[:en]Η μορφολογία του Χρέους
Γιώργος (χουντικός): «επί Παπαδόπουλου, ο κόσμος έφαγε ψωμί, και δεν χρωστάγαμε τίποτα σε κανένα»
Μαρία (δεξιά): «ο Ανδρέας ήρθε, και έδινε, έδινε στους δικούς τους και στις κλαδικές, και τώρα χρωστάμε τα κέρατά μας»
Μπάμπης( πασόκος εποχής Σημίτη): «ο Καραμανλής διόγκωσε το χρέος μετά το 2004»
Χρήστος (περιπτεράς): με τόσους δημόσιους υπαλλήλους τι να κάνουμε, πώς να τους θρέψουμε?
Ελένη (φοιτήτρια ΔΑΠ, σε εκδρομή στη Μύκονο): αφού δεν παράγουμε τίποτα και ζούμε με δανεικά, τι περιμένεις;
Mαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία 1848-1850»
«…Αντίθετα η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τα κοινοβούλια, είχε ΑΜΕΣΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ στη καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα – ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Ύστερα από κάθε τέσσερα – πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μία καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας – και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους ποιο δυσμενείς όρους. Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαια του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής.»
Μαρξ “ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ”, ΤΟΜΟΣ Α – ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ, ΤΟ ΠΡΟΤΣΕΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ
«Το σύστημα της δημόσιας πίστης, δηλ. των κρατικών χρεών, που τις αρχές του τις ανακαλύπτουμε κιόλας στο μεσαίωνα στη Γένουα και στη Βενετία, διαδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη στη διάρκεια της περιόδου της μανουφακτούρας. Το αποικιακό σύστημα με το θαλάσσιο εμπόριό του και με τους εμπορικούς του πολέμους του χρησίμευσε σαν θερμοκήπιο. Ετσι στέριωσε πρώτα στην Ολλανδία. Το δημόσιο χρέος, δηλ. το ξεπούλημα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι τού λεγόμενου εθνικoύ πλούτου, που στoυς σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος τους 1. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Κι από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματoς ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης άπέναντι στο δημόσιο χρέος.
Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να ‘ναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στoυς κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεώγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα. Άσχετα όμως κι από την τάξη των αργόσχολων εισοδηματιών που δημιουργιέται μ’ αυτό τον τρόπο και τον αυτοσχέδιο πλούτο των χρηματιστών που παίζουν το ρόλο του μεσίτη ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο έθνος –καθώς και των φοροενοικιαστών, των εμπόρων, των ιδιωτών εργοστασιαρχών, που μια καλή μερίδα κάθε κρατικού δανείου τους προσφέρει την υπηρεσία ενός κεφαλαίου πεσμένου από τον ουρανό– το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρίες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών, την επικαταλλαγή, με δυο λόγια: το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία.
Οι στολισμένες με εθνικούς τίτλoυς μεγάλες τράπεζες ήταν από τη γέννησή τους απλώς εταιρίες ιδιωτών σπεκουλάντηδων, που στάθηκαν στο πλευρό των κυβερνήσεων και που, χάρη στα προνόμια πoυ πήραν, ήταν σε θέση να δανείζουν σ’ αυτές χρήματα. Γι’ αυτό, η διόγκωση του δημόσιου χρέους δεν έχει άλλον πιο αλάθητο μετρητή από την προοδευτική άνοδο αυτών των μετοχών αυτών των τραπεζών, που η πλέρια ανάπτυξή τους χρονολογείται από την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας (1694). Η Τράπεζα της Αγγλίας άρχισε τη δράση της δανείζοντας στην κυβέρνηση τα χρήματά της με τόκο 8%. Ταυτόχρονα είχε εξουσιοδοτηθεί από τη βουλή από το ίδιο κεφάλαιο να κόβει νόμισμα, δανείζοντάς το ακόμα μια φορά στο κοινό με τη μορφή τραπεζογραμματίων. Με τα τραπεζογραμμάτια αυτά είχε το δικαίωμα να προεξοφλεί συναλλαγματικές, να δανείζει επί ενεχύρω εμπορευμάτων και ν’ αγοράζει ευγενή μέταλλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και το πιστωτικό αυτό χρήμα, που δημιούργησε η ίδια, έγινε το νόμισμα, με το οποίο η Τράπεζα της Αγγλίας έδινε δάνεια στο κράτος και πλήρωνε για λογαριασμό του κράτους τους τόκους του δημοσίου χρέους.
