[:en]Κάθομαι στο λιμάνι, στο παγκάκι. Η πόλη πίσω από την πλάτη μου βοά, δουλεύει, τρέχει, χαιρετά, φτύνει, κορνάρει. Σκέφτομαι ότι η ανεργία είναι ζωή σε έναν άλλο χρόνο. Όλα γύρω σου τρέχουν κι εσύ προχωράς αργά σαν τη χελώνα της Μόμο. Σκέφτεσαι αργά. Όταν πας να μιλήσεις, συνειδητοποιείς ότι το ‘χεις κάπως ξεχάσει, τα αντανακλαστικά σου είναι μειωμένα για γρήγορους διαλόγους. Αφουγκράζεσαι περισσότερο. Κάθεσαι στον ήλιο συχνά. Είναι ο μόνος που σε καλεί για παρέα κάθε φορά. Είναι ο μόνος που δεν ανοίγει κουβέντες. Ησυχάζεις στον ήλιο. Τα καλά της ανεργίας, αφού βγεις από το στάδιο της ενοχής. “Los lunes al sol”, όπως στην ταινία. Στα παγκάκια στο λιμάνι λιάζονται οι χελώνες της πόλης, άνεργοι και συνταξιούχοι, χαμογελούν, περιμένοντας το mini bus..[:]