[:en]Η Πολιτική του Πολιτισμού ως Αστεακή Ανάπλαση? [:]

[:en]…. συνεχίζοντας την ανάρτηση απόψεων περί ανάπλασης, πολιτισμού, και βεβαίως, βεβαίως, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης ,και όλα αυτά  ως εργαλεία νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ανεβάζουμε το παρακάτω άρθρο κριτικής στην “πετυχημένη” Γλασκώβη του 1990 η οποία άνοιξε το δρόμο για αυτά που θέλουν να εφαρμόσουν και εδώ, στη Σύρο.

Παραφράζοντας τα ερωτήματα των συμπερασμάτων: ποιανών και ποια Σύρος γιορτάζει? Ποιανών ιστορία κυριαρχεί – και ποιανών ιστορία περιθωριοποιείται? Ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο από το έπαθλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 2021?…Στην καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται το θέμα του τι είδους πόλης θέλουμε, και πως το πετυχαίνουμε… είναι θέμα ερωτημάτων εξουσίας, ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιος εντάσσεται και ποιος περιθωριοποιείται.

Η Πολιτική του Πολιτισμού ως Αστεακή Ανάπλαση? Κριτικές σκέψεις πάνω στη Γλασκώβη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1990

GERRY MOONEY

The Open University (Scotland), Edinburgh, UK

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αυτό το άρθρο επανεξετάζει τη Γλασκώβη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1990, και μελετά τις κύριες κριτικές που διατυπώθηκαν για την πολιτιστική πολιτική της Γλασκόβης ως στρατηγική αστεακής ανάπλασης. Υποστηρίζει ότι, πολλές από τις επικρίσεις που διατύπωσαν ομάδες αντίθετες σε αυτή, όπως οι Εργαζόμενοι της Πόλης ήταν έγκυρες, και ενισχυμένες σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Πόλη από το 1990,  προτείνει ωστόσο, ότι και αυτή η κριτική απάντηση πρέπει να υποβληθεί σε πιο ενδελεχή έλεγχο. Το άρθρο ισχυρίζεται ότι οι εμβληματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις μπορούν να κάνουν λίγα, αλλά μπορεί και να αποσιωπήσουν και να εκτρέψουν την προσοχή μακριά από τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν πολλές πρώην βιομηχανικές πόλεις και καταλήγει με το επιχείρημα ότι τα διδάγματα της εμπειρίας της Γλασκώβης αφορούν επίσης πολύ και άλλες πόλεις όπως το Λίβερπουλ, που ομοίως εναγκαλίζονται όλο και περισσότερο με την πολιτική του πολιτισμού ως δρόμο προς την αστεακή ανάπλαση

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Γλασκώβη, πολιτιστική πολιτική, αστεακή ανάπλαση, αστεακή πόλωση.

Εισαγωγή

Στο προηγούμενο άρθρο σε αυτή τη συλλογή η Beatriz Garcia σημειώνει ότι ο «πολιτισμός» έχει γίνει κεντρικός στα προγράμματα αστεακής ανάπλασης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από την περασμένη δεκαετία η ανάπτυξη μίας, βασισμένης στην Πόλη, πολιτικής πολιτισμού έχει γίνει αναντικατάστατο εργαλείο στην επανα-φαντασίωση και αναγέννηση των πόλεων. Πολλά έχουν γραφτεί για το έτος της Γλασκώβης ως Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα (ΕΠΠ) το 1990. Ως παρελθούσα – και για αρκετούς τρομερά επιτυχήμενη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα, η Γλασκώβη συνεχίζει να προβάλεται ως μοντέλο και σημείο αναφοράς για άλλες μειονεκτούσες πόλεις, συμπεριλαμβανόμενου και του Λίβερπουλ, ΕΠΠ 2008 (Bianchini, 1990; Bianchini & Parkinson, 1993; Gomez, 1998; Holcomb, 1993; Khan, 2003b). Πάνω από όλα, η Γλασκώβη αναγνωρίζεται ευρέως ως  σημείο αναφοράς για άλλες αποβιομηχανοποιημένες ή/και «δευτερεύουσες πόλεις» που πρέπει να ακολουθήσουν. Ήταν η πρώτη πρώην- βιομηχανική πόλη που ανέπτυξε ένα πρόγραμμα ανάπλασης καθοδηγούμενο από τον πολιτισμό και ορίσθηκε ως ΕΠΠ. Το «κάνε μία Γλασκώβη» έχει γίνει το επαναλαμβανόμενο θέμα στις συζητήσεις της αστεακής πολιτιστικής πολιτικής και του μάρκετινγκ τόπου σε αρκετές από τις παλαιότερες βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης.

Ο κύριος στόχος αυτού του άρθρου είναι να διερευνήσει κριτικά ορισμένες από τις κληρονομιές της ΕΠΠ της Γλασκώβης το 1990. Αυτό το άρθρο δεν ασχολείται με τις πολιτικές ανάπτυξης αυτές καθαυτές μετά το 1990 αλλά με την προσφορά «κριτικών προβληματισμών» στο βασίλειο της Γλασκώβης ως ΕΠΠ του 1990. Για να το κάνει αυτό επιστρέφει στις επιθέσεις που γίνανε στην εκδήλωση καθαυτή του 1990 και με τη σειρά τους τις υποβάλει και αυτές σε κριτική. Στην θέση του ότι το αποκαλούμενο «μοντέλο της Γλασκώβης» για την αστεακή αναγέννηση είναι ουσιαστικά ένας συντηρούμενος μύθος, σε αντίθεση με μία πανηγυρική πραγματικότητα, το άρθρο εγείρει σημαντικά ερωτήματα για εκείνους που σήμερα δημοσίως συζητάνε τι θα σημάνει το καθεστώς της ΕΠΠ για το Λίβερπουλ το 2008 καθώς και για άλλες πρώην βιομηχανικές πόλεις σε όλη την Ευρώπη που αναζητούν να χρησιμοποιήσουν τον πολιτισμό ως βασική συνιστώσα στα προγράμματα αναγέννησής τους

Η Γλασκώβη ως ΕΠΠ το 1990

Μυστυριωδώς αλλά δραματικά, η Γλασκώβη έχει γίνει ένα μέρος που ο κόσμος θέλει τώρα να επισκεφθεί, να δει και να τον δουν σε αυτόν. (Urry, 2002, σελ. 108)

Δεν υπάρχει τίποτα το μυστήριο στην ανάδυση της Γλασκώβης ως προεξάρχων τουριστικός προορισμός (βλ. Garcıa, 2004, σελ. 107 για αριθμούς). Η προσέλκυση των τουριστών ήταν μία βασική συνιστώσα της στρατηγικής αναθεώρησης της Γλασκώβης, ξεκινώντας με την εκστρατεία τα «Kαλύτερα Mίλια της Γλασκώβης» το 1983, που ακολουθήθηκε από το Εθνικό Φεστιβάλ Κήπων το 1988 και την ΕΠΠ το 1990. Το τελευταίο επεισόδιο στη σειρά είναι η ανανέωση του επώνυμου ονόματος (rebranding) της Γλασκώβης το 2004 (με κόστος στο 1,5 εκατομμύριο λίρες) ως «Γλασκώβη: Σκωτία με Στυλ» (Sunday Herald; Scotland on Sunday, 7 March 2004). Αυτή είναι η πρώτη σημαντική εικόνα «ανανέωσης» από την εποχή της εκστρατείας «Τα Καλύτερα Μίλια » και ποντάρει στις δυνάμεις της Γλασκώβης ως πολιτιστικής τοποθεσίας και ως το μεγαλύτερο κέντρο λιανικής έξω από το Λονδίνο. Όμως, προωθείται, με το χρόνο, μία επανεξέταση της πόλης ως κέντρο φτώχειας και στέρησης, και έχει ήδη επικριθεί η εικόνα εξωραϊσμού ως κάτι λίγο περισσότερο από ένα φτιασίδωμα (Scott, 2004).

Το υπόβαθρο της βασιλείας της Γλασκώβης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης και του καθαυτού πολιτιστικού φεστιβάλ του 1990, έχει ευρέως καταγραφεί (βλ. Boyle &Hughes, 1991; Garcıa, 2004; Gomez, 1998; Kantor, 2000; MacLeod, 2002; Pacione, 2001). Με μία ιστορία μακροχρόνιας οικονομικής και βιομηχανικής παρακμής, μαζί με μαζικά προβλήματα ανεργίας, φτώχειας, αποστέρησης και άθλιων συνθηκών στέγασης, οργανισμοί όπως ο τότε  Οργανισμός Ανάπτυξης της Σκωτίας και το Συμβούλιο της Περιοχής της Γλασκώβης ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα να «αναπλάσουν» την Πόλη, ανακατασκευάζοντας την ως μετα-βιομηχανικό κέντρο χρησιμοποιώντας το marketing του τόπου και τα πολιτιστικά προγράμματα ως τα μέσα μέσω των οποίων εξωτερικές επενδύσεις στον τομέα των υπηρεσιών θα μπορούσαν να δελεαστούν.