Και σαν να μην ήταν αρκετό ότι έδινε με το ένα χέρι για να εισπράττει περισσότερα με τ’ άλλο, έμενε, ακόμα και τη στιγμή που εισέπραττε, αιώνιος πιστωτής του έθνους ως την τελευταία πεντάρα που είχε δώσει. Σιγά σιγά έγινε ο αναπόφευκτος φύλακας του μεταλλικού θησαυρού της χώρας και το κέντρο έλξης όλης της εμπορικής πίστης. Τον ίδιο καιρό που έπαψαν στην Αγγλία να καίνε μάγισσες, άρχισαν να κρεμούν παραχαράκτες τραπεζογραμματίων. Ποια είναι η εντύπωση που προκάλεσε στους συγχρόνους τους η ξαφνική εμφάνιση αυτής της φάρας των τραπεζοκρατών, χρηματιστών, εισοδηματιών, μεσιτών, σπεκουλάντηδων και σκυλόψαρων του χρηματιστηρίου, το δείχνουν τα γραφτά του καιρού εκείνου, λχ. του Μπόλινμπροκ2.
Μαζί με τα δημόσια χρέη δημιουργήθηκε ένα διεθνές πιστωτικό σύστημα, που συχνά για τούτον ή για κείνον το λαό αποτελεί μια από τις κρυφές πηγές της πρωταρχικής συσσώρευσης. Έτσι οι προστυχιές του βενετσιάνικου ληστρικού συστήματος αποτελούν μια τέτοια κρυφή βάση του κεφαλαιϊκού πλούτου της Ολλανδίας, που η Βενετία της παρακμής της δάνειζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις Ολλανδίας και Αγγλίας. Στις αρχές κιόλας του 18ου αιώνα έχουν υπερφαλαγγιστεί κατά πολύ οι μανουφακτούρες της Ολλανδίας που έχει πάψει να είναι κυρίαρχο εμπορικό και βιομηχανικό έθνος. Γι’ αυτό από το 1701 ως το 1776 μια από τις κύριες επιχειρήσεις τής Ολλανδίας είναι να δανείζει τεράστια κεφάλαια ειδικά στον ισχυρό ανταγωνιστή της, την Αγγλία. Κάτι παρόμοιο γίνεται σήμερα και ανάμεσα στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολλά κεφάλαια, που εμφανίζονται σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς πιστοποιητικό γέννησης, είναι αίμα παιδιών που μόλις χτες έχει κεφαλαιοποιηθεί στην Αγγλία.
Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεωλυτικές κλπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν’ αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων αναγκάζει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση καινούργιων έκτακτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Έτσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, που άξονας του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμα τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή. Γι’ αυτό στην Ολλανδία, όπου πρωτοεγκαινιάστηκε το σύστημα αυτό, ο μεγάλος πατριώτης Ντε Βιττό εξύμνησε στα «Αξιώματά» του και το χαρακτήρισε σαν το καλύτερο σύστημα για να γίνει ο εργάτης υπάκουος, λιτοδίαιτος, φιλόπονος και… για να παραφορτωθεί με δουλειά. Ωστόσο, η καταστρεπτική επίδραση που ασκεί στην κατάσταση των μισθωτών εργατών μας ενδιαφέρει εδώ λιγότερο από τη βίαιη απαλλοτρίωση του αγρότη, του χειροτέχνη, με δυο λόγια όλων των συστατικών μερών της μικρής αστικής τάξης, που προκαλεί. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν δυο γνώμες, ούτε ακόμα και στους αστούς οικονομολόγους. Η απαλλοτριωτική αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος εντείνεται επιπλέον με το προστατευτικό σύστημα, που αποτελεί ένα από τα συστατικά του μέρη.
