[:en]ΚΟΙΝΣΕΠ και η κριτική σε αυτές[:]

[:en]Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις: ο Δούρειος Ίππος του Νεοφιλελευθερισμού

Κριτική στις ΚΟΙΝΣΕΠ: ο Δούρειος Ίππος του (νέο-παλαιό)Σταλινισμού

 

Και μόνο το γεγονός ότι εδώ και δεκαετίες η «αλληλέγγυα οικονομία» στην γερμανική επικράτεια – με τις αντίστοιχες θεσμικές μορφές των συνεταιριστικών επιχειρήσεων – έχει φθάσει ή και ξεπεράσει το 10% του γερμανικού ΑΕΠ, μιλάει από μόνο του. Και δηλώνει ότι σίγουρα αυτή η μετάβαση στην αλληλέγγυα συνεταιριστική παραγωγή δεν έχει οδηγήσει σε καμία προεπαναστατική περίοδο την γερμανική κοινωνία. Ίσως μάλιστα να έχει οδηγήσει σε φθορά και ύφεση την οργάνωση των εργατών, ενώ ακόμα και το κίνημα της αυτονομίας – αρκετά δυνατό μέχρι και πριν από λίγα χρόνια – σε συστημική ενσωμάτωση και αποδυνάμωσή του στο επίπεδο της κοινωνικής κριτικής που ασκούσε και της δυεισδητικότητάς του στην κοινωνία.

Βέβαια επίσης η συμμετοχή στα συνδικάτα, «τις παλιές καλές εποχές», ή ακόμα και σε αυτά που θεωρούνταν από τα πιο δυνατά και μαζικά εργατικά κόμματα παγκοσμίως, της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας του 19ου αιων. αλλά και του κομμουνιστικού του 20ου αιων., δεν οδήγησε στην κοινωνική απελευθέρωση. Συνεπώς θέλει μεγάλη προσοχή ώστε η κριτική να μην βασίζεται απλώς και μόνο σε μία αγοραία αποτελεσματικότητα και να μην λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες και μία σειρά παραγόντων, όπως τη δυναμική της ταξικής πάλης και συνείδησης ευρύτερα σε, συγκεκριμένες χωροχρονικές, ιστορικές περιόδους. Έτσι και αλλιώς, είναι δύσκολο να μετρηθούν οι συνέπειες κοινωνικών διαδικασιών σε βάθος χρόνου.

Το γεγονός είναι πάντως ότι ιδίως σε περίοδο κρίσης, πτώσης των κερδών για τους λίγους, απαξίωσης της ζωής των πολλών, αμφισβήτησης δεδομένων κοινωνικών σχέσεων, οι λίγοι από τους λίγους που συσσωρεύουν ακόμα περισσότερο κεφάλαιο – σκοτωμένη εργασία δηλαδή- προωθούν με μεγάλη άνεση τις συνεταιριστικές κοινωνικές επιχειρήσεις. Καταλήγουμε έτσι να διαχειριζόμαστε τη φτώχεια μας, το ίδιο το κράτος ως συλλογική έκφραση του καπιταλιστή να ξεφορτώνεται την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (υγεία, εκπαίδευση, μετακινήσεις κλπ) και να ρίχνει το κόστος και την ευθύνη σε κάθε εργάτη ατομικά ή συλλογικά μέσα από τα συνεταιριστικά σχέδιά τους.

Ο εργάτης που περισσεύει, βαπτίζεται επιχειρηματίας και προσπαθεί να μοιραστεί τη φτώχεια του μαζί με τους συναδέλφους του, τραβώντας στο λάκκο της υποτίμησης της εργασίας του και ευρύτερες προλεταριακές κατηγορίες που προσφέρανε άμισθη εργασία έτσι και αλλιώς: φοιτητές, νοικοκυρές, άνεργοι, κλπ