Δεν μπορείτε να κάθεστε ακόμα· δεν μπορείτε να βασίζεστε στα επιτεύγματα του παρελθόντος, ασχέτως του πόσο εντυπωσιακά μπορεί να ήταν… οι μέρες της Γλασκώβης ως μίας μεγάλης βιομηχανικής πόλης έχουν περάσει. Μπορεί να φαίνεται θλιβερό, αλλά οι συνέπειές του είναι ξεκάθαρες:  σχεδιάζεται να γίνει μία μεγάλη μετά-βιομηχανική πόλη… Το μετά-βιομηχανικό μέλλον της Γλασκώβης θα προκύψει κατά ένα μεγάλο μέρος από την αστεακή της κληρονομιά και τον πολιτιστικό της πλούτο… με τη Γλασκώβη να θεωρείται ως μία μεγάλη πόλη πολιτισμού, μπορούμε να αναμένουμε τις τέχνες που συσχετίζονται με τον τουρισμό να αυξάνονται – και έτσι έρχονται δουλειές. (Glasgow 1990 Festivals Office,1990, σελ. 20)

Καθόλη τη δεκαετία του ’80, η εικόνα, οι τέχνες και ο πολιτισμός χρησιμοποιήθηκαν για να αναδιαμορφώσουν το κέντρο της πόλης, μαζί με νέα εμπορικά κέντρα, με νέα στέγαση τύπου βιομηχανικών αποθηκών σε μέρη της κεντρικής πόλης, συμπεριλαμβανόμενης της   πρόσφατα ανακαινισμένης περιοχής της «Εμπορικής Πόλης», που βρίσκεται ανατολικά  του κέντρου της πόλης (see MacLeod, 2002, σελ. 611–613). Η ΕΠΠ της Γλασκώβης το 1990 ήταν το αποκορύφωμα σε αυτή τη μακροχρόνια στρατηγική επανα-φαντασίωσης.

Όπως υπονοείται πιο πάνω, υπάρχει μία δυνατή οικονομική λογική στη Γλασκώβη 1990. Μερικώς αυτή ήταν για την προσέλκυση τουριστών αλλά επίσης και για να γίνει η Γλασκώβη ένα περισσότερο ελκυστικό μέρος για να ζει και να δουλεύει κάποιος. Ο «Πολιτισμός» ήταν βασική συνιστώσα σε αυτή τη στρατηγική και για αυτό το σκοπό η διάθεση εμβληματικών χώρων τεχνών και πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένων της νέας αίθουσας συναυλιών κόστους σχεδόν 30 εκατομμυρίων λιρών και άλλων νέων χώρων τέχνης αφορούσε σημαντικά κτιριακά συγκροτήματα(Myerscough, 1991). Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων του 1990, 700 πολιτιστικοί οργανισμοί και 22.000 άνθρωποι ενεπλάκησαν στην παρουσίαση και στην εκτέλεση σχεδόν 3.500 εκδηλώσεων (Myerscough, 1991). Στην αναφορά αξιολόγησης του για τους σημαντικότερους εταίρους της Γλασκώβη 1990 – το Συμβούλιο της Πόλης της Γλασκώβης, το Περιφεριακό Συμβούλιο του Strathclyde και το Επιχειρηματικό Επιμελητήριο της Σκωτίας – ο John Myerscough υπολόγισε ότι για μία επένδυση του δημόσιου τομέα των 33 εκατομμυρίων λιρών, η Γλασκώβη 1990 είδε μία καθαρή οικονομική επιστροφή στην περιφεριακή οικονομία της Γλασκώβης μεταξύ 10,3 και 14.1 εκατομμυρίων λιρών (Myerscough, 1991). Επιπροσθέτως, τώρα η Πόλη είχε μία αρκετά βελτιωμένη φήμη εξωτερικά ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων επίσης νόμιζε ότι το 1990 είχε βελτιώσει την εικόνα της Πόλης ενώ την έκανε και ένα πιο ευχάριστο μέρος για να ζεις.

Συντριπτικά, η κυρίαρχη αφήγηση που προκύπτει από τις περιγραφές της περιόδου της Γλασκώβης ως ΕΠΠ, και από την καθαυτή πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση στην πόλη, είναι ότι ήταν «καλή για τη Γλασκώβη» και ότι το «1990» βοήθησε για να «μεταμορφωθεί». Ενώ υπάρχει ένα αριθμός διαφορετικών διαστάσεων σε αυτούς τους ισχυρισμούς, μεταξύ των βασικών συνιστώσεων είναι ότι η εθνική και διεθνή φήμη της Γλασκώβης ενισχύθηκε σημαντικά και ότι η εικόνα της Πόλης και η παρουσίασή της επιδιορθώθηκαν προς το καλύτερο. Ξεφορτώνοντας τη μακροχρόνια εικόνα ως μέρους ζοφερής αστεακής υποβάθμισης, φτώχειας, βίας και βιομηχανικών αναταραχών, η Γλασκώβη επαναφαντασιώθηκε ως μία «ζωντανή», «μετά-βιομηχανική», «μοδάτη» πόλη.Στις διάφορες εορταστικές ομιλίες που προκύψανε, η «νέα» Γλασκώβη κατασκευάστηκε και σε αντιτέθηκε αυστηρά  με την «παλιά» Γλασκώβη, η οποία όλο και περισσότερο αντιπροσωπεύεται από τα μεγάλα συγκροτήματα εργατικών κατοικιών, τα οποία είναι ένα αξιοσημείωτο, αν και περιθωριοποιημένο, χαρακτηριστικό του αστεακού τοπίου της Πόλης.

Ποιανού Πολιτισμός? Ποιανής Γλασκώβης? Αναθεωρώντας την κριτική του 1990

Η ατζέντα του 1990, που ορίσθηκε από τις δημοτικές αρχές, βασίστηκε σε μία απλή παραδοχή, ότι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ήταν επιβεβαίωση της Τέχνης και της Γλασκώβης: συνεπώς αν ήσουν αντίθετος στην πρώτη ήσουν αντίθετος και στην δεύτερη. Έτσι η Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης παρουσιάστηκε ως ένα μάτσο μη πατριωτών φιλισταίων, ως ένα φάντασμα Σταλινικού παρελθόντος και εργατίστικου μέλλοντος. Εφιστώντας την προσοχή σε ορισμένες δυσβάσταχτες πραγματικότητες δεχθήκαμε μεγάλες δόσεις δηλητηρίου. (Kelman, 1992, p. 1)

Αυτό το σχόλιο από τον James Kelman ισχύει σήμερα όσο και την περίοδο του 1990 (και θα ισχύει επίσης σίγουρα για αυτούς που αναζητούν να αμφισβητήσουν τους ισχυρισμούς που ήδη έχουν γίνει για το Λίβερπουλ ως ΕΠΠ το 2008). Ένας σημαντικός Σκωτζέζος συγγραφέας , ο Kelman, επίσης ηγετικό μέλος της Ομάδας Εργαζομένων της Πόλης, ήταν μεταξύ των πιο ηχηρών αντιπάλων όλων αυτών που αντιπροσώπευε η Γλασκώβη ΕΠΠ 1990 . Και το δηλητήριο στο οποίο αναφέρεται ο Kelman έχει ελάχιστα διαχυθεί προς όλες τις πλευρές. Σε ένα σεμινάριο στη Γλασκώβη στα τέλη του Ιανουαρίου 2004, «Αλλάζοντας την Διεθνή Απήχηση», δεν αποτέλεσε έκπληξη να ακούσουμε έναν από τους πιο σημαντικούς ομιλητές, να αναφέρεται στους Εργαζόμενους της Πόλης ως «αυτοδιορισμένοι αντιπρόσωποι του λαού της Γλασκώβης, Σταλινικοί που υποστηρίζανε πως το ευρύ κοινό της Γλασκώβης δεν ήταν για το 1990. Αλλά αυτοί ήταν λάθος». Εκείνοι που τολμήσανε να αμφισβητήσουν ή να επιτεθούν στις στρατηγικές αστεακής «ανανέωσης» που υιοθετήθηκαν στη Γλασκώβη από τα μέσα του ’80, συχνά βρήκαν τους εαυτούς τους σε απολογητική θέση, θεωρούμενοι ως αιρετικοί που αμφισβήτησαν μία παγκόσμια αλήθεια. Υπάρχουν ορισμένες θετικές αλλαγές που οι οι κριτικές θα έπρεπε να αναγνωρίσουν: Η Γλασκώβη βάσιμα έχει σήμερα μία καλύτερη φήμη από αυτή που είχε την περίοδο πριν από τα τέλη του ‘80·αρκετοί συνηθισμένοι άνθρωποι από το ευρύ κοινό της Γλασκώβης παρακολούθησαν εκδηλώσεις και φεστιβάλ του 1990· η ύπαρξη εκθέσεων, συνεδρίων, μεγάλων πολιτιστικών εκδηλώσεων, νέων μουσείων, νέων κέντρων τεχνών, κλπ. δημιούργησε ευκαιρίες σε πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους κατοίκους της Γλασκώβης · δουλειές δημιουργήθηκαν στους τομείς των τεχνών και του πολιτισμού και τουρίστες είδαν τη Γλασκώβη ως ένα ελκυστικό προορισμό για ένα μικρό διάλλειμα. Αλλά, οι αντίπαλοι υποστηρίζουν, αυτά τα οφέλη υπερκαλύπτονται από τις αδικίες και τους περιορισμούς του 1990 και της πολιτιστικά καθοδηγούμενης αναγέννησης.