Ο μεγάλος ρόλος που το δημόσιο χρέος και το αντίστοιχό του φορολογικό σύστημα παίζουν στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου και στην απαλλοτρίωση των μαζών ώθησε πλήθος συγγραφείς, όπως τον Κόμπετ, τον Ντάμπλνταιη και άλλους, να κάνουν το λάθος ν’ αναζητούν σ΄ αυτό τη βασική αιτία της αθλιότητας των σύγχρονων λαών.
Το προστατευτικό σύστημα ήταν ένα τεχνητό μέσο για να κατασκευάζονται εργοστασιάρχες, ν’ απαλλοτριώνονται ανεξάρτητοι εργάτες, να κεφαλαιοποιούνται τα εθνικά μέσα παραγωγής και συντήρησης και για να συντομευθεί με τη βία το πέρασμα από τον αρχαϊκό στο σύγχρονο τρόπο παραγωγής. Τα ευρωπαϊκά κράτη αμιλλώνταν για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτής της εφεύρεσης και, όταν πια μπήκε στην υπηρεσία των κυνηγών του κέρδους, λεηλατούσαν για το σκοπό αυτό όχι μόνο το δικό τους λαό, έμμεσα με τους προστατευτικούς δασμούς, άμεσα με τα πριμ για τις εξαγωγές κλπ. Στις εξαρτημένες γειτονικές χώρες ξεπάτωσαν με τη βία κάθε βιομηχανία, όπως λχ. η Αγγλία ξεπάτωσε την ιρλανδική εριουργία. Στην ηπειρωτική Ευρώπη απλοποιήθηκε ακόμα πιο πολύ το προτσές αυτό, σύμφωνα με τη μέθοδο του Κολμπέρ. Το πρωταρχικό κεφάλαιο του βιομηχάνου προέρχεται εδώ εν μέρει κατ’ ευθείαν από το δημόσιο ταμείο. «Γιατί αναφωνεί ο Μιραμπώ να αναζητούν τόσο μακριά, πριν από τον Επταετή πόλεμο, την αιτία της λαμπρότητας της μανουφακτούρας στη Σαξωνία; Αρκεί να δούμε τα 180 εκατομμύρια κρατικά δάνεια!» 3.
Αποικιακό σύστημα, δημόσια χρέη, φορολογικό βάρος, προστατευτισμός, εμπορικοί πόλεμοι κλπ., αυτοί οι βλαστοί της καθαυτό μανουφακτουρικής περιόδου αυξάνουν γιγάντια την περίοδο της παιδικής ηλικίας της μεγάλης βιομηχανίας. H γέννησή της γιορτάστηκε με το μεγάλο ηρώδειο παιδομάζωμα. Όπως το βασιλικό πολεμικό ναυτικό, έτσι και τα εργοστάσια στρατολογούν το προσωπικό τους με το στανιό. Όσο αναίσθητος κι αν μένει ο σερ Φ. Μ. Ηντεν μπρος στις φρίκες της απαλλοτρίωσης του αγροτικού πληθυσμού από τη γη του, που άρχισε στο τελευταίο τρίτο του 15ου αιώνα και συνεχίστηκε ως την εποχή του, ως το τέλος δηλ. του 18ου αιώνα, μ’ όση αυταρέσκεια κι αν χαιρετίζει αυτό το προτσές, το «αναγκαίο» για τη δημιουργία «μιας σωστής αναλογίας ανάμεσα στην καλλιεργούμενη γη και στις βοσκές», ωστόσο δε δείχνει την ίδια οικονομική κατανόηση της ανάγκης του παιδομαζώματος και της παιδικής σκλαβιάς για τη μετατροπή της μανουφακτουρικής παραγωγής σε εργοστασιακή και για τη δημιουργία της σωστής αναλογίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική δύναμη. Λέει: «Ίσως ν’ αξίζει τον κόπο να επισύρουμε την προσοχή του κοινού στο ζήτημα: αν μια οποιαδήποτε βιομηχανία, που για να λειτουργήσει μ’ επιτυχία είναι υποχρεωμένη ν’ αρπάζει τα φτωχά παιδιά από τις κατοικίες κι από τα σπίτια δουλειάς, για να τα χρησιμοποιεί ομαδικά κατά