Είτε εμπλεκόμενοι στις ΚΟΙΝΣΕΠ είτε όχι, σίγουρα έχουμε ακούσει κωμικοτραγικές ιστορίες, με απλήρωτα μεροκάματα και υπερωρίες, μαύρη εργασία, πονηρούς εργοδότες που αλλάζουν την ιδιωτική τους πρωτοβουλία σε κοινωνική ευαισθησία και ξεφορτώνονται κομμάτι κόστους εργασίας άμεσου και έμμεσου και φορολογίας. Έχουμε ακούσει, είμαστε μάρτυρες ακόμα και αγωνιστών που ανάλογα τα ανατρεπτικά τους εγχειρήματα καταλήξανε σε αγωνιώδη βιοποριστικές επιχειρήσεις. Έχουμε βιώσει τον νεοφιλελευθερισμό και τις ιδιωτικοποιήσεις να μπαίνουν από την πίσω πόρτα βασιζόμενες στις δικές μας δυνάμεις. Ακόμα και αν δημιουργούνται μικρές ρωγμές φαίνεται ότι το κεφάλαιο, ιδίως σε περίοδο κρίσης, αφήνει ανοικτό το πεδίο για αυτά τα συνεταιριστικά επιχειρήματα προκειμένου να μειώσει έστω και σε στατιστικό επίπεδο την ανεργία, να αποπροσανατολίσει πιθανές ενέργειες εργατικής αντιπολίτευσης και ανατροπής και βεβαίως να αφομοιώσει αυτές τις κοινωνικές επιχειρήσεις στον πανταχού παρόντα εμπορευματικό κόσμο.

Σε Συριανό επίπεδο αρκεί να θυμηθούμε τις αντιπροτάσεις του δήμου προς τις διεκδικήσεις για την παιδική βιβλιοθήκη και τη φιλαρμονική, που συνοψίζονταν στη δημιουργία συλλόγου. Αλλά και στην πρόταση για λειτουργία της παιδικής βιβλιοθήκης μέσω ΚΟΙΝΣΕΠ που ουσιαστικά ανοίγει την πόρτα σε λειτουργία της με συνδρομές, χορηγούς, και άμισθη εργασία, ενώ αποτελεί μέρος του μισθού μας που δεν μας πληρώνουν (του έμμεσου μισθού μας, έστω).

Και τελικά, για να μην λιβανίζουμε το θέμα, εδώ και πολλά χρόνια τα έχει πει όλα ο ίδιος ο Μαρξ με την κριτική του στον Προυντόν, και στον Όουεν για τον περιορισμό των εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης στους χώρους εργασίας (και όχι βέβαια της παραγωγής που είναι κάτι ευρύτερο και συνολικότερο) εντός του καπιταλιστικού κόσμου. Αν θέλουμε μάλιστα να φτάσουμε μέχρι και πριν λίγα χρόνια ας θυμηθούμε την κριτική του «αυτοδιαχειριζόμενου» εργοστάσιου κατασκευής ρολογιών της LIP που, αν και έφερε μαζί του όλο το αντικαπιταλιστικό κίνημα της δεκαετίας 60-70, παρέμεινε ένας απλός θύλακας αντίστασης εντός του καπιταλιστικού ωκεανού, ο οποίος ήταν φυσιολογικό στο τέλος να πνιγεί.

Βέβαια, η κριτική απέναντι στους εργάτες που «θέλουν να γίνουν ή που νομοτελειακά θα γίνουν καπιταλιστές» έχει να κάνει και με το «εδώ και σήμερα». Αφορά εγχειρήματα όπως της Ert open και το αν το πρόκριμα είναι μια αυτοδιαχειριζόμενη δημόσια τηλεόραση και ένα βήμα για τους κοινωνικά αδύναμους ή μία κρατική/ξανά κομματική τηλεόραση. Συνεχίζει μέχρι και τη σφοδρή κριτική ενάντια στο εγχείρημα της ΒΙΟΜΕ1 από ατσαλένιους λενινιστές, και καταλήγει τέλος στην εύστοχη κριτική των ΚΟΙΝΣΕΠ από τον Ριζοσπάστη στην οποία έχει αφιερώσει πολλές σελίδες για να αποκαλύψει τα δόλια σχέδια των καπιταλιστών και την αφέλεια των εργατών. Και καλά κάνει, θα λέγαμε εμείς, αφού συμφωνούμε ότι μόνο η συνολική ριζική ανατροπή είναι η μόνη λύση.