Η κριτική της Γλασκώβης ως ΕΠΠ το 1990 από τους Εργαζόμενους της Πόλης και άλλους έχει πλήρως διερευνηθεί από τους Boyle & Hughes (1991) και ότι ακολουθεί περιγράφεται για λογαριασμό τους , στο έργο των Damer (1989), Kemp (1990) και σε δύο φυλλάδια δημιουργημένα από την Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης (McLay, 1988; 1990) και στην έρευνα του Ian Spring για τους «μύθους» της «νεάς» Γλασκώβης (Spring, 1990). Οι κριτικές στην Γλασκώβης ως ΕΠΠ επιτέθηκαν όχι μόνο στην πολιτιστική ουσία του 1990 αλλά, και το σημαντικότερο, στην οικονομική και πολιτική αφήγηση που σχετίζονταν με αυτή – και είναι αυτή στην οποία εστιάζουμε στη συζήτηση εδώ. Εν ολίγοις, το κύριο στοιχείο της επίθεσης από τους Εργαζόμενους της πόλης και άλλους επικριτές ήταν ότι η Γλασκώβη ΕΠΠ είχε περισσότερο να κάνει με την πώληση της Γλασκώβης ως τόπου επενδύσεων και εξαγορών παρά ως μια γιορτή του πολιτισμού και της ζωής της  – τουλάχιστον του πολιτισμού της εργατικής τάξης της Γλασκώβης. Οι κριτικές είδαν αυτά τα δύο ως αμοιβαία αποκλειώμενα:

…το έτος Πολιτισμού έχει περισσότερο να κάνει με τις πολιτικές εξουσίας παρά με τον πολιτισμό. Έχει να κάνει περισσότερο με εκατομμυριούχους κτηματομεσίτες παρά με τέχνη… Το 1990, υποχρεωτικά, όλα παραδίδονται, αφού ενταχθούν στην επιχειρηματικότητα, πάνω από όλα το 1990 είναι μία σαφής δήλωση στο όνομα του επιχειρηματικού πλούτου. Έτσι ώστε το 1990 είναι περισσότερο ένα ζήτημα καλλιτεχνικής χορηγίας μεγάλων επιχειρήσεων, προώθησης της νέας τουριστικής κίνησης και της απόδωσης βοήθειας και άνεσης σε ένα ρηχό ήθος γιάπικης απληστείας. Και για όλα αυτά φυσικά ο λαός της Γλασκώβης θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό. (McLay, 1990, p. 87)

Το βασικό σύνθημα των Saatchi και Saatchi για το 1990 “There’s a lot of Glasgowing on” (υπάρχουν αρκετά από τα της Γλασκώβης που συνεχίζουν/αξίζουν, διαφημιστικός νεολογισμός) – επαναδιατυπώθηκε από τους επικριτές σε ‘There’s a lot of con gowing on’ (υπάρχουν αρκετοί συντηριτικοί για να κάνουν/συνεχίσουν) βλ. Σχέδιο 1.

glascow

Σχέδιο 1. Αντίθετες εικόνες της Γλασκώβης 1990.

Τα κεντρικά θέματα για τις κριτικές που συνδέονταν με τους Εργαζόμενους της Πόλης περιστράφηκαν γύρω από τι/ποιανού Γλασκώβη αντιπροσωπευόταν το 1990 – και σε ποιον «ανήκε» το 1990. Η ιδέα ότι η ΕΠΠ ήταν μία άσκηση «γιαποποίησης» της Γλασκώβης, περιθωριοποιώντας το παρελθόν της Πόλης ως μέρος σοσιαλιστικής αναταραχής και αγώνα της εργατικής τάξης, ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα της κριτικής των Εργαζομένων της Πόλης. Η εικόνα της «νέας» αποστειρωμένης Γλασκώβης ήταν αυστηρά αταίριαστη με την «πραγματικότητα» της ζωής σε αρκετές από τις τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες:

Με τη βοήθεια των ειδικών των Saatchi και Saatchi ανακαινίζουν την εικόνα και αφήνουν την πραγματικότητα πίσω τους. Προπαγανδίζουν μία εικόνα που είναι ψεύτικη. Υπάρχει στέρηση και εγκατάλειψη των κοινωνικών στεγαστικών σχεδίων… υπάρχει χρόνια ανεργία και ευρέως διαδεδομένη DSS (διαίρεση κοινωνικών υπηρεσιών ) φτώχεια (φτώχεια που σχετίζετε με την διαφοροποιημένη παροχή κοινωνικών υπηρεσιών), με τα συνήθη επακόλουθα – χρήση ναρκωτικών και πολύπλευρες μορφές βίας στην κοινότητα. Αυτή δεν είναι η «Εμπορική Πόλη», αλλά είναι η αληθινή Γλασκώβη. (McLay, 1990, σελ. 87)

Οι οικονομικές και πολιτικές πτυχές αυτών των κριτικών χτυπάνε στην καρδιά του συνόλου της συζήτησηςγια του μάρκετινγκ τόπου. Σωστά οι ενάντιοι στη Γλασκώβης 1990 αναζήτησαν να τοποθετήσουν ολόκληρη την εκδήλωση και τη στρατηγική που την υποστηρίζει εντός του πλαισίου της μακροχρόνιας οικονομικής παρακμής της Γλασκώβης. Ο μανδύας της ΕΠΠ αγκαλιάστηκε από τους ηγέτες της Πόλης ως ένας τρόπος προώθησης της οικονομικής «αναγέννησης» της Γλασκώβης. Υπάρχει μικρή διαφωνία μεταξύ των υποστηρικτών της στρατηγικής της ΕΠΠ και των επικριτών της πάνω σε αυτό. Ωστόσο, οι Εργαζόμενοι της Πόλης υποστήριξαν ότι το είδος της αναγέννησης που προωθείται μέσω μεγάλης κλίμακας εμβληματικών πολιτιστικών εκδηλώσεων θα επέφεραν μαζικά οφέλη και κέρδη για ορισμένους και μία οικονομία όσο πιο ποτέ εξαρτημένη, στην καλύτερη περίπτωση, από ανασφαλείς, χαμηλά αμοιβόμενες δουλειές του τομέα υπηρεσιών για την πλειοψηφία. Η ΕΠΠ αποσπά την προσοχή και πόρους από την αντιμετώπιση των μαζικών προβλημάτων της φτώχειας και των μη προνομιούχων. Συνεπώς, τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη που η ΕΠΠ θα επέφερε γίνονται αντικείμενο επίθεσης ως κάτι μόλις περισσότερο από κούφιες υποσχέσεις. Αντιθέτως, οι αντίπαλοι υποστήριξαν ότι η Γλασκώβη θα γίνοταν ένα κάτεργο του τομέα των υπηρεσιών, οι εργαζόμενοί του θα αρμέγονταν από επενδυτές εξαγορών οι οποίοι θα μετακόμιζαν στο πρώτο σήμα μεγαλύτερων κερδών που γίνονται κάπου αλλού. Το αποτέλεσμα θα ήταν περισσότερη φτώχεια, μεγαλύτερη οικονομική ταλαιπωρία και ένας αυξανόμενος διαχωρισμός μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων». Αυτός το αυξανόμενο χάσμα επίσης τροφοδοτείται από μία στρατηγική που εκτρέπει απολύτως απαραίτητους πόρους από την αντιμετώπιση υλικών δυσκολιών της Πόλης σε πολιτιστικές εκδηλώσεις (Σχέδιο 2).

