[:en]
Καραβιές ανθρώπων που τα ρούχα τους μυρίζουν πόλεμο και αρμύρα. Φίλοι γυρνούν από τις διακοπές στα Δωδεκάνησα, μας δείχνουν φωτογραφίες απ’ τα πλοία της γραμμής με Σύριους πρόσφυγες. Γυναίκες με μαντίλες, γονείς, παιδιά, νέοι άντρες, όλοι χαμογελούν, βιώνουν ακόμη την ελπίδα. Στην πλαστή ησυχία των Κυκλάδων αντιγράφω από το βιβλίο του Μπάουμαν, λίγες αράδες, αποσπασματικά. Οι πρώτοι πρόσφυγες φτάνουν στα σύνορα Ελλάδας – Σκοπίων. Εικόνες που σκίζουν σαν συρματόπλεγμα. Χώρες πιο πάνω χτίζουν τους φράχτες τους. “Τα τείχη είναι λιγότερο ισχυρά από τη βούληση να τα υπερβείς.” (Θουκυδίδης)
Πρόσφυγες, μετανάστες, ξένοι “..είναι ο ταραχοποιός κόκκος της ερήμου που εισχωρεί στον παγκόσμιο θεσμικό μηχανισμό…”(Αλί Μπενσάντ: 2009, Limberation).
“…………………………………………………..
Η Χάννα Αρέντ εντόπισε το φαινόμενο που διερεύνησε αργότερα ο Τέρνερ στο διαχειριζόμενο από την εξουσία πεδίο της απέλασης, της εξορίας, του αποκλεισμού και της εξαίρεσης. Η ανθρώπινη ιδιότητα που παίρνει “τη μορφή αδελφότητας”, υπαινίχθηκε η φιλόσοφος, “είναι το μεγάλο προνόμιο των παριών” – οι οποίοι στις δημόσιες διενέξεις του 18ου αιώνα αναφέρονταν γενικώς ως les malheureux, σε εκείνες του 19ου αιώνα μετονομάστηκαν les miserables και σήμερα, από τα μέσα του περασμένου αιώνα, στοιβάζονται κάτω από την ετικέτα των “προσφύγων”, πάντοτε όμως, στερούνταν δικού τους τόπου στον διανοητικό χάρτη του κόσμου που σχεδίασαν οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι επινόησαν και ανέπτυξαν τις παραπάνω επωνυμίες τους. Καταρρακωμένοι, περιορισμένοι και συνθλιμμένοι από τις αλλεπάλληλες απορρίψεις, “οι καταδιωγμένοι ήλθαν τόσο κοντά μεταξύ τους, ώστε το μεσοδιάστημα που αποκαλούμε κόσμο (και το οποίο, βεβαίως, υπήρχε μεταξύ τους πριν από τον διωγμό, κρατώντας τους σε μια απόσταση τον ένα από τον άλλο) απλώς εξαφανίστηκε.
………………………………………………
Αναγκάζονται δια της βίας ή τρομοκρατούνται ώστε να εγκαταλείψουν τις χώρες της καταγωγής τους, τους απαγορεύεται ωστόσο η είσοδος και σε όποιες άλλες. Δεν αλλάζουν τόπο, χάνουν τον τόπο τους στη γη, εκτοξεύονται στο πουθενά, στους “μη τόπους” (“non-lieux”) του Μαρκ Ωζέ (Marc Auge), στις “πόλεις του πουθενά” (“nowherevilles”) του Τζόελ Γκαρρώ (Joel Garreau), στα “πλοία των τρελών” (“Narrenschiffen”) του Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault) σε έναν παρασυρόμενο “τόπο δίχως τόπο, ο οποίος υφίσταται καθ’ εαυτόν, είναι κλεισμένος εν εαυτώ και συγχρόνως παραδομένος στο άπειρο της θάλασσας – ή (όπως υποστηρίζει ο Μισέλ Αζιέ [Michel Agier]σε ένα υπό δημοσίευση άρθρο στην επιθεώρηση Ethnography) σε μια έρημο, μια περιοχή εξ ορισμού ακατοίκητη, μια γη που εχθρεύεται τους ανθρώπους και που οι τελευταίοι σπάνια την επισκέπτονται.
……………………………………………….
Η συνάντηση γηγενών – προσφύγων μπορεί να θεωρηθεί το πιο εντυπωσιακό δείγμα της “διαλεκτικής νοικοκύρηδων – περιθωριακών” (η οποία μοιάζει να έχει κερδίσει στις μέρες μας τον πρότυπο ρόλο που κατείχε άλλοτε η διαλεκτική κυρίου και δούλου), όπως την περιέγραψαν πρώτοι οι Ελίας (Norbert Elias) και Σκότσον (John Scotson). Οι “νοικοκύρηδες”, χρησιμοποιώντας τη δύναμη τους να ορίζουν την κατάσταση και να επιβάλλουν τον ορισμό τους σε όλους τους εμπλεκόμενους, τείνουν να περικλείουν τους νεοφερμένους σε ένα σιδερένιο κλουβί στερεοτύπων, “μιαν άκρως απλουστευμένη αναπαράσταση των κοινωνικών πραγματικοτήτων”. Η κατασκευή στερεοτύπων δημιουργεί “ένα ασπρόμαυρο σχέδιο” που δεν αφήνει “χώρο για διαφορές”. Οι περιθωριακοί είναι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, καθώς όμως οι νοικοκύρηδες αναλαμβάνουν συγχρόνως τους ρόλους εισαγγελέων, ανακριτικών αρχών και δικαστών και έτσι απαγγέλλουν κατηγορίες, κρίνουν και αποφασίζουν, την ίδια στιγμή, για την αλήθεια των πραγμάτων, οι πιθανότητες αθώωσης είναι ισχνές, αν όχι μηδαμινές. Όπως ανακάλυψαν οι Ελίας και Σκότσον, όσο πιο απειλούμενοι νιώθουν οι νοικοκύρηδες, τόσο πιθανότερο είναι οι πεποιθήσεις τους να οδηγηθούν σε “ακραία σημεία εθελοτυφλίας και δογματικής ακαμψίας”. Και ενόψει μιας εισροής προσφύγων, έχουν κάθε λόγο να νιώθουν απειλούμενοι. Εκτός του ότι αντιπροσωπεύουν τον “μεγάλο άγνωστο” που ενσαρκώνουν όλοι οι ξένοι, οι πρόσφυγες φέρνουν στα σπίτια των ντόπιων μακρινούς αποήχους πολέμου και τη δυσωδία διαλυμένων σπιτιών και πυρπολημένων χωριών, πράγματα που δεν μπορούν να θυμίζουν στους ντόπιους πόσο εύκολα η θαλπωρή της ασφαλούς και γνώριμης (ασφαλούς διότι γνώριμης) καθημερινότητας τους μπορεί να υπονομευτεί ή να συντριβεί. Οι πρόσφυγες, όπως έγραψε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ στο τραγούδι Die Landschaft desExils (Ο Τόπος της Εξορίας), είναι “ein Bote dew Unglucks” (“προάγγελος κακών μαντάτων”).”
Ζ.Μπάουμαν. 2011. “Ρευστή Αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών”. Καράμπελας Γ. (μτφρ). 7η εκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
[:]