Μήπως όμως, και αυτά τα εγχειρήματα θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος της λύσης ακόμα και υπό την αστική θεσμική έκφραση των ΚΟΙΝΣΕΠ; Γιατί στα καπιταλιστικά πλαίσια κάτω από το θεσμικό αστικό μανδύα των ΚΟΙΝΣΕΠ μπορούν να υπάρξουν επίσημα από εργατικές αυτοδιαχειριζόμενες κολλεκτίβες με συνεισφορά στο κίνημα, έως κοινωνικά ιατρεία, που μπορεί να ανοίγουν τις κερκόπορτες στην ιδιωτικοποίηση της υγείας, από την άλλη μπορεί και να προσφέρουν απαραίτητες υπηρεσίες σε περίοδο διάλυσης αυτής της δημόσιας υγείας.

Και γιατί αυτή η κριτική στην αστική θέσμιση της αλληλέγγυας οικονομίας (sic) δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη κριτική στην αστική θέσμιση της πολιτικής οργάνωσης; Όπως τα πολιτικά κόμματα – τα οποία, ειδικά, αυτά του 21ου αιων. ως ενεργοί μηχανισμοί ενός κορπορατιστικού κράτους ή/και ιμάντες νεοφιλελεύθερης εξουσίας ή/και οικονομικές επιχειρήσεις δεν έχουν καμία σχέση με το κόμμα του 19ου αιων., το οποίο ήταν αντιληπτό ως παράταξη της αστικής επανάστασης ή/και πρωτοεμφανιζόμενων εργατικών πληθυσμών. Γιατί δεν συνοδεύεται και από την κριτική στην αστική θέσμιση της οργάνωσης της εργασίας στο χώρο της π.χ. συνδικάτα; – τα οποία στην καλύτερη περίπτωση να μην ξεχνάμε αποτελούν τον διαχειριστή της συλλογικής πώλησης της εργατικής δύναμης χωρίς πολλές φορές να έχουν λόγο οι φορείς αυτής, δηλ. οι ίδιοι οι εργάτες. (εδώ βέβαια υπάρχει και η λενινιστική κριτική στον «τρεϊντγιουινισμό» ως συντεχνιακή/μερική έκφραση αν δεν συνοδεύεται και από την πολιτική οργάνωση, για να είμαστε δίκαιοι… -αν και οι υπερασπιστές εγχειρημάτων εργατικής αυτοδιαχείρισης και αυτόνομου συνδικαλισμού είναι αυτοί που βάζουν όλο και πιο έντονα την έννοια του κοινωνικού σωματείου με ευρύ πεδίο δράσης).

Το θέμα είναι όμως ότι κάθε τι κρίνεται στην πορεία του, και το αν ανοίγει δρόμους προς την αντίσταση, ακόμα και όταν αγκαλιάζεται ή/και πνίγεται συγκυριακά από φιλόδοξους ΣΥΡΙΖΑ, ευρωπαϊκά προγράμματα, ή αφελείς αντεξουσιαστές.

Προφανώς η απάντηση αυτής της κριτικής ενάντια στις ΚΟΙΝΣΕΠ είναι ο κεντρικός κρατικός -σχεδιασμός ως συνολική λύση. Αυτός παρουσιάζεται ως συνολική ριζική ανατροπή, και οι θιασώτες του αντιμετωπίζουν αν όχι εχθρικά, τουλάχιστον με συγκαταβατικό χαμόγελο διανοητικής ανωτερότητητας ,στην καλύτερη περίπτωση, κάποιες μεμονωμένες απόπειρες κοινωνικής χειραφέτησης.