pocket

Σχέδιο 2. Φτώχεια της Πόλης

Οι επιθέσεις των Εργαζομένων της Πόλης πολλές φορές στοχεύανε τη διοίκηση των Εργατικών της Γλασκώβης. Ενώ συχνά περιγράφονταν ως ένα προπύργιο των «Παλαιών Εργατικών» με πολλούς τρόπους οι καθοδηγητές του Εργατικού Κόμματος της Γλασκώβης ήταν «Νέοι Εργατικοί» πολύ πριν ο Μπλερ και ο Μπραουν βγούνε στο προσκήνιο. Στη Γλασκώβη, οι Εργατικοί αγκαλιάσανε τον ιδιωτικό τομέα, τιμούσανε το ρόλο που η αγορά είχε να παίξει στην οικονομική και αστεακή «μεταμόρφωση», αναζητώντας «συμπράξεις» με άλλους παράγοντες και εκπροσώπους εταιρειών πριν αυτό γίνει της μόδας και, ουσιαστικά, αγκαλιάσανε την οικονομία των εταιρικών φοροαπαλλαγών υποστηριζόμενη τότε από τους Συντηριτικούς της Θάτσερ. Με την παροχή κινήτρων και ευκαιριών σε επιχειρηματίες για να επενδύσουν στην Πόλη (μία πολιτική που σε κάθε περίπτωση προϋπήρχε του 1990), οι οποίοι εν μέρει προσελκύονται από τις εμβληματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ο πλούτος που θα δημιουργούνταν θα κατηφόριζε τελικά στα λιγότερα προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού της Γλασκώβης. Δημιουργία πλούτου, οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα ήταν η λύση, η μόνη λύση, για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της Γλασκώβης.

Ενώ γενικώς είναι συμπαθητικές οι επικρίσεις κατά της Γλασκώβης 1990,  από τους Εργαζόμενους της Πόλης, τα επιχειρήματά τους έχουν τους περιορισμούς τους. Στο σχεδιασμό της διάκρισης μεταξύ μίας «πραγματικής» και «επανά-φαντασιωμένης», «νέας» Γλασκώβης, παραμελήσανε την έκταση στην οποία η Γλασκώβη ήταν πάντα ένα μέρος που φαντασιωνόταν και επανά-φαντασιωνόταν, ένα μέρος με συχνά συγκροούμενες εκδοχές και διαφορετικές ιστορίες. Ο ισχυρισμός ότι η οικονομική στρατηγική της Γλασκώβης στηρίζονταν σχεδόν ολοκληρωτικά πάνω στην προσέλκυση δουλειών του τομέα υπηρεσιών (που θα ήταν βασικά χαμηλόμισθες) είναι σωστός. Όμως, έμμεσα υπάρχει σχεδόν ένας εορτασμός, μία λαχτάρα, για ότι θεωρούνται δουλειές μίας αληθινής εργατικής τάξης, οι δουλειές των ναυπηγίων και των μεγάλων μηχανοκίνητων εργοστασίων – δουλειές που χαρακτήρισαν αρκετά – αλλά όχι όλη- την αγορά εργασίας της Γλασκώβης τις πρώτες πέντε με έξι δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αυτή δεν είναι μόνο μία μάλλον αρσενική κατανόηση της δουλειάς, αλλά επίσης μάλλον μία εργατίστικη που παραμελεί την έκταση στην οποία χαμηλότερης ποιότητας δουλειές υπηρεσιών (όπως επίσης και «βιομηχανικές» δουλειές) ήταν από καιρό αναπόσπαστο μέρος της επαγγελματικής ζωής στην Πόλη. Επίσης αγνοεί τον βαθμό στον οποίο η αναδιάρθρωση ήταν πάντα χαρακτηριστικό των καπιταλιστικών αγορών εργασίας. Οι πανηγυρισμοί για την ιστορία και την πάλη της εργατικής τάξης είναι ένα πράγμα, και ο ρομαντισμός για τη φρίκη της ζωής στο εργοστάσιο άλλο πράγμα. Υπάρχει και ένα άλλο – σχετιζόμενο – πρόβλημα με την ανάλυση των Εργαζομένων της Πόλης. Ενώ τα υποτιθέμενα προνόμια που θα έρθουν στην πόλη με τις επενδύσεις εξαγορών αμφισβητούνται σωστά, στην κριτική τους του πολυεθνικού και εξωτερικού κεφαλαίου ως επιχείρημα υπεράσπισης των «ντόπιων» φιρμών, ειδικά των μικρών τοπικών εταιρειών, ήταν λες και σαν να υποσχέθηκαν περισσότερα για το «ευρύ κοινό» της Γλασκώβης.

Ενώ η στερνή μας γνώση είναι θαυμάσια,εν τούτοις οι επικριτές της Γλασκώβης 1990 υποτιμήσανε το βαθμό τον οποίο ο ιδιωτικός τομέας και η αγορά θα έρχονταν να παίξουν  ένα τέτοιο στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση των αστεακών πολιτικών για τη Γλασκώβη στα χρόνια που ακολούθησαν. Αλλά τα ερωτήματα που εγείρονται για το «1990», και τα επιχειρήματα για το πως η πολιτιστική αναγέννηση θα έκανε λίγα ή  τίποτα για την τεράστια πλειοψηφία των κατοίκων της Γλασκώβης σίγουρα επιβεβαιώνονται και από μία σύντομη ανάλυση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Πόλη από την περίοδο του 1990.

«Ορισμένες Αβάσταχτες Πραγματικότητες»

Χαίρομαι που βρίσκομαι πίσω εδώ στην Γλασκώβη, υπενθύμισε σε όλους μας ο John Reid… Πόσο έκπληκτος ήταν το 1992 όταν η Γλασκώβη ήταν Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα. «Η Γλασκώβη χαμογελάει» ήταν το σύνθημα. Λοιπόν, ρίξτε μία ματιά γύρω στην Πόλη. Όπως ο Jack McConnell είπε χθες, υπάρχουν πολλά περισσότερα για να χαμογελάσεις αυτές τις μέρες. (Prescott, 2003)

 

Σύγχυση των συνθημάτων και των ημερομηνιών μαζί, τα σχόλια από τον αναπληρωτή Πρωθυπουργό John Prescott (και Σκωτζέζο Πρώτο Υπουργό McConnell) σε συνέδριο στη Γλασκώβη το Φεβρουάριο του 2003, υποδυκνύουν μία αξιοσημείωτη άγνοια της πραγματικοτήτας της ζωής για αρκετούς στη Γλασκώβη σήμερα.

Στα τέλη του ’90, οι Danson και Mooney διερευνήσανε την ιδέα ότι η Γλασκώβη είχε γίνει μία «διττή Πόλη», χαρακτηριζόμενη από την πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση, φυσική ανανέωση στο κέντρο της Πόλης μαζί με τα μεγάλα περιφερειακά ακίνητα στέγασης στην Πόλη για την εργατική τάξη, τα οποία πολύ συχνά περιγράφονται ως τέλματα κατοικίας της εξάρτησης, της φτώχειας και του εγκλήματος (Mooney & Danson, 1997; Danson & Mooney, 1998). Απορρίπτοντας την έννοια της διττής πόλης ως ανεπαρκής υποστήριξαν ότι απέτυχε να συλλάβει τις σύνθετες σχέσεις μεταξύ ανάπτυξης και παρακμής της πόλης, ότι υπάρχει μία σχέση μεταξύ της πολιτιστικά καθοδηγούμενης ανάπλασης και της αυξανόμενης κοινωνικής πόλωσης στον πληθυσμό της Γλασκώβης σε όλη τη δεκαετία του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας ’00. Αν και η αφήγηση της διττής πόλης έχει σε μεγάλο βαθμό παραμεριστεί τα τελευταία χρόνια, γίνεται ακόμα συζήτηση στη Γλασκώβη περί «δίδυμης τροχιάς» ή «δύο κατηγοριών» πόλης: ένα μέρος επιχειρηματικής ζωντάνιας, τουρισμού, δραστηριότητας λιανικού εμπορίου και πολιτιστικών φεστιβάλ εν μέσω μεγάλης κλίμακας φτώχειας και παρακμής που χαρακτηρίζει μεγάλα μέρη της Πόλης σήμερα. Τα «χωρικά διλλήματα» μεταξύ του κέντρου της πόλης και των ακινήτων στην περιφέρεια, για να δανειστούμε την ορολογία της Garcia, συνεχίζουν να είναι χαρακτηριστικό του τοπίου της Γλασκώβης (Garcıia, 2004, p.104). Ο Kantor προσφέρει μία άλλη οπτική θέσης σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι η «διττή αστεακή στρατηγική» έχει υιοθετηθεί από τους οργανισμούς οικονομικής ανάπτυξης της Πόλης που ανταγωνίζονται για ιδιωτικές επενδύσεις «ενώ ψάχνονται απεγνωσμένα για προγράμματα που ασχολούνται με τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της στρατηγικής… ενισχύουν το κέντρο της πόλης ως μία πολιτιστική πρωτεύουσα καθώς φροντίζουν για τις κοινωνικές αθλιότητες της παρακμής μέσω κοινωνικών προγραμμάτωνν γειτονιάς» (Kantor, 2000, σελ. 807–808).

Υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες σήμερα στην Γλασκώβη, για να δανειστούμε τη φρασεολογία του Kelman πιο πάνω, των «ορισμένων δυσβάσταχτων πραγματικοτήτων». Όπως οι Mooney & Johnstone σημειώνουν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 η θέση της Γλασκώβης ως μία από τις πιο χτυπημένες από τη φτώχεια πόλεις στο ΗΒ, επιβεβαιώθηκε χρόνο με το χρόνο ξανά από πετυχημένες αναφορές, έρευνες και ακαδημαϊκές μελέτες. Η Γλασκώβη συχνά απεικονίστηκε ως μία «πόλη στην κρίση» (Mooney & Johnstone, 2000,σελ. 173–175). Το «πρόβλημα» της Γλασκώβης δεν έχει περιορισθεί ως αποτέλεσμα της Σκωτζέζικης Αποκέντρωσης του 1999. Χτυπημένη σκληρά από την τοπική αναδιοργάνωση της κυβέρνησης το 1996, η οποία μετέφερε και οικονομικούς πόρους και πληθυσμό, υπάρχει μία αυξανόμενη κόντρα σχετικά με το ότι η Αποκέντρωση έχει φέρει μεγάλα οφέλη για το «Εδιμβούργο» εις βάρος της «Γλασκώβης». Τέτοιοι ισχυρισμοί έχουν ευρέως προβληθεί στον τύπο και στις ακαδημαϊκές μελέτες (βλέπε για παράδειγμα Fraser, 2003; Khan, 2003a; Sunday Herald, 2002; Turok και άλλοι., 2003).

Η αγορά εργασίας στη Γλασκώβη έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές στα πρόσφατα χρόνια. Από το να είναι η αρχετυπική βιομηχανική πόλη, και αναμφισβήτητα η πιο προλεταριοποιημένη από όλες τις πόλεις του ΗΒ, το 2003, το 82,5% της εργατικής της δύναμης κατέληξε να αποσχολείται στις υπηρεσίες (Slims, 2003). Μεταξύ 1991 και 2001 η απασχόληση στις υπηρεσίες αυξήθηκε κατά 33% (OECD, 2002, σελ. 45) με μία αύξηση 46% στην απασχόληση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μεταξύ 1991/3 και 1999/2001 (Turok κ.α., 2003, σελ. 21–22). Επιπροσθέτως υπήρξε επίσης μία σημαντική αύξηση στην απασχόληση στην «φιλοξενία», στους τομείς τουρισμού, λιανικού εμπορίου και τομέα αναψυχής, αξιοσημείωτα ως πηγές των πιο φτωχών κακοπληρωμένων, περιστασιακών και «απορρυθμισμένων» μορφών δουλειάς. Η Πόλη είχε ορισμένες επιτυχίες στην προσέλκυση μεγάλων επιχειρήσεων τηλεφωνικών κέντρων κατά τη διάρκεια των μέσων της δεκαετίας του ’90 (βλ. OECD, 2002, σελ. 37–38; Turok κ.α., 2003, 2004) αλλά το 2002-2004 όπως παντού στο ΗΒ, χτυπήθηκε από το κλείσιμο ενός αριθμού εξ αυτών καθώς μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό.

Πολλά έχουν γίνει αυτά τα τελευταία χρόνια, η Γλασκώβη απολαμβάνει κάποια οικονομική ανάπτυξη και καταφέρνει να αποφύγει μερικές από τις χειρότερες επιπτώσεις της ύφεσης που επηρεάζει άλλα μέρη του ΗΒ. Στην μελέτη του της «αστεακής αναγέννησης» στη Γλασκώβη, ο OECD ισχυρίζεται  ότι η οικονομία στην πόλη ήταν «έντονη» για περισσότερο από 3 δεκαετίες (OECD, 2002, p. 27). Το μήνυμα που προωθείται από το Δημοτικό Συμβούλιο και άλλους παράγοντες είναι πως η Γλασκώβη είναι στα πάνω της. Σε αναφορές όπως «Αισιόδοξη Γλασκώβη» (GCC/ Σκωτζέζικο Επιχειρηματικό Επιμελητήριο 2001) και «Συνεχιζόμενη Ευημερία της Γλασκώβης» (Οικονομικό Φόρουμ Γλασκώβης 2003) η εικόνα που σκιαγραφείται είναι πως η Γλασκώβη έχει απολαύσει μία «οικονομική αναγέννηση» αλλά για να συνεχιστεί αυτή, η ανταγωνιστικότητα πρέπει να αυξηθεί. Ωστόσο , ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 υπάρχει κάτι σαν «ανάκαμψη» στις οικονομικές τύχες της Πόλης συνολικά, σε όρους δημιουργίας απασχόλησης , ανησυχίες έχουν εκφραστεί πως η βάση αυτής είναι «στενή» (και πιθανών επίση βραχυπρόθεσμη ή/και κυκλική) με αρκετά από τα οφέλη να προσπερνάνε αυτούς τους κατοίκους που δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες για τις νέες υπηρεσίες που εδρεύουν στην Πόλη (βλ. Turok κ.α., 2003, 2004). Ο OECD σημείωσε ότι το 50% των εργασιών καταλήγουν σε μη-κατοίκους της Γλασκώβης (OECD, 2002, p. 41).

Η ευημερία που δημιουργήθηκε από την «αναγέννηση» σίγουρα προσπέρασε ένα ουσιαστικό ποσοστό του πληθυσμού της Γλασκώβης. Εν μέσω της κραυγής που ανακοινώνει πως η Πόλη απολαμβάνει μία «έκρηξη απασχόλησης» τα τελευταία χρόνια, υπάρχει αυξανόμενη μαρτυρία βαθιά ριζωμένης ανεργίας. Το 2001, η Πόλη είχε ένα οικονομικό ανενεργό ποσοστό του πληθυσμού στο 32% (123,000 άνθρωποι), πολύ παραπάνω από αυτό της Σκωτίας (25%) και του ΗΒ (24%) (Πηγή: Slims, 2003), και ένα ποσοστό απασχόλησης 61% το οποίο είναι από τα χαμηλότερα στο ΗΒ. Η Beatty και οι συνάδελφοί της εκτιμούνε ότι το πραγματικό επίπεδο της ανεργίας στη Γλασκώβη το 2002 ήταν 26,6% συγκρινόμενο με αυτό του Εδιμβούργου 10,6% και του μέσου εθνικού του 9,5% (Beatty κ.α., 2002). Αυτό εξηγείται από μία σημαντική αύξηση στα επιδόματα σχετιζόμενα με ασθένεια, με 72,000 ανθρώπους σε επιδόματα ασθένειας και αναπηρίας μόνο (πηγή: Turok κ.α. 2003, p. 37). Συνολικά , το 34% του πληθυσμού της Γλασκώβης διεκδικούσε ένα σημαντικό επίδομα το 2001/2002 (Πηγή:Kenway et al., 2002, p. 27).

