραμμάτων αυτών μεταβίβασε την ευθύνη της ανεργίας στον ίδιο τον άνεργο. Ο άνεργος έπρεπε να επανεκπαιδευτεί στο πώς να πλασάρει τον εαυτό του, να εντρυφήσει στις αδυναμίες του και στις λανθασμένες επιλογές του, να «ενδυναμωθεί» για να μπορέσει να επιστρέψει δυνατότερος και ανταγωνιστικότερος στην αμείλικτη αγορά εργασίας. Αν δεν τα κατάφερνε, η ευθύνη ήταν όλη δική του.

Όταν πια η κρίση ξέσπασε για τα καλά, την περίοδο που σημειώθηκαν πολλές αυτοκτονίες, πολλοί ψυχολόγοι διατείνονταν ότι στις περιπτώσεις αυτές προϋπήρχε ένα υπόβαθρο ψυχοπαθολογίας ή μιας γενικότερης αδύναμης και μη συγκροτημένης προσωπικότητας. Αυτό είναι ένα ακόμη ξεκάθαρο παράδειγμα ψυχολογιοποίησης. Παραβλέπονται οι κοινωνικές συνθήκες, ότι δηλαδή πίσω από τις περισσότερες αυτοκτονίες υπήρχε αδιέξοδο, χρέη, φτώχεια, καμία βοήθεια από ένα κοινωνικό κράτος ανύπαρκτο, αληθινή απόγνωση αλλά και κλίμα τρόμου και πανικού που καλλιεργούσαν τα μμε με στόχο την εθνική συναίνεση στα μνημόνια. Οι ευθύνες αποδίδονται στη ψυχοσύνθεση του ατόμου. Ψυχολόγοι στα κανάλια το τονίζουν και μας αποτρέπουν από την πολιτικοποίηση των αυτοκτονιών. Άλλοι πάλι διαγιγνώσκουν ότι ο έλληνας είναι ψυχικά ανώριμος, ότι η κρίση θα του κάνει καλό, ότι σχεδόν την χρειάζεται για να ξεπεράσει τον υπερκαταναλωτισμό, τον εγωισμό, την τεμπελιά και τον ευδαιμονισμό που τον χαρακτηρίζουν. Συμβάλλουν, με άλλα λόγια, στην συλλογική ενοχοποίηση των ελλήνων για την κρίση.

Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι οι επιστήμονες που κατήγγειλαν ότι η ψυχολογία εργαλειοποιείται με σκοπό την παθητικοποίηση των πολιτών, παρότι οι ενστάσεις τους δεν έτυχαν μεγάλης προβολής από τα μμε. Αν δεχόμαστε ότι ο άνεργος ευθύνεται για τις πόρτες που κλείνουν μπροστά του ή ότι η απόγνωση του φτωχού σχετίζεται περισσότερο με το ψυχικό του υπόβαθρο παρά με το αδιέξοδο που βιώνει, τότε σκεφτόμαστε όπως ακριβώς χρειάζεται για τη συντήρηση του συστήματος. Παθητικά και δίχως αλληλεγγύη.

Αν και για τα μμε το φαινόμενο του bullying έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, (οι δημοσιογράφοι έχουν το χάρισμα να ξαφνιάζονται πάντα), στα σχολεία είχαν εκπαιδευτεί σχεδόν όλοι σε αυτό. Χάρη σε επιδοτούμενα προγράμματα που υλοποιούσαν οι διάφορες εταιρείες και μκο στο χώρο της ψυχικής υγείας, όλοι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας έχουν περάσει από κάποια εκπαίδευση ή κατάρτιση ή έχουν πάρει υλικό για να εφαρμόσουν στην τάξη τους δραστηριότητες ενάντια στο bullying. Και πάλι η χρηματοδότηση αυτών των προγραμμάτων είναι γενναία, όχι τόσο για να αντιμετωπίσει ένα υπαρκτό φαινόμενο μεγάλων διαστάσεων αλλά για να δημιουργήσει το θέμα συζήτησης στο οποίο θα αναλωθούν όλοι.

Έτσι αντί να συζητάμε για την βία που παράγει το ίδιο το σχολείο μέσα από την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων, το ανταγωνιστικό του πλαίσιο, την εντατικοποίηση του διαβάσματος και το δικό του σύστημα ποινών και πειθάρχησης, βάζουμε τη βία μεταξύ των μαθητών κάτω από το μεγεθυντικό φακό των επιστημών. Αντί να ακούμε τους μαθητές τους κατηγοριοποιούμε σε θύτες, θύματα ή θεατές. Μέσα από την κατηγοριοποίηση η εκπαιδευτική κοινότητα συμβάλλει στην εκπλήρωση της προφητείας που η ίδια έχει δώσει.

Κι έρχονται ύστερα τα μμε, να εκλαϊκεύσουν, να τιμωρήσουν ή να αθωώσουν. Στο τοπικό παράδειγμα, η εφημερίδα «ο Λόγος» περνά ένα άρρητο και επικίνδυνο μήνυμα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται τα φαινόμενα bullying: «Ο πατέρας αυτός, σε αντίθεση με άλλους, δεν «κουκούλωσε» την υπόθεση. Σήκωσε τη γροθιά του και την κατέβασε με δύναμη, μέσω της δημοσιοποίησης του γεγονότος, για να τσακίσει το μόρφωμα που κάποιοι δημιούργησαν, σίγουροι ότι κανείς δεν θα τολμούσε να το δείξει με το δάχτυλο. «Δεν το κάνω για να προστατεύσω μόνο το παιδί μου. Το κάνω για να προστατέψω και τα παιδιά των άλλων. Να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα που ντροπιάζουν την κοινωνία μας», είπε με σταθερή φωνή που έδειχνε δυναμισμό και αποφασιστικότητα. Και τον κοιτούσαμε με θαυμασμό, γιατί δεν θα θέλαμε να βρισκόμαστε στη θέση του, όχι μόνο γι’ αυτό που θα πιθανόν να συνέβαινε στο παιδί μας, αλλά γιατί ίσως δεν θα είχαμε τη δύναμη να το φωνάξουμε για να προστατέψουμε τα παιδιά των άλλων.»

Και μετά από την δημοσιοποίηση έρχεται ο νόμος και οι «ειδικοί» (ο νόμος της κανονικοποίησης). Έτσι, μέσα από το bullying, περνάμε σε μια λογική αστυνόμευσης μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Περνάμε, ίσως, και σε μια εποχή όπου η αποδοχή και ο σεβασμός του διαφορετικού θα επιβάλλονται από το νόμο. Ότι κι αν σημαίνει αυτό.

Ένα τελευταίο σχόλιο για τους «ειδικούς». Με τον όρο αναφερόμαστε συνήθως στους ψυχιάτρους, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κλπ. Ειδικός όμως είναι και ο δάσκαλος. Και μόνο η χρήση του όρου τοποθετεί αυτούς τους επαγγελματίες σε ένα ανώτερο επίπεδο και υπονομεύει τη συνεργασία τους με τους εκπαιδευτικούς. Αν έχουν ρόλο μέσα στα σχολεία οι επαγγελματίες αυτοί είναι, κυρίως, για να συνδράμουν τους εκπαιδευτικούς στο έργο τους. Επιπλέον, το να απευθυνόμαστε σε αυτούς ως αυθεντίες μας καθιστά ευάλωτους σε άλλες μορφές βίας.

DSC00320

(έξω από το 4ο δημοτικό σχολείο ερμούπολης)[:]