βάρδιες και να τα ξεθεώνει στη δουλειά το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, στερώντας τους την ανάπαυση αν μια βιομηχανία, που επιπλέον ανακατώνει μπουλούκια και των δυο φύλων και διάφορων ηλικιών και κλίσεων, έτσι που η μετάδοση του παραδείγματος να οδηγεί αναγκαστικά στη διαφθορά και την ακολασία, αν μια τέτοια βιομηχανία μπορεί ν’ αυξήσει την εθνική και ατομική ευτυχία» 4. «Στο Ντέρμπυσηρ, στο Νότινγκχαμσηρ και ιδιαίτερα στο Λάνκασηρ –λέει ο Φήλντεν– οι νεοεφεύρετες μηχανές χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονται στις όχθες ποταμών ικανών να κινούν τη φτερωτή. Ξαφνικά χρειάστηκαν στους τόπους αυτούς, μακριά από τις πόλεις, χιλιάδες εργατικά χέρια˙ και ιδίως χρειαζόταν πληθυσμό το Λάνκασηρ, που ως τότε ήταν συγκριτικά αραιοκατοικημένο και άγονο. Ιδίως επιτάσσονταν τα μικρά κι ευλύγιστα δάχτυλα. Αμέσως επικράτησε η συνήθεια να προμηθεύονται μαθητευόμενους (!) από τα σπίτια δουλειάς των διάφορων ενοριών του Λονδίνου, του Μπίρμινγκχαμ κλπ. Πολλές, πολλές χιλιάδες απ’ αυτά τα μικρά ανήμπορα πλάσματα από 7 ως 13 και 14 χρονών στάλθηκαν έτσι στο Βορρά. Είχε επικρατήσει η συνήθεια, ο μάστορας (δηλ. ο άρπαγας των παιδιών) να ντύνει, να τρέφει και να στεγάζει τους μαθητευόμενους του σ’ ένα «σπίτι μαθητευομένων» κοντά στο εργοστάσιο. Ορίστηκαν επιστάτες για να επιβλέπουν την εργασία των παιδιών. Συμφέρον αυτών των δουλεμπόρων ήταν να ξεθεώνουν στο έπακρο τα παιδιά, γιατί η πληρωμή τους ήταν ανάλογη με την ποσότητα προϊόντος που μπορούσαν να στύβουν από το παιδί. Σκληρότητα ήταν η φυσική συνέπεια… Σε πολλές εργοστασιακές περιοχές, ιδιαίτερα του Λάνκασηρ, υποβλήθηκαν στα πιο φριχτά βασανιστήρια τ’ αθώα αυτά πλάσματα, που δεν ένιωσαν τη χαρά και που είχαν παραδοθεί στους εργοστασιάρχες. Τα ξεθέωναν μέχρι θανάτου από την πολλή δουλειά… τα μαστίγωναν, τ’ αλυσόδεναν, τα βασάνιζαν με την πιο εξεζητημένη και ραφιναρισμένη σκληρότητα. Σε πολλές περιπτώσεις τα καταντούσαν πετσί και κόκκαλο από την πείνα, ενώ τα κρατούσαν με το καμουτσί στη δουλειά… Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις τα έσπρωξαν στην αυτοκτονία! Οι όμορφες και ρομαντικές κοιλάδες του Ντέρμπυσηρ, του Νόττινγκχαμσηρ και του Λάνκασηρ, μακριά από τα μάτια της κοινωνίας, μετατράπηκαν σε φριχτούς ερημότοπους βασανιστηρίων και συχνά φόνων!… Τα κέρδη των εργοστασιαρχών ήταν τεράστια, πράγμα που ακόνιζε μόνο τη δρακόντεια βουλιμία τους. Άρχιζαν να εφαρμόζουν τη μέθοδο της «νυχτερινής εργασίας», δηλ., αφού παράλυαν μια ομάδα χέρια με τη δουλειά της ημέρας, κρατούσαν έτοιμη μιαν άλλη ομάδα για τη δουλειά της νύχτας. Η ομάδα της ημέρας τράβαγε για τα κρεβάτια που μόλις τα είχε εγκαταλείψει η ομάδα της νύχτας και vice versa [αντίστροφα]. Είναι λαϊκή παράδοση στο Λάνκασηρ, να μην κρυώνουν ποτέ τα κρεβάτια 5.»