Το ότι Η Γλασκώβη έχει ένα αξιόλογο αριθμό του πληθυσμού που λαμβάνει επιδόματα ασθένειας αναμφισβήτητα δεν αποτελεί έκπληξη. Φτωχή υγεία, και υψηλή θνησιμότητα είναι από καιρό ένα χαρακτηριστικό της Γλασκώβης, η οποία έχει το υψηλότερο ποσοστό πρόωρων θανάτων στο ΗΒ και στον πίνακα της ένωσης των εκλογικών περιφερειών του ΗΒ, η Γλασκώβη καταλαμβάνει τις επτά από τις δέκα πρώτες θέσεις  στους πρόωρους θανάτους και στους θανάτους λόγω ασθενειών (Shaw κ.α., 1999). Το ζηλευτό ρεκόρ της Γλασκώβης ενισχύεται  περαιτέρω και από μία πρόσφατη αναφορά του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Σκωτίας που δείχνει πως ενώ η διάρκεια ζωής στο ΗΒ αυξάνει, σε μέρη της Γλασκώβης μειώνεται. Οι άνδρες που ζούνε στη φτωχότερη εκλογική περιφέρεια του ΗΒ, το Shettleston, έχουν  προσδόκιμο ζωής στα 63 χρόνια, δέκα χρόνια λιγότερο από το μέσο όρο στη Σκωτία και 14 χρόνια λιγότερο από αυτό του ΗΒ. Η Αναφορά καταλήγει ότι το χάσμα υγείας μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων τμημάτων της Γλασκώβης αυξήθηκε (NHS Health Scotland, 2004; Βλ.επίσης Henderson, 2004; Smith, 2004).

Ήδη έχει επισημανθεί πως για τους επικριτές της πολιτιστικά καθοδηγούμενης αναγέννησης της Γλασκώβης, αυτή η στρατηγική θα επέφερε λίγα οφέλη σε όρους μείωσης των επιπέδων της φτώχειας στην Πόλη, αλλά και το πιο σημαντικό όλες αυτές οι αφηγήσεις της «πολιτιστικής πόλης» και της «νέας Γλασκώβης» θα συνεισφέρανε στην επιδείνωση της φτώχειας και αύξησης των δεινών, όπως επίσης και στην περιθωριοποίηση της σημασίας τους ως προβλήματα που απαιτούν περισσότερο εκτεταμένη παρέμβαση. Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, η Γλασκώβη έχει μερικές από τις μεγαλύτερες και εντονότερες γεωγραφικές συγκεντρώσεις φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στο ΗΒ (Brown κ.α., 2002; Kenway κ.α., 2002; Shaw κ.α., 1999). Έρευνα για την Κυβέρνηση της Σκωτίας έδειξε ότι περισσότερες από τις μισές εκλογικές περιφέρειες της Πόλης ήταν στο φτωχότερο 10% της Σκωτίας ως σύνολο, και περίπου το 55% ολόκληρου του πληθυσμού ζούνε σε περιοχές κατηγοριοποιημένες ως υποβαθμισμένες. Η Γλασκώβη αναφέρεται για τις 16 από τις 20 πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Σκωτίας (Social Disadvantage Research Centre, 2003). Το 2004, η Γλασκώβη αναφέρονταν για τις 17 φτωχώτερες περιοχές της Σκωτίας (Scottish Executive, 2004a). Σε μία πρόσφατη μελέτη σύγκρισης των απογραφών του 1991 και του 2001, ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Sheffield υπολόγισαν πως το 41% όλων των νοικοκυριών της Γλασκώβης ζούνε σε καθεστώς φτώχειας (Dorling & Thomas, 2004). Σχετικά με την παιδική φτώχεια, τέσερις εκλογικές περιφέρειες της Γλασκώβης είχαν ποσοστό παιδικής φτώχειας πάνω από 80% το 2001 (Kemp, 2002) και το 42% όλων των μαθητών δικαιούνται δωρεάν σχολικών γευμάτων, ανερχόμενο πάνω από το 75% σε ορισμένα μέρη (Brown & Phillips, 2002, σελ. 16).

Θα ήταν μικρής δυσκολίας το να γεμίσω ολόκληρο το άρθρο με περισσότερα καταραμένα στατιστικά παρόμοιας απόχρωσης. Αυτό δεν είναι ένας διεστραμένος θρίαμβος όλων αυτών που πήγαν στραβά για τη Γλασκώβη, ή μία προσπάθεια να φανεί μόνο η «άσχημη πλευρά». Αλλά αυτό που δείχνει η απόδειξη αυτή εδώ είναι ότι οι ισχυρισμοί της «αναγέννησης» και «ανανέωσης» είναι μάλλον αμφισβητίσιμοι, για να το θέσω ήπια.

Γλασκώβη 1990: Κληρονομιά και Ερωτήματα

Η διαρκή κληρονομιά της Γλασκώβης 1990 είναι εμφανής με διαφορετικούς και αντιφατικούς τρόπους. Ο κυρίαρχος ρόλος της αγοράς στη διαμόρφωση της αστεακής πολιτικής είναι μεταξύ των πιο προφανών κληρομιών, αντανακλώμενη στη συνεχή δέσμευση σε μία στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης οδηγούμενη από την αγορά και με επαναλαμβανόμενη έμφαση στο μάρκετινγκ και στις ενισχυτικές πολιτικές (για παράδειγμα, Γλασκώβη: Ευρωπαϊκή Πόλη της Αρχιτεκτονικής,1999 · Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Αθλητισμού, 2003) και στην ανανέωση του επώνυμου ονόματος (“rebranding”). Σε άλλες απόψεις, τα επιχειρήματα πως το «Μοντέλο της Γλασκώβης» μπορεί να δουλέψει για να παράγει ευημερία και να αντιμετωπίσει κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια έχουν επίσης επανεμφανιστεί στη νέα γλώσσα της «ανταγωνιστικότητας και συνοχής» που χαρακτηρίζει τώρα τις συζητήσεις της αστεακής πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ( βλ.Turok κ.α., 2003, 2004).

Υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα του πως αντιλαμβανόμαστε τις στατηγικές μάρκετινγκ τόπου και την πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση όπως αυτές που αναπτύχθηκαν στη Γλασκώβη. Η ιδέα ότι φεστιβάλ της ΕΠΠ και παρόμοιων εμβληματικών εκδηλώσεων δεν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε άλλο παρά μόνο να προσδώσουν μία λάμψη στη Γλασκώβη εγείρουν υποψίες. Δεν είναι για να επιχειρηματολογήσουμε αν θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν τη Γλασκώβη ή αν σκόπευαν σε αυτό. Αλλά, χρειάζεται να προχωρήσουμε πέρα από αυτό και να αναλύσουμε αυτές τις στρατηγικές ως μέρος μίας ευρύτερης νεοφιλελεύθερης και οδηγούμενης από την αγορά ατζέντας η οποία αναζητεί να προωθήσει την αναγέννηση μέσω της δημιουργίας πλούτου. Οι εξελίξεις στη Γλασκώβη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν συνέβησαν σε ένα οικονομικό ή πολιτικό κενό αλλά στο πλαίσιο μίας ευρέου φάσματος επίθεσης στα επίπεδα διαβίωσης των λιγότερο πλούσιων. Το 1990, για να μην ξεχνάμε, ήταν το αποκορύφωμα του Θατσερισμού (αν όχι της ίδιας της Θάτσερ). Η νεοφιλελεύθερη αστεακή ατζέντα που καθοδηγεί τη Γλασκώβη εκπονείται επίσης διεθνώς. Συνεπώς, είναι λιγότερο θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας της ΕΠΠ και παρόμοιων στρατηγικών, είναι περισσότερο υλοποίηση αυτού που θα μπορούσε να είναι σχεδόν μία μορφή «αντιστροφής» της πόλης. Η Γλασκώβη 1990 ΕΠΠ, μαζί με άλλα γεγονότα και βραβεία που η Πόλη έχει λάβει τα τελευταία 14 χρόνια δεν αφορούν την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της Γλασκώβης, τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, τις ανισότητες και τη φτώχεια. Αν και ξανά πρέπει να πάμε παραπέρα για να αναγνωρίσουμε τις συνδέσεις, τις σχέσεις, μεταξύ των ειδών στρατηγικής αστεακής ανάπλασης που υιοθετήθηκαν στη Γλασκώβη (και τώρα αντιγράφονται σε όλη την Ευρώπη) και των κοινωνικών προβλημάτων που σπαράσσουν την Πόλη σήμερα.