Ένας κεντρικός κρατικός σχεδιασμός που από διδακτορία του προλεταριάτου (αμήν και πότε), λειτούργησε συχνά όμως ως διδακτορία επί του προλεταριάτου (άντε πάλι τα ίδια). Όταν η εργατική εξουσία ταυτίζεται με την κατάκτηση της εξουσίας του αστικού κράτους και την διαχείρισή του, τότε ακόμα και αν υπουργός οικονομικών τοποθετηθεί η τελευταία καθαρίστρια, η ουσία αυτού του αστικού κράτους δεν θα αλλάξει. Όταν όλοι οι αντίπαλοι ασχέτως κοινωνικής τάξης και πολιτικής θέσης εφόσον δεν ανήκουν εκεί που πρέπει να ανήκουν– σε μία συγκεκριμένη πολιτική πρωτοπορεία – αποτελούν δυνητικά αντικείμενο της κόκκινης τρομοκρατίας , τότε αυτό το κράτος καταλήγει να μην ασχολείται με τους πραγματικούς εχθρούς. Όταν η βίαιη προσαρμογή – ακόμα και σε περιόδους μη άμεσης εμπλοκής σε πόλεμο -των πιθανών και κοντινών συμμάχων είναι η επιλογή, αντί της προώθησης συλλογικών παραδειγμάτων σε αυτούς, τότε αυτοί οδηγούνται στην αγκαλιά των εχθρών. Ακόμα και αν αργότερα επινοούνται μοντέλα ήπιας ενσωμάτωσής αυτών: των πιθανών και κοντινών συμμάχων – «προδίδοντας» βασικές «επαναστατικές αρχές» -τελικά και αυτοί έχουν γυρίσει την πλάτη στην «εργατική εξουσία» αλλά και οι εργάτες, για τους οποίους υποτίθεται ότι η βίαιη προσαρμογή ήταν υπέρ τους και θέμα επιβίωσης τους. Έτσι οι εργάτες συνεχίζουν να παράγουν και να συσσωρεύουν για το κοινό καλό (την σοσιαλιστική πατρίδα, την κοινωνία κλπ), χωρίς ουσιαστικές διαφορές με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και χωρίς ουσιαστική συμμετοχή στην εξουσία. Άλλωστε ακόμα και το μοντέλο της κρατικής οικονομίας, υιοθετήθηκε και από τους καπιταλιστές εχθρούς στη δύση μετά την κρίση του 1930 και τους έβγαλε από τα δύσκολα, άρα θα μπορούσε να πει κάποιος – σχηματικά και απλοϊκά- ότι επίσης αφομοιώθηκε.

Αντιθέτως η ιστορία μας δείχνει πως ο αγώνας της πραγματικής εργατικής εξουσίας, και όχι απλώς της αλλαγής προσώπων στο αστικό κράτος, και τα εγχειρήματα εργατικής αυτοδιαχείρισης -ακόμα και εντός καπιταλισμού -πάνε μαζί. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν ας θυμηθούμε πως τα πρώτα σωματεία στην ευρώπη είχαν τη μορφή ταμείων αλληλοβοήθειας (τα πρώτα – πρώτα, μάλιστα ήταν ταμεία για αξιοπρεπείς κηδείες!!), και πως σε περιόδους κρίσης οι εργάτες συνεταιρίζονταν μεταξύ τους απλώς και μόνο για να επιβιώσουν. Δεν είναι κάτι καινοφανές που το ανακαλύπτουμε τώρα. Ας θυμηθούμε ακόμα και την παραγωγή πολιτισμού από εργατικές ορχήστρες και χορωδίες ως την ανέγερση βιβλιοθηκών από αγράμματους εργάτες ,που δεν περιμέναν καμία κεντρική απόφαση για να γίνουν. Όπως και το συνεταιριστικό κίνημα στην Ελλάδα, το οποίο δεν αφορούσε μόνο τους πασόκους της επαρχίας που τα φάγανε, αλλά έχει τις ρίζες του στις αρχές του 20ου αιώνα και στους αγώνες των αγροτών.

Συνεπώς η κριτική στις ΚΟΙΝΣΕΠ – καλή και σωστή στην αποκάλυψη του νεοφιλελευθερισμού, της επιχειρηματικότητας και της μερικότητάς τους- όταν καταλήγει όμως στη συλλογική κριτική των εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης και προτείνει σαν μόνη λύση την κεντρικά κρατική σχεδιαζόμενη οικονομία, ουσιαστικά υπονομεύει αυτές τις απόπειρες εργατικής αυτοδιεύθυνσης, έστω εντός του καπιταλιστικού πλαισίου, καθώς θα μπορούσαν και αυτές να λειτουργήσουν εκπαιδευτικά για τον κόσμο του αγώνα, προς το δρόμο των συμβουλίων της εργατικής εξουσίας.

Αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και στα υποκείμενα. Πως δηλαδή η δίψα για εργατική δημοκρατία, όσο και στρεβλά και αν αναπτύσσεται, δεν μπορεί να αγνοηθεί πλέον από κανέναν. Οι πρώτοι βιομηχανικοί στρατοί του 18ου αιων. π.χ. οι Λουδίτες στην Αγγλία υπακούανε σε έναν άγνωστο και ανύπαρκτο, μυθικό ηγέτη, κάτω από την πίεση της συνομωτικότητας και των συνθηκών δημιουργίας των πρώτων προλεταριακών πληθυσμών. Στη συνέχεια ο στρατός αυτός – με τη μορφή του τυφλοπόντικα που μεθοδικά σκάβει τα θεμέλια του αστικού πολιτισμού – επινοεί μορφές δημοκρατικού συγκεντρωτισμού για την επίθεσή του και την προσπάθεια μεγαλύτερου δημοκρατικού ελέγχου των ηγετών του. Πλέον και ιδίως μετά τη δεκαετία του 1960 ο τυφλοπόντικας μεταμορφώνεται σε φίδι που επιτίθεται, μαζεύεται, κρύβεται και απρόσμενα πάλι τινάζεται για να δαγκώσει. Αντίστοιχα ο εργάτης δεν πείθεται να υπακούσει εύκολα και να αποτινάξει την αυτονομία του για χάρη οποιασδήποτε κεντρικής επιτροπής μακριά από αυτόν. Στην εποχή μας μάλιστα που οι νέες σχέσεις παραγωγής θέλουν να αναπτύσσει ένα κοινωνικά σημαντικό τμήμα των εργατών στη δύση πρωτοβουλίες, πολύ συχνά , αντίστοιχες των νέων τεχνολογιών 2, με κινητικότητα και ευελιξία. Στα πλαίσια δηλαδή της νέας παραγωγής, ο καπιταλισμός έχει ανάγκη από μεγαλύτερη και πιο βαθιά συμμετοχή τμήματος των εργαζομένων στην παραγωγή και άρα αφομοιώνει και την όποια εργατική αυτοδιαχείριση, αλλά από την άλλη πλευρά αυτή η νέα παραγωγή επίσης δημιουργεί και τους όρους για την επίτευξη της εργατικής αυτοδιαχείρισης, τον νεκροθάφτη του ίδιου του καπιταλισμού.

Η ιστορία προχωράει μέσα από συγκρούσεις και αντιφάσεις και δεν υπάρχουν συνταγές ανατροπής. Τις ανακαλύπτει η ίδια η κίνηση της τάξης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πρέπει να πέσουμε σε έναν «κινηματισμό» που απλώς ακολουθεί το ρεύμα, χρειάζεται κάποιες στιγμές να κάνουμε κάποια βήματα πίσω για να έχουμε καλύτερη εικόνα. Από την άλλη, η λαϊκή οικονομία με το μοντέλο του αντιμονωπολιακού κράτους των πρωτοπόρων εργατών, θα συμπεριλάμβανε αυτή την κίνηση ή αφού δεν εγγράφεται στα σχέδια δεν πρέπει και να υπάρχει; Αφού όλοι ξέρουμε πως η κίνηση της τάξης και η ιστορία της, ο δρόμος και η πορεία του, θα κρίνουν οποιαδήποτε πρόταση: από τις ολοκληρωμένες και ολοκληρωτικές συνταγές μέχρι το σύνηθες, παιδικό και αυτοκαταστροφικό: βλέποντας και κάνοντας.

 

  1. Η Ερτ και η ΒΙΟΜΕ αν και μειοψηφικά φαινόμενα, κρίνονται σημαντικά για το συμβολισμό τους αλλά και τη σημασία τους στην κοινωνική συνείδηση ιδίως των αγωνιζομένων και του κινήματος.
  2. Οι νέες τεχνολογίες με τη σειρά τους είναι συνέπεια ταξικής πάλης. Μακριά από εμάς αντιλήψεις τεχνολογικού ντετερμινισμού : η τεχνολογία κινεί την ιστορία – και μονοδιάστατης αστικής επίθεσης : οι κινήσεις των κυρίαρχων (ακόμα και σε επίπεδο τεχνολογικών καινοτομιών) μας αναγκάζουν να αντιδράμε. Η ταξική πάλη κινεί την ιστορία. Το κίνημα είναι αυτό που επιτίθεται και οι «από πάνω» απαντάνε σε αυτές τις επιθέσεις, ακόμα και με αφομοίωση ή π.χ. και νέες τεχνολογίες για μείωση εργασιακού κόστους. Άλλωστε και οι «παραγωγικές σχέσεις» μάλλον έχουν τον τελευταίο λόγο πάνω στις «παραγωγικές δυνάμεις».

 [:]