_________________________
1 Ο Ουίλλιαμ Κόμπετ παρατηρεί πως στην Αγγλία όλα τα δημόσια ιδρύματα τα λένε «βασιλικά», ωστόσο σαν αντιστάθμισμα υπάρχει το «εθνικό» χρέος (national debt).
2 «Αν οι Τάταροι κατάκλυζαν σήμερα την Ευρώπη, θα ήταν δύσκολο να τους δώσουμε να καταλάβουν τι εννοούμε εμείς όταv λέμε χρηματιστής» (Montesquieu: «Esprit des lois», εκδ. Londres 1769, τόμ. IV, σελ. 33).
3 «Pourquoi aller chercher si loin la cause de l’ eclat manufacturier de la Saxe avant la guerre? Cent quatre vingt millions de dettes faites par les souverains» (Mirabeau: «De a Monarch ie Prusienne» Londres 1788, toli· VL σελ. 101).
4 Eden : The State of the Poor», βιβλ. II, κεφ. 1, σελ. 421.
5 John Fielden: «The»Curse of the Factory System», London 1836, σελ. 5, 6. Για τις αρχικές ατιμίες του εργοστασιακού συστήματος πρβλ. Dr. Aikin: Description of the Country from thirty to forty miles round Manchester», «London 1795, σελ. 219, και Gisborne: «Inquiry into the Duties of Men*. 1795, τόμ. II. Επειδή η ατμομηχανή μεταφύτευσε τα εργοστάσια μακριά από τις υδατοπτώσεις, στο κέντρο των πόλεων, ο «ερασιτέχνης της απάρνησης» κεφαλαιοκράτης βρήκε πρόχειρο το παιδικό υλικό χωρίς τη βίαιη προσκόμιση σκλάβων από τα σπίτια δουλείας. Όταν ο σερ Ρ. Πήλ (ο πατέρας του «υπουργού του ευπαράδεχτου») υπόβαλε το 1815 το νομοσχέδιο του για την προστασία των παιδιών, ο Φ. Χόρνερ (lumen [φωστήρας] της Bullion Committee και στενός φίλος του Ρικάρντο) δήλωσε στην Κάτω Βουλή : «Είναι πασίγνωστο πως μαζί με τις αξίες κάποιου χρεωκοπημένου εργοστασιάρχη που βγήκαν στο σφυρί βγάλαν και πούλησαν στη δημοπρασία σαν μέρος της περιουσίας του και ένα τσούρμο -αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση- από παιδιά εργοστασίου. Πριν δυο χρόνια (το 1813) έφτασε ως το King’s Bench [ Βασιλικό εδώλιο—ανώτατο δικαστήριο] μια απαίσια περίπτωση. Επρόκειτο για κάμποσα αγόρια . Μια ενορία του Λονδίνου τα παρέδωσε σ’ έναν εργοστασιάρχη, που με τη σειρά του τα μεταβίβασε σ’ έναν άλλο. Τέλος, μερικοί φιλάνθρωποι τ’ ανακάλυψαν σε κατάσταση απόλυτης εξάντλησης από την πείνα (absolute famine). Μια άλλη ακόμα πιο αποτρόπαια περίπτωση την πληροφορήθηκα σαν μέλος της κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής. Πριν από λίγα χρόνια μια ενορία του Λονδίνου κι ένας εργοστασιάρχης του Λάνκασηρ έκλεισαν ένα συμβόλαιο που καθόριζε πως ο εργοστασιάρχης ήταν υποχρεωμένος μαζί με κάθε 20 υγιή παιδιά να παίρνει κι ένα ηλίθιο».[:]