Στις αφηγήσεις που αναπτύχθησαν από αυτούς που υποστηρίζουν το μάρκετινγκ της πόλης και την επανα-φαντασίωση, πόλεις όπως η Γλασκώβη είναι όλες τόσο συχνά πραγμοποιημένες και παρουσιάζονται ως ομογενείς τόποι κοινών συμφερόντων. Αλλά η «Γλασκώβη» δεν «κάνει» πράγματα, δεν είναι ένας παράγοντας και δεν είναι η «Γλασκώβη» που «κερδίζει» ή «χάνει», ή υποβάλλεται σε μία «ανανέωση», αλλά συγκεκριμένες (και αν οι πρόσφατες μαρτυρίες γίνοται αποδεκτές, όλο και λιγότερες) ομάδες των πολιτών της που ζούνε σε συγκεκριμένα τμήματα της Πόλης. Ο τύπος της στρατηγικής που υιοθετείται στη Γλασκώβη – το «μοντέλο της Γλασκώβης» – έχει συνεισφέρει στην επιδείνωση των επιπέδων φτώχειας και αποστέρησης και στο βάθεμα των ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την Πόλη σήμερα. Αυτό έχει γίνει αρχικά από την κατασκευή του μέλλοντος της Γλασκώβης – και του μέλλοντος δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της – ως χαμηλόμισθων, ως μία εργατική δύναμη ευγνωμονούσας για τα ψίχουλα από τα τραπέζια των επιχειρηματιών και των επενδυτών για τους οποίους τόσο πολύ προσπάθεια έχει καταναλωθεί στην προσέλκυση και το χάϊδεμά τους – και περιθωριοποιόντας και αποκλείοντας κάθε εναλλακτική στρατηγική βασισμένη σε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας δημοσίου τομέα σε βιώσιμες και κοινωνικά χρήσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες. Ενώ ευχόμαστε να αποφύγουμε κάθε ρομαντισμό της βιομηχανικής απασχόλησης, εν τούτοις είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή αναφέρεται στο λιγότερο από το 10% της απασχόλησης στην Πόλη (source: OECD, 2002, σελ. 46). Φαίνεται ότι λίγες προσπάθεις έχουν γίνει για να διασφαλιστεί ποιοτική βιομηχανική απασχόληση του τύπου που θα μπορούσε να είναι ελκυστική σε αρκετούς από αυτούς που είναι εκτός εργασίας και θα μπορούσε να προσφέρει πλήρους ωραρίου, βιώσιμες εργασίες καλύτερης ποιότητας από την προσφορά της οικονομίας του «καπουτσίνου» που είναι τώρα το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του κέντρου της πόλης.

Επιτυχημένοι ακαδημαϊκοί και άλλοι «ειδικοί» του άστεως από όλο τον κόσμο έχουν επισκεφθεί τη Γλασκώβη για να δώσουν την ετυμηγορία τους για την Πόλη και για να προσδιορίσουν τις «ανάγκες της Γλασκώβης» (βλ. Darroch, 2002; OECD, 2002; Glaeser, 2004;Tinning, 2004). Αποδυκνύεται, πως αυτό που χρειάζεται, είναι περισσότερο εξειδικευμένο και ανταγωνιστικό εργατικό δυναμικό, περισσότερες εμβληματικές ατραξιόν, μία στρατηγική «θαλάσσιου μέτωπου» (για παράδειγμα η ανάπτυξη του Λιμανιού της Γλασκώβης 500 εκατομμύριων λιρών προσωρινά υπό κατασκευή) και καλύτερες υποδομές. Η αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών της Πόλης έρχεται μετά, ως φτωχός συγγενής.

Καθώς η «νέα Γλασκώβη» παρουσιάζεται στον κόσμο ως ένα μέρος στο οποίο πραγματοποιήθηκε ένα «γρήγορο κέρδος» για όλη την πόλη, ομάδες κοινοτήτων, ενώσεις ενοικιαστών και συνδικαλιστές συνεχίζουν να αγωνίζονται και να καλούν σε αγώνα ενάντια σε άλλες πτυχές της πρόσφατης «αναγέννησης» της Πόλης, το κλείσιμο των βιβλιοθηκών και άλλων δομών των τοπικών κοινοτήτων, την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής κατοικίας μέσω μεταβιβάσεων μετοχών, τον «εκσυγχρονισμό» της λειτουργίας του ΕΣΥ που θα δει το κλείσιμο μερικών νοσοκομείων και την ιδιωτικοποίηση ολόκληρου του συστήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ενώ θα ήταν λάθος να προταθεί ότι καμία ομάδα κοινότητας δεν οφελήθηκε από τη χρηματοδότηση και τις δομές που διατεθήκανε μέσω των στρατηγικών πολιτιστικής ανάπλασης, συγχρόνως κοινότητες έχουν κινητοποιηθεί με άλλους τρόπους για να απορρίψουν δημόσιες πολιτικές στη Γλασκώβη. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων επεισοδίων της αντίστασης της κοινότητας τα πρόσφατα χρόνια, σε μία Πόλη ιστορικά αναγνωρισμένη για τους αγώνες και τις διαμαρτυρίες της κοινότητας, ήταν η εκστρατεία για τη διάσωση της δημόσιας πισίνας της Govanhill από το κλείσιμο το 2001 και 2002, την περίοδο που η Γλασκώβη επιλέγοταν ως υπεύθυνη για την Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Αθλητισμού, 2003! (www.savourpool.com) Εδώ οι αντιφάσεις της ανάπλασης της Γλασκώβης εκτίθονται ξεκάθαρα. Αφού αγωνίστηκαν μάταια εναντίον της ανάπτυξης του αυτοκινητοδρόμου Μ77, οι ακτιβιστές της κοινότητας τώρα ετοιμάζονται να αντισταθούν στις προτάσεις επέκτασης, μέσα από την καρδιά της South Side της Γλασκώβης, (με μαζικό κόστος) του αυτοκινητοδρόμου Μ74 (www.jam74.org.uk) – μία πρόταση, που όπως ενημερωνόμαστε, θα είναι «καλή για τη Γλασκώβη» και «ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ευημερίας της οικονομίας της Γλασκώβης» (σε μία πόλη με το χαμηλότερο ποσοστό ιδιοκτησίας αυτοκινήτου στο ΗΒ).

Συμπεράσματα

Η πολιτική του πολιτισμού έπαιξε σημαντικό ρόλο στο όραμα της ανανέωσης της οικονομίας της Γλασκώβης. Αυτή τώρα εκλαμβάνεται με πρόσθετες διαστάσεις και από μία νέα δύναμη που υπάγεται στους Νέους Εργατικούς για τους οποίους ο «πολιτισμός» προσδιορίζεται πλέον ως «δημιουργικό κίνητρο» για την οικονομική ανάπτυξη (Hughson & Inglis, 2001, σελ. 459) ενώ η Κυβέρνηση της Σκωτίας έχει δώσει έμφαση στον «πολιτισμό» ως ένα από τα μέσα προώθησης της «κοινωνικής συνοχής» (Scottish Executive, 2004b). Παρόμιοι ισχυρισμοί επίσης γίνονται, αν και σε διαφορετική γλώσσα, για το ρόλο που ο πολιτισμός μπορεί να παίξει στα προγράμματα αστεακής ανάπλασης. Όπως ο Kantor σημειώνει, η στρατηγικής της αναγέννησης της Γλασκώβης ήταν ουσιαστικά μία άσκηση πολιτικής ενίσχυσης τύπου ΗΠΑ «που διευκολύνει τα εμπορικά συμφέροντα του κέντρου της πόλης» και η οποία «μειώνει την προσοχή από τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης στην ανάπτυξη» (Kantor, 2002, σελ. 803). Με αυτή την έννοια, η πολιτιστικά καθοδηγούμενη αναγέννηση και οι στρατηγικές αναδόμησης της εικόνας είναι μέρη μίας νέας διακυβέρνησης της Πόλης, στην οποία διαφορετικοί εταίροι κινητοποιούνται για να δουλέψουν μαζί στην αλλαγή της αστεακής διαχείρισης και «μεταμόρφωσης». Αυτή είναι μία βασική πτυχή των επικρίσεων στην αστεακη πολιτιστική πολιτική της Γλασκώβης. Ενώ αυτές που δόθηκαν από την Ομάδα Εργαζομένων της Πόλης έχουν ευρεώς διαδοθεί , τα ερωτήματα που τέθηκαν για τις στρατηγικές πολιτιστικής αναγέννησης της Γλασκώβης, θα υποστήριζα, ότι είναι και τα ερωτήματα κλειδιά που πρέπει να τεθούν στο Λίβερπουλ σήμερα: ποιανών και ποιο Λίβερπουλ γιορτάζει? Ποιανών ιστορία κυριαρχεί – και ποιανών ιστορία περιθωριοποιείται? Ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο από το έπαθλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 2008? Η Γλασκώβη και το Λιβερπουλ είναι τόποι αντιθέσεων, διαχωρισμού, ανισοτήτων, μεγάλου πλούτου και τεράστιας φτώχειας. Το Λίβερπουλ 2008 θα οφελήσει ορισμένους ανθρώπους, όπως η Γλασκώβη 1990, αλλά αυτός είναι ο μόνο δρόμος για τις πόλεις μας? Στην καρδιά αυτής της συζήτησης βρίσκεται το θέμα του τι είδους πόλης θέλουμε, και πως το πετυχαίνουμε. Δεν είναι μία απλή αντιπαράθεση μίας επιστροφής σε ένα είδος μυθικού βιομηχανικού, κατασκευαστικού παρελθόντος εναντίον της οικονομίας των υπηρεσιών που κυριαρχεί και στις δύο πόλεις σήμερα. Αλλά είναι θέμα ερωτημάτων εξουσίας, ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιος εντάσσεται και ποιος περιθωριοποιείται. Η Γλασκώβη και το Λίβερπουλ είναι πλούσιες πόλεις, αν και ο πλούτος απέχει μακρά μίας δίκαιης διανομής. Είναι παρατραβηγμένο το επιχείρημα ότι εδώ ακριβώς βρίσκεται μέρος της απάντησης των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων που είναι χαρακτηριστικές και για τις δύο πόλεις σήμερα?

 

 

Βιβλιογραφία

Beatty, C., Fothergill, S., Gore, T. & Hamilton, A. (2002) The Real Level of Unemployment, Sheffield:Sheffield Hallam University Centre for Regional Economic and Social Research.

Bianchini, F. (1990) Urban Renaissance? The arts and the urban regeneration process, in:MacGregor & B. Pimlott (Eds) Tacking the Inner Cities (Oxford: Clarendon Press).

Bianchini, F. & Parkinson, M. (Eds) (1993) Cultural Policy and Urban Regeneration: The WestEuropean Experience (Manchester: Manchester University Press).

Boyle, M. & Hughes, G. (1991) The politics of the representation of ‘the real’: discourses from the Lefton Glasgow’s Role as European City of Culture, 1990, Area, 23(3), pp. 217–228.

Brown, U. & Phillips, D. (2002) ‘Even the Tatties Have Batter’: Free Nutritious Meals for all Childrenin Scotland (Glasgow: Child Poverty Action Group).

Brown, U., Scott, J., Mooney, G. & Duncan, B. (Eds) (2002) Poverty in Scotland 2002: People, Placesand Policies (Glasgow/London: Scottish Poverty Information Unit/Child Poverty Action Group).

Damer, S. (1989) Glasgow: Going for a Song (London: Lawrence and Wishart).

Danson, M. & Mooney, G. (1998) Glasgow: a tale of two cities: disadvantage and exclusion on theEuropean periphery, in: P. Lawless, R. Martin & S. Hardy (Eds) Unemployment and SocialExclusion (London: Jessica Kinglsey).

Darroch, V. (2002) Welcome to Glasgow . . . a modern renaissance city, Sunday Herald, 7 April.

Dorling, D. & Thomas, B. (2004) People and Places: A 2001 Census Atlas of the UK (Bristol: PolicyPress).

Fraser, D. (2003) The trouble with Glasgow, Sunday Herald, 9 November.

Garcı´a, B. (2004) Urban regeneration, arts programming and major events: Glasgow 1990, Sydney2000 and Barcelona 2004’, International Journal of Cultural Policy, 10(1), pp. 103–116.

Gomez, M. (1998) Reflective images: the case of urban regeneration in Glasgow and Bilbao,International Journal of Urban and Regional Research, 22(1), pp. 106–121.

Glaeser, E. (2004) Which way to the new Scotland?’, Sunday Herald, 15 February.

Glasgow City Council/Scottish Enterprise Glasgow (2001) Upbeat Glasgow (Glasgow: GCC/SEG).

Glasgow Economic Forum (2003) Glasgow’s Continuing Prosperity (Glasgow: Glasgow EconomicForum).

Glasgow 1990 Festivals Office (1990) Final Quarterly Guide (Glasgow, Glasgow District Council).

Henderson, D. (2004) Sickness of an ill-divided nation, The Herald, 13 March.

Holcomb, B. (1993) Revisioning place: de- and re-constructing the image of the industrial city, in:Kearns & C. Philo (Eds) Selling Places (London: Pergamon).

Hughson, J. & Inglis, D. (2001) Creative Industries and the arts in Britain: towards a third way in culturalpolicy?, Cultural Policy, 7(3), pp. 457–478.

Kantor, P. (2000) Can regionalism save poor cities? Politics, institutions and interests in Glasgow,

Urban Affairs Review, 35(6), pp. 794–820.

Kelman, J. (1992) Some Recent Attacks (Stirling: AK Press).

Kemp, D. (1990) Glasgow 1990: The True Story Behind the Hype (Glasgow: Famedram).

Kemp, P. (2002) Child Poverty in Social Inclusion Areas (Edinburgh: Scottish Executive).

Kenway, P., Fuller, S., Rahman, M., Street, C. & Palmer, G. (2002) Monitoring Poverty and SocialExclusion in Scotland (York: Joseph Rowntree Foundation).

Khan, S. (2003a) A tale of two cities, The Observer, 27 April.

Khan, S. (2003b) What did culture ever do for us? The Observer, 8 June.

MacLeod, G. (2002) From urban entrepreneurialism to a ‘revanchist’ city? On the spatial injustices ofGlasgow’s renaissance, Antipode, 34(3), pp. 602–624.

McLay, F. (Ed) (1988) Workers City: the Real Glasgow Stands Up (Glasgow: Clydeside Press).

McLay, F. (Ed) (1990) Workers City: the Reckoning (Glasgow: Clydeside Press).

Mooney, G. & Danson, M. (1997) Beyond ‘Culture City’: Glasgow as a ‘Dual City’, in: N. Jewson &MacGregor (Eds) Transforming Cities (London: Routledge).

Mooney, G. & Johnstone, C. (2000) Scotland divided: poverty, inequality and the Scottish Parliament,Critical Social Policy, 63, pp. 155–182.

Myerscough, J. (1991) Monitoring Glasgow 1990 (Glasgow: Glasgow City Council/Strathclyde RegionalCouncil and Scottish Enterprise).

NHS Health Scotland (2004) A Health and Well-Being Profile of Scotland 2004 (Edinburgh: NHS HealthScotland).

OECD (2002) Urban Renaissance – Glasgow: Lessons for Innovation and Implementation (Paris:Organisation for Economic Co-operation and Development).

Pacione, M. (2001) Urban Geography (London: Routledge).

Prescott, J. (2003) A Level Playing Field for Public Sector Workers, Speech to Labour’s LocalGovernment, Women’s and Youth Conference, Glasgow, 16 February.

Scott, K. (2004) As the wealth and wealth gaps widen, Glasgow rebrands itself as a city of style,The Guardian, 10 March.

Scottish Executive (2004a) Scottish Index of Multiple Deprivation 2004 (Edinburgh: Scottish Executive).

Scottish Executive (2004b) The National Cultural Strategy (Edinburgh: Scottish Executive).

Social Disadvantage Research Centre (2003) Scottish Indices of Deprivation 2003 (Oxford: Universityof Oxford Department of Social Policy/Scottish Executive).

Shaw, M., Dorling, D., Gordon, D. & Smith, G. D. 1999: The Widening Gap: Health Inequalitiesand Policy in Britain (Bristol: The Policy Press).

Slims (2003) Glasgow 2003 Labour Market Statement (Glasgow: Slims).

Smith, D. (2004) You’ll be lucky to live to 60 here. But it’s not the third world . . . it’s Glasgow’s EastEnd, The Observer, 14 March.

Spring, I. (1990) Phantom Village: The Myth of the New Glasgow (Edinburgh: Polygon).

Sunday Herald (2002) A tale of two cities: how to bridge the great divide, Sunday Herald, 17 March.

Tinning, W. (2004) Will Glasgow flourish like Boston . . . or live in shade like Detroit?’, The Herald,10 February.

Turok, I., Bailey, N., Atkinson, R., Bramley, G., Docherty, I., Gibb, K., Goodlad, R., Hastings, A.,Kintrea, K., Kirk, K., Leibovitz, J., Lever, B., Morgan, J., Paddison, R. & Sterling, R. (2003) Twin

Track Cities? (Glasgow: University of Glasgow Department of Urban Studies/Edinburgh: Heriot-Watt University School of Planning and Housing).

Turok, I., Bailey, N., Atkinson, R., Bramley, G., Docherty, I., Gibb, K., Goodlad, R., Hastings, A.,Kintrea, K., Kirk, K., Leibovitz, J., Lever, B., Morgan, J. & Paddison R. (2004) Sources of cityprosperity and cohesion: the case of Glasgow and Edinburgh, in: M. Boddy & M. Parkinson (Eds)

City Matters: Competitiveness, Cohesion and Urban Governance (Bristol: Policy Press).

Urry, J. (2002) The Tourist Gaze, 2nd edn (London: Sage).